Στήριξη 24 δισ. ευρώ στην οικονομία, έως και τον Οκτώβριο

Σταδιακά μέτρα στήριξης της οικονομίας, που θα φτάσουν μέχρι και τον Οκτώβριο τα 24 δισ. ευρώ, μελετά το υπουργείο Οικονομμικών,  χωρίς να ξεπεράσει τα άτυπα -για φέτος- όρια που βάζουν οι Βρυξέλλες για έλλειμμα και χρέος, αναμένοντας μέχρι και το φθινόπωρο τα πρώτα χρήματα από το πακέτο των κοινοτικών πρωτοβουλιών ύψους 550 δισ. που αποφασίστηκε τον Απρίλιο.

Η ισορροπία αυτή έχει στο ένα της άκρο ότι η Ελλάδα πρέπει να συμβαδίζει με τους τυπικούς και άτυπους κανόνες των Βρυξελλών. Στο άλλο άκρο της έχει την επιτακτική ανάγκη να αποτρέψει μια μεγάλη αύξηση της -ήδη πολύ υψηλής- ανεργίας, με τις προβλέψεις να την υπολογίζουν κοντά στο 20%, από 17,3% το 2019.

Παράλληλα, πρέπει να συνεχίσει να στηρίζει τις επιχειρήσεις που επλήγησαν στην κρίση του κορονοϊού, μετά τη δεκαετή κρίση των Μνημονίων, ενώ οφείλει επίσης, να έχει τα… αποθέματα ώστε να αντιμετωπίσει ένα δεύτερο κύμα πανδημίας ή μια παρατεταμένη, αργή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας λόγω σημαντικής επιβράδυνσης του κυριότερου ελληνικού προϊόντος -του τουρισμού-, αλλά και της μεγαλύτερης του αναμενομένου επιβράδυνσης της ευρωζώνης.

Ο άτυπος για φέτος κανόνας από τις Βρυξέλλες είναι ότι θα πρέπει να δαπανήσει πολύ περισσότερα από τους εταίρους στην Ε.Ε. για τη στήριξη του συστήματος υγείας και την οικονομία. Το ύψος των δαπανών αποτυπώνεται στο δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι συγκρίσιμο μέγεθος για όλα τα κράτη-μέλη της Ενωσης. Το μέγεθος αυτό για φέτος δεν είναι αποτυπωμένο κάπου, καθώς για φέτος ισχύει για όλους η «ρήτρα συνολικής διαφυγής», δηλαδή η άρση οποιουδήποτε περιορισμού δημοσιονομικού στόχου ώστε τα κράτη-μέλη να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την κρίση.

Αβεβαιότητα

Κανείς βέβαια δεν γνωρίζει ακόμη τι θα γίνει το 2021. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία παραμένει σε ενισχυμένη εποπτεία και με υψηλό χρέος, το οποίο σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις θα προσεγγίσει για φέτος το 200% του ΑΕΠ, τα περιθώρια είναι πιο στενά. Ο στόχος για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ είναι βέβαιο ότι δεν θα υπάρχει ούτε για το 2021, ενδεχομένως ούτε και για το 2022.

Σε αυτό η Ελλάδα τα έχει καταφέρει. Σε ταμειακή βάση έχει δαπανήσει μέχρι στιγμής για τις υγειονομικές ανάγκες και τα μέτρα στήριξης της οικονομίας 14 δισ. ευρώ, δηλαδή 7,6% του ΑΕΠ, και βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε., καθώς ελήφθησαν έγκαιρα μέτρα και δεν χρειάστηκε μεγάλη αύξηση της δαπάνης για τον τομέα της Υγείας. Με βάση ανάλυση του Ινστιτούτου Bruegel, η Ιταλία, η οποία χτυπήθηκε βαριά από την πανδημία του κορονοϊού, είναι πρώτη, έχοντας δαπανήσει μέχρι και τα μέσα Ιουνίου 48,7% του ΑΕΠ της για την αντιμετώπιση των αναγκών που δημιούργησε ο κορονοϊός.

Σύμφωνα με τοσχετικό δημοσίευμα της έντυπης έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου, η Γερμανία προχώρησε μέχρι τις αρχές Ιουνίου σε δαπάνες ύψους 47,8% του ΑΕΠ της, η Γαλλία 27,3% του ΑΕΠ της, η Πορτογαλία έκανε δαπάνες στο 18,2% του ΑΕΠ της και η Ισπανία στο 13,2% του ΑΕΠ της. Μεγάλο μέρος των μέτρων που έλαβαν οι χώρες πλην της Ελλάδας αφορά τις εγγυήσεις δανείων, κάτι που η Ελλάδα, κυρίως λόγω της κατάστασης στην οποία βρίσκονται ακόμη οι εμπορικές τράπεζες, ήταν δύσκολο να κάνει στα επίπεδα άλλων χωρών.

Εντός των τειχών, μαζί με τα 14 δισ. που έχουν δαπανηθεί για την άμεση στήριξη της οικονομίας, παρά τις δυσκολίες που υπάρχουν στο τραπεζικό σύστημα, έχει καταφέρει να διοχετεύσει δάνεια ύψους 3,5 δισ. στην αγορά, από τα οποία τα 1,2 δισ. έχουν δοθεί από τον πρώτο και δεύτερο κύκλο της επιστρεπτέας προκαταβολής 1,3 δισ. από το ΤΕΠΙΧ ΙΙ και 1 δισ. από μηχανισμούς.

Επίσης, έχουν ανασταλεί οφειλές ύψους 2 δισ., οι οποίες θα πληρωθούν σε 12 ή 24 δόσεις από τις αρχές του 2021 και το τέλος του 2022, οι φορολογικές δηλώσεις τρέχουν στη δεύτερη μηνιαία παράταση στην προθεσμία υποβολής τους, και παρ’ όλα αυτά μέχρι στιγμής τα έσοδα σε μηνιαία βάση είναι μειωμένα μεν σε σχέση με τους αρχικούς στόχους, αλλά πολύ λιγότερο από το 40% που είχε περιληφθεί στο αρχικό σενάριο του υπουργείου Οικονομικών.

Κοινοτικοί πόροι

Από εδώ και πέρα, κι ενώ από αυτόν τον μήνα θα αρχίσουν να συμπληρώνονται τα πρώτα κεφάλαια του προϋπολογισμού του 2020, η διαχείριση θα εξαρτηθεί και από τις κινήσεις των Βρυξελλών.

Με την εκταμίευση κοινοτικών πόρων από το ΕΣΠΑ ύψους 1,5 έως και 1,8 δισ. ευρώ τις επόμενες μέρες, και από τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο τουλάχιστον 1,4 δισ. ευρώ ως το τέλος από την πρωτοβουλία από το SURE -το πρόγραμμα που δημιουργήθηκε για να στηρίξει την απασχόληση τον καιρό του κορωνοϊού-, υπουργείο Οικονομικών και υπουργείο Εργασίας κλείνουν ένα μεγάλο μέρος από τις δαπάνες, ύψους περίπου 3,5 δισ., από το επίδομα των 800 και στη συνέχεια των 534 ευρώ, αλλά και τις ανάγκες κάλυψης των εργαζομένων που βρέθηκαν αρχικά σε αναστολή σύμβασης εργασίας και στη συνέχεια σε εκ περιτροπής εργασία.

Το μεγάλο στοίχημα για το 2021 είναι διπλό: να επανέλθει η οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης, όπως προβλέπουν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), και να κλειδώσει σε συμφωνία και με τις Βρυξέλλες το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης, το οποίο, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, θα επιταχύνει την αύξηση του ΑΕΠ κατά 2% από το 2021 έως και το 2026.

Πάνω σε αυτό στηρίζονται και οι ελπίδες του οικονομικού επιτελείου για την επανεκκίνηση του προγράμματος μείωσης των φόρων, με πρώτο το μη μισθολογικό κόστος. Οι μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών που εξαγγέλλονται εδώ και καιρό και από τον πρωθυπουργό αλλά και από τον υπουργό Οικονομικών είναι μια μείωση φορολογικού βάρους η οποία μπορεί υπό προϋποθέσεις να χρηματοδοτηθεί ακόμη και άμεσα από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Οι υπόλοιπες μειώσεις φόρων, όπως για παράδειγμα η μείωση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης ή του τέλους επιτηδεύματος ή ακόμη και η μονιμοποίηση των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ για την εστίαση αλλά και τον τουρισμό, θα εξαρτηθούν από τον βαθμό ανάκαμψης της οικονομίας και τα δημοσιονομικά περιθώρια που θα προκύψουν, σε συνδυασμό βέβαια και με τα δημοσιονομικά όρια που θα μπουν εκ των προτέρων για την επόμενη χρονιά.

Σημαντική για το 2021 θα είναι και η συνεισφορά των τραπεζών, αφού από το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα περάσουν τα δάνεια μέσω εγγυήσεων, ύψους περίπου 2,5 δισ. ευρώ, που θα παρέχει προς τη χώρα μας η ΕΤΕπ μέσω της σχετικής κοινοτικής πρωτοβουλίας για συνολικές εγγυήσεις ύψους 200 δισ. προς τα κράτη-μέλη, η οποία έχει επίσης αποφασιστεί από τον Απρίλιο, αλλά δεν έχει ακόμη ενεργοποιηθεί.