Ευοίωνες προοπτικές, αυξημένες αβεβαιότητες και μεγάλες προκλήσεις «βλέπει» για την ελληνική οικονομία εν μέσω και της ρωσο-ουκρανικής κρίσης, ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, ο οποίος επανέλαβε απόψε, απ’ τη Θεσσαλονίκη, τους στόχους της κυβέρνησης: η Ελλάδα να βγει από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας το 2022, να πετύχει μονοψήφιο ποσοστό κόκκινων δανείων, επίσης φέτος, και να κατακτήσει επενδυτική βαθμίδα το 2023.
Κατά τον υπουργό, κεντρικό ομιλητή στο πρωτοχρονιάτικο δείπνο του Ελληνο-Γερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, «η ανιστόρητη και απολύτως καταδικαστέα πράξη» της Ρωσίας να εισβάλει στην Ουκρανία, θα έχει αδιαμφισβήτητα επίπτωση στην ευρωπαϊκή και την ελληνική οικονομία. Ωστόσο, τα στοιχεία που θα ανακοινωθούν σε λίγα 24ωρα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας πέρυσι, θα επιβεβαιώσουν κατά την εκτίμησή του, την ισχυρή ανάπτυξή της, καθώς το 2021 θα καλυφθεί το σύνολο των απωλειών του 2020.
Παράλληλα, πρόσθεσε, βάσει εκτιμήσεων που ανακοινώθηκαν πριν από 15 ημέρες από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προ του πολέμου στην Ουκρανία, η χώρα μας θα παρουσίαζε τη δεύτερη μεγαλύτερη μεγέθυνση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τον υψηλότερο δείκτη επενδύσεων και εξαγωγών στην ΕΕ για την επόμενη διετία.
Ο υπουργός Οικονομικών πρόσθεσε ότι ο τζίρος των ελληνικών επιχειρήσεων το 2021 υπερέβη, παρά τις δύσκολες συνθήκες, εκείνον του 2019 κατά 15 δισ. ευρώ, ενώ πέρυσι ιδρύθηκαν κατά 35% περισσότερες επιχειρήσεις, οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 42 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Ιούλιο του 2019 και τα κόκκινα δάνεια μειώθηκαν σε
μονοψήφιο ποσοστό, σε δύο από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Ο υπουργός χαρακτήρισε ακόμα το χρέος της Ελλάδας ως βιώσιμο και με εξαιρετικό προφίλ.
Αβεβαιότητες σε τέσσερις πυλώνες
Ο κ. Σταϊκούρας επισήμανε ακόμα, ότι η εισβολή στην Ουκρανία θα έχει πολύ μεγάλο κόστος για τη Ρωσία, την Ευρώπη και την Ελλάδα, κόστος που εδράζεται σε αβεβαιότητες σε τέσσερις πυλώνες: Πρώτον, στο εμπόριο, όπου η Ευρώπη έχει σημαντική εξάρτηση από τις δύο χώρες σε συγκεκριμένα προϊόντα όπως τα σιτηρά (περίπου το ένα τρίτο των ευρωπαϊκών εισαγωγών στο συγκεκριμένο είδος), Δεύτερον, στη μείωση της επενδυτικής εμπιστοσύνης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς σε περιόδους κρίσεων, παραδοσιακά οι επενδυτές στρέφονται σε «ασφαλή λιμάνια». Αυτό αναμένεται να επηρεάσει περισσότερο την Ελλάδα, που δεν είναι σε επενδυτική βαθμίδα και δεν αποκλείεται να αποτυπωθεί στα spreads. Τρίτον, στο πεδίο του ακόμα μεγαλύτερου πληθωρισμού, που θα φέρει ανατιμήσεις σε ενέργεια, λιπάσματα και σιτάρι, και κραδασμούς στον τουρισμό. Τέταρτον, στο δημοσιονομικό κόστος για την Ευρώπη, που θα αυξηθεί.
Τα υψηλότερα ταμειακά διαθέσιμα στην Ευρώπη
Ο υπουργός Οικονομικών πρόσθεσε ότι η χώρα θα επιδιώξει να πετύχει τους στόχους της στο επίπεδο της οικονομίας, με την υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών, που περιλαμβάνουν: συνετή δημοσιονομική πολιτική στην κατεύθυνση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, διορατική εκδοτική στρατηγική («σήμερα η Ελλάδα έχει τα υψηλότερα ταμειακά διαθέσιμα ως ποσοστό επί του ΑΕΠ στην Ευρώπη, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις αναταράξεις του 2022»), ενίσχυση της ρευστότητας, κυρίως μέσω του τραπεζικού συστήματος, συνέχιση των έργων και των αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ.
Γερμανικές επενδύσεις 6 δισ. ευρώ στην επόμενη τετραετία
Στα 6 δισ. ευρώ προβλέπεται ότι θα φτάσουν στην επόμενη τετραετία οι γερμανικές επενδύσεις στην Ελλάδα, επισήμανε ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, Κωνσταντίνος Μαραγκός, επισημαίνοντας ότι κατά τη διάρκεια της πολυετούς κρίσης στη χώρα μας, οι γερμανικές επιχειρήσεις δεν την εγκατέλειψαν, αλλά συνέχισαν να επενδύουν περί το 1 δισ. ευρώ ετησίως. Το 2001-2019, η Γερμανία κατείχε, όπως είπε, την πρώτη θέση ως χώρα προέλευσης άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, με μερίδιο 20,5%.
Ο κ. Μαραγκός εξέφρασε ακόμα την πεποίθηση, ότι η εκλογή νέας κυβέρνησης στη Γερμανία, θα οδηγήσει σε περαιτέρω αναβάθμιση των διμερών σχέσεων με την χώρα μας, ενώ διατύπωσε την εκτίμηση ότι το 2022 αναμένεται να υπάρξει πολύ μεγάλη αύξηση του τουρισμού (το 2019 οι εισπράξεις του ελληνικού τουρισμού από τη Γερμανία ξεπέρασαν τα 3 δισ. ευρώ και οι αφίξεις τα 4 εκατ. τουρίστες).
Πρόσθεσε δε, ότι η Ελλάδα έχει εισέλθει σε κύκλο δυναμικής ανάπτυξης μακράς διάρκειας, με την χώρα μας να επαινείται ακόμα και από τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ.
Την εκτίμηση ότι η Θεσσαλονίκη και η Βόρεια Ελλάδα έχουν πλέον τοποθετηθεί στον χάρτη των ξένων επιχειρήσεων ως επενδυτικός προορισμός, διατύπωσε από την πλευρά του ο πρόεδρος του παραρτήματος Βόρειας Ελλάδας του επιμελητηρίου, Στέφανος Τζιρίτης, προσθέτοντας ωστόσο, ότι για να αξιοποιηθεί αυτό το δυναμικό, απαιτείται η αναβάθμιση και των υποδομών στην περιοχή – κάτι που ήδη προχωρά με τα λιμάνια, τον σιδηρόδρομο και την ανάπλαση του εκθεσιακού κέντρου της ΔΕΘ.