Τι περιλαμβάνει το “πακέτο” μέτρων για ελάφρυνση των καταναλωτών από τις επικείμενες αυξήσεις στο ρεύμα
Οριστικοποιείται την Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021.
Με “πακέτο” μέτρων για την ελάφρυνση των καταναλωτών επιχειρεί η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το επερχόμενο κύμα ακρίβειας, που επιφέρουν οι επικείμενες ανατιμήσεις.
Να βάλει «πλάτη» φέρεται μάλιστα, να ζήτησε από την αγορά ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας για τη συγκράτηση των αυξήσεων στις τιμές ρεύματος, μετά το πρόσφατο υπουργικό συμβούλιο, όπου συζητήθηκε διεξοδικά το θέμα του ενεργειακού κόστους και των πληθωριστικών πιέσεων στην οικονομία.
Ο υπουργός κ. Σκρέκας αναμένεται μάλιστα έπειτα από επαφές με θεσμικούς φορείς της αγοράς να οριστικοποιήσει την ερχόμενη Τρίτη ένα πακέτο προσωρινών μέτρων για την ελάφρυνση των καταναλωτών, που θα ανακοινωθούν από τον ίδιο τον πρωθυπουργό στη ΔΕΘ.
Η πλευρά της αγοράς συμμερίζεται τις πιέσεις που ασκούνται σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις από τις πολύ υψηλές τιμές ρεύματος στο σύνολό της, ωστόσο εκτιμά ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο απορρόφησης του υπέρογκου κόστους της χονδρεμπορικής αγοράς που διαμορφώνει τους τελευταίους μήνες το παράλληλο ράλι της τιμής των ρύπων CO2 και του φυσικού αερίου.
Τρόποι ελάφρυνσης του λογαριασμού ρεύματος
Αυτό που σύμφωνα με πληροφορίες ( Καθημερινή ), θα πρέπει να γίνει, είναι η κυβέρνηση να αναζητήσει τρόπους ελάφρυνσης του λογαριασμού ρεύματος παρεμβαίνοντας στο μη ανταγωνιστικό σκέλος, το οποίο αντιπροσωπεύει μόλις το ένα τρίτο του συνόλου.
Δείχνουν συγκεκριμένα τη φορολογία, παραπέμποντας και στο παράδειγμα της Ισπανίας, η οποία προκειμένου να μετριάσει τις επιβαρύνσεις για τους καταναλωτές προχώρησε σε προσωρινή μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια αλλά και το ΕΤΜΕΑΡ, παραπέμποντας στην απόφαση Χατζηδάκη το φθινόπωρο του 2019 να συνδυάσει την αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ με τη μείωση της σχετικής χρέωσης για νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις, εξουδετερώνοντας με τον τρόπο αυτό την όποια επιβάρυνση θα προέκυπτε.
Στα πλεονάσματα η λύση
Όπως υποστηρίζουν, η άνοδος της χονδρεμπορικής τιμής ρεύματος δημιουργεί πλεονάσματα στον λογαριασμό ΕΛΑΠΕ που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για κάποιους μήνες για την επιδότηση των καταναλωτών.
Μάλιστα, σχετική πρόταση έχει υποβληθεί από κάποιες εταιρείες προμήθειας στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και στη ΡΑΕ.
Η επιφυλακτικότητα που εκφράζεται από πλευράς της αρμόδιας αρχής ως προς το να «μπει χέρι» στα πλεονάσματα του ΕΛΑΠΕ, είναι ότι δεν έχουν σταθεροποιηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Τα περιθώρια μείωσης της φορολογίας πάντως είναι σχεδόν ανύπαρκτα, και αυτό διότι ο ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα είναι στα χαμηλά του 6% και ο ΕΦΚ στο πέντε τοις χιλίοις.
Η επιδότηση του λογαριασμού ρεύματος
Ένα από τα μέτρα που φαίνεται να εξετάζει το κυβερνητικό επιτελείο, και το οποίο αναμένεται να ανακοινώσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη ΔΕΘ, είναι η επιδότηση του λογαριασμού ρεύματος ευάλωτων καταναλωτών.
Η αγορά ενέργειας όχι μόνο αξιολογεί ως θετικό το εν λόγω μέτρο αλλά εκφράζει την άποψη ότι θα μπορούσαν να διατεθούν κονδύλια και από το Ταμείο Ανάκαμψης για την επιδότηση του λογαριασμού ρεύματος τουλάχιστον για μερικούς μήνες μέχρι να υπάρξει αποκλιμάκωση των τιμών.
«Είναι μια κρίση που πρέπει να αντιμετωπιστεί με ενισχύσεις, όπως έγινε και με τον κορωνοϊό», σημειώνουν χαρακτηριστικά.
Τα έσοδα από τις δημοπρασίες ρύπων
Μια άλλη πηγή επιδότησης των λογαριασμών ρεύματος για οικιακούς καταναλωτές που βλέπει η πλευρά της αγοράς, είναι τα έσοδα από τις δημοπρασίες ρύπων που προορίζονται επίσης για τον ΕΛΑΠΕ, τα οποία βαίνουν αυξανόμενα λόγω του υψηλού κόστους.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τα μέτρα που ελήφθησαν το 2019 για το κλείσιμο του ελλείμματος του ΕΛΑΠΕ αυξήθηκε το ποσοστό πώλησης δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων που κατευθύνονται προς το σχετικό ταμείο στο 78% από 65%, με βάση τιμές CO2 του 2019 που ήταν στα 25 ευρώ ο τόνος.
Σήμερα, που οι τιμές έχουν υπερδιπλασιαστεί (ξεπέρασαν τα 61 ευρώ/τόνος) αυξάνονται αντιστοίχως και τα έσοδα που κατευθύνονται στον ΕΛΑΠΕ δημιουργώντας υπερπλεονάσματα, τονίζουν από την αγορά και σημειώνουν ότι όπως στην περίπτωση ελλειμμάτων λαμβάνονται μέτρα για τον μηδενισμό τους, θα πρέπει και στην περίπτωση των πλεονασμάτων να επιστρέφεται ένα μέρος στην κατανάλωση.