Στοίχημα για τολμηρούς η διάσωση πολλών επιχειρήσεων
Ο τρόπος της Ελλάδας απέναντι στις καταλυτικές επιπτώσεις της πανδημίας και η ανάκαμψη με ένα νέο οικονομικό μοντέλο
Ανάλυση του Κώστα Μποτόπουλου
Τρεις σχεδόν μήνες μετά το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης, έχουμε πια μια αρκετά καθαρή εικόνα του τρόπου που την αντιμετωπίζει η δημόσια εξουσία.
Η επίπτωση σε μια οικονομία σαν την δική μας –που μόλις έβγαινε από μια βαθιά οικονομική κρίση, που στηρίζεται κατά περίπου 40% στον τουρισμό και τις υπηρεσίες, με τράπεζες που δεν αρδεύουν στον απαιτούμενο βαθμό την πραγματική οικονομία, με αδύναμο και υπερχρεωμένο Δημόσιο- αναμένεται να είναι καταλυτική: κοντά στο 10% ύφεση, ανεργία που θα ξαναφτάσει στα επίπεδα του 20%, χρέος που θα υπερβεί το 200% του ΑΕΠ.
Οι ελπίδες στηρίζονται στο χρόνο πλήρους επαναλειτουργίας της οικονομίας (η περίπτωση όχι επανεμφάνισης του ιού, αλλά ενός δεύτερου λοκντάουν, θα είναι καταστροφική), στη βελτιωμένη διεθνή εικόνα και αξιοπιστία της χώρας μας και, για να το πούμε από την αρχή, σε ένα πολύ ευρύ και συγκροτημένο, στα χαρτιά τουλάχιστον, πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας, μέσα από ένα τριπλό κύμα μέτρων (18/3, 30/3, 20/5).
Εργασία: “Γενναιόδωρα” μέτρα στη “ζούγκλα” της αγοράς
Βασικός στόχος η οριστική απώλεια όσο το δυνατόν λιγότερων θέσεων εργασίας, ραχοκοκαλιά κάθε αναπτυξιακής προσπάθειας. Η κυβέρνηση προχώρησε άμεσα (18/3) σε ρήτρα διάσωσης θέσεων εργασίας και απαγόρευση απολύσεων. Σε πλήρη ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων, σε δίμηνη επέκταση του επιδόματος ανεργίας, σε πλήρη καταβολή συντάξεων και δώρου Πάσχα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Σε «επιδότηση» των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα (800 ευρώ), των ελεύθερων επαγγελματιών, καθώς και των επιστημόνων (600 ευρώ, που σφραγίστηκαν δυστυχώς από την λάθος επιλογή των κέντρων κατάρτισης, την κυβερνητική υπαναχώρηση και την υποψία ότι δεν ήταν όλα τόσο καθαρά).
Σε δεύτερο χρόνο μπήκαν στο παιχνίδι, η αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων μέσω του προγράμματος SURE (που προορίζονται αποκλειστικά για στήριξη της απασχόλησης), η κατάργηση της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, δηλαδή η υποχρεωτική επάνοδος εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα (με εκ περιτροπής εργασία και μισό μισθό) και πρόσφατα (20/5) η επιδότηση μέρους του μισθού από το Δημόσιο (με ερωτηματικό για το αν ο συνολικός μισθός θα παραμείνει ο ίδιος).
Τα μέτρα υπολογίζονται σε 24-30 δις ευρώ, πάνω από το 10% του ΑΕΠ, είναι συνεπώς, ποσοτικά τουλάχιστον, ιδιαίτερα «γενναιόδωρα». Ο τομέας ωστόσο της εργασίας είναι ο λιγότερο ιάσιμος με κρατικές παρεμβάσεις –εδώ ισχύει στην πράξη ο «νόμος», και όχι σπάνια, η «ζούγκλα», της αγοράς- συνεπώς κάθε πρόβλεψη για την αποτελεσματικότητα τους είναι παρακινδυνευμένη.
Επιχειρήσεις: Άνάσα που δεν εγγυάται τη σωτηρία όλων
Με δύο κυρίως μέσα επιχειρήθηκε να στηριχθούν, δηλαδή να αποφύγουν τη χρεοκοπία, οι επιχειρήσεις: παροχή ρευστότητας, διευκολύνσεις σε σχέση με την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους.
Όσον αφορά άμεσες ή έμμεσες δανειοδοτήσεις, είχαμε κρατικές (Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα) και ευρωπαϊκές (ΕΣΠΑ και Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα) συνεισφορές, ειδικά και με ειδικούς όρους δάνεια -επιχειρηματικά, επενδυτικά και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις-, υπό προϋποθέσεις πάγωμα δόσεων ήδη υπαρχόντων δανείων και γενικώς διευκολύνσεις σε δανειολήπτες.
Επίσης, παροχή ρευστότητας μέσω «επιστρεπτέας καταβολής» (ουσιαστικά πρόκειται για κρατικό δάνειο, ύψους συνολικά 1 δις, με επιστροφή «στο μέλλον» και «με χαμηλό επιτόκιο»), 4μηνη (από το Μάρτιο) αναστολή φόρων για όλες τις επιχειρήσεις (είτε παρέμειναν ανοιχτές είτε έκλεισαν) και 3μηνη ασφαλιστικών εισφορών, ρύθμιση ώστε να καταβάλλεται μόνο το 60% του ενοικίου (αρχικά για Μάρτιο και Απρίλιο και κατόπιν και για Μάιο-Ιούνιο, με αποτέλεσμα να πέφτει ίσως υπέρμετρο βάρος στους ώμους των ιδιοκτητών).
Ανάσα, αναμφισβήτητα, αλλά που απέχει από τα να μπορεί να εγγυηθεί τη σωτηρία όλων των επιχειρήσεων, με δεδομένο τον κατακερματισμό, το μέγεθός τους και την ιδιαίτερη ανισότητα δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα.
Τομεακές ενισχύσεις: Στοίχημα η αντοχή του τουριστικού κλάδου
Σειρά μέτρων, εκπορευόμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για τον τραπεζικό τομέα: εισαγωγή «ευελιξίας» για την παροχή εγγυήσεων (collateral), τις υποχρεώσεις κεφαλαιακής επάρκειας, την εξέταση του «μαύρου χρήματος» και γενικά τις κανονιστικές προϋποθέσεις (compliance), τις οικονομικές καταστάσεις, την αποφυγή σώρευσης επιπλέον «κόκκινων δανείων». Αναστολή short-selling (έληξε πρόσφατα) στο χώρο της κεφαλαιαγοράς. Ειδικά «πακέτα», με αιχμή τον ΦΠΑ και φορολογικές διευκολύνσεις, για γεωργία, τουρισμό, μεταφορές.
Το στοίχημα πιθανότατα θα κριθεί από το πόσο θα «αντέξει» ο τουρισμός: ένα 50% της «κανονικής» του επίδοσης μοιάζει να είναι το μίνιμουμ και οποιαδήποτε υπέρβαση θα αποτελέσει μπόνους για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Η ιδιαιτερότητα βέβαια της πανδημίας είναι ότι ακριβώς σε αυτό τον εξαιρετικά νευραλγικό για την Ελλάδα τομέα η σχέση με την «κανονικότητα» είναι η πιο απρόβλεπτη αλλά και η πιο επικίνδυνη από υγειονομική άποψη.
Δημόσιες πολιτικές: Δεν αμφισβητούνται, αλλά έχουν επιπτώσεις
Η σημαντικότερη δομική εξέλιξη ήταν η δημιουργία, με εισφορά ύψους 1.250. 000.000 από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, «Ταμείου Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων», ως ανεξάρτητης χρηματοδοτικής μονάδας εντός της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, με δυνατότητα χορήγησης δανείων ύψους 7 δις ευρώ στις επιχειρήσεις υπό την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου. Αν επιτύχει το πείραμα, μπορεί να αποτελέσει και πιο μόνιμο μηχανισμό, αλλά ο φόβος των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων πάντα παραμονεύει.
Σημαντική επίσης ήταν η απόφαση της κυβέρνησης να μην ξοδέψει, για τις ανάγκες της πανδημίας, το «μαξιλάρι» των 30 δις που της είχε κληροδοτήσει –με δανεικά- η προκάτοχός της. Η επιλογή αυτή βασίζεται στην ιδέα ότι αυτά τα χρήματα θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν, όπως είχε συμφωνηθεί, όχι πυροσβεστικά αλλά αναπτυξιακά και ενισχύει την αξιοπιστία του ελληνικού Κράτους ασχέτως πανδημίας.
Ιδιαίτερα κρίσιμος, επίσης, θα είναι ο τρόπος που τελικώς θα επιλεγεί να «διασωθεί», όπως επιβάλλεται, η Aegean, το μεγάλο, και πιο άδικο, θύμα, της πανδημίας. Ιδιαίτερη φυσικά σημασία, και ενδιαφέρον, θα έχει ο βαθμός άμεσης ή έμμεσης «κρατικοποίησης» της εταιρίας, η συμμετοχή στο μάνατζμεντ και η εν γένει διατήρηση ή αλλοίωση του ως τώρα επιχειρηματικού χαρακτήρα της.
Συνιστούν όλα αυτά τα μέτρα συγκροτημένο και στο ύψος των περιστάσεων πλέγμα δημόσιας παρέμβασης; Παρά κάποιες επιμέρους αστοχίες και πιθανές αντιρρήσεις ως προς την εξειδίκευση, δεν νομίζω ότι αυτό μπορεί να αμφισβητηθεί. Το πρόβλημα είναι αντίστροφο: η ιδιαίτερα «βαριά», με επίπτωση τόσο στο χρέος όσο και στη νοοτροπία, παρέμβαση –καμία όμως χώρα της Ευρώπης δεν βρήκε άλλο τρόπο.
Ένα είναι βέβαιο: χωρίς συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και ειδικά στην Ευρωζώνη, κάθε συζήτηση περί «σωτηρίας» θα ήταν, εξαρχής, ανέκδοτο. Η ευρωπαϊκή συμβολή, σε πόρους, μηχανισμούς και διευκολύνσεις, είναι καθοριστική -κι ας μην μπορεί η χώρα μας, λόγω γενικής οικονομικής κατάστασης, να αξιοποιήσει το μεγαλύτερο «δώρο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι η άρση της απαγόρευσης για κρατικές ενισχύσεις.
Γίνεται, όπως ισχυρίζεται το οικονομικό επιτελείο, δίκαιη κατανομή του βάρους της υγειονομικής κρίσης; Θα μπορούσε να γίνει δεκτό, αν δεν ήταν τόσο πολλές οι στρεβλώσεις της ελληνικής επιχειρηματικότητας, τόσο μεγάλο το κάτω από την επιφάνεια κομμάτι της, τόσο αδιαφανής η σχέση με το κράτος –αλλά όλα αυτά αποτελούν δομικά και όχι συγκυριακά προβλήματα. Πάντως, αν πράγματι, όπως φοβούνται κάποιοι, κλείσουν 1 στις 3 επιχειρήσεις σε ορισμένους τομείς (πχ εστίασης), η όλη συζήτηση περί «σωτηρίας» προσλαμβάνει περισσότερο μεταφυσικό παρά πολιτικό χαρακτήρα.
Οδεύουμε προς «αλλαγή μοντέλου» ή «παραδείγματος», θα αποτελέσει, κατά μια γνωστή και ανοξείδωτη πολιτική έκφραση, αυτή η πρωτόγνωρη κρίση «μια ευκαιρία» για την ελληνική οικονομία; Όποιος στοιχηματίσει υπέρ αυτής της εκδοχής θα πρέπει να είναι πολύ τολμηρός –αλλά έχει να κερδίσει πολλά, ιδίως αν συμβάλει και ο ίδιος στον απαραίτητο όσο και σισύφειο μετασχηματισμό.
Πηγή: Economico.gr