Τα θεσμικά της οικονομίας: Τι κάνει η Ευρώπη σε αυτή την κρίση - Το "μπαζούκας" & οι δυσκολίες

Η εβδομάδα των Παθών για την Ευρωπαϊκή Ένωση συνέπεσε με τη Μεγάλη Βδομάδα των Καθολικών. Ευκαιρία να δούμε: Τι κάνει η Ευρώπη σε αυτή την κρίση;

του Κώστα Μποτόπουλου *

Ετοιμάστηκε άραγε το ευρωπαϊκό «μπαζούκα»;

Με την in extremis -στην παράταση, σχεδόν στα πέναλτι- ομόφωνη (μόνο κι μόνο επειδή απαιτείται ομοφωνία) απόφαση του Eurogroup, τα χαράματα της Παρασκευής, το παζλ της «απάντησης» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικά της Ευρωζώνης, στην πρωτοφανή υγειονομική κρίση προς το παρόν συμπληρώθηκε.

Προηγήθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με το σε δύο δόσεις -στις 12 Μαρτίου 120 δισεκατομμύρια ευρώ, που στις 19 Μαρτίου έγιναν 750- «πακέτο» αγοράς δημόσιων και ιδιωτικών τίτλων για ενίσχυση της ρευστότητας. Ενδιάμεσα είχε προηγηθεί το μεγάλο στραβοπάτημα της Προέδρου της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, η φράση «δεν είμαστε εδώ για να καθορίζουμε τα σπρεντς των χωρών», που οι αγορές την εξέλαβαν ως το ακριβές αντίθετο του «whatever it takes» του προκατόχου της. Η Γαλλίδα πολιτικός, ωστόσο, επέμεινε στην ενίσχυση του προγράμματος, παρά τις διόλου μεμονωμένες αντιστάσεις και στο εσωτερικό της ΕΚΤ και από πλευράς κρατών-μελών.

Το γεγονός αυτό, όπως επίσης και η συμπλήρωση του βασικού μέτρου από έμμεσες ενισχύσεις στις τράπεζες (ιδίως τις ελληνικές) μέσω αποδοχής ενεχύρων κρατικών ομολόγων που κανονικά δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις, καθώς και η επίδειξη «ευελιξίας» της ΕΚΤ/ SSM στο -επίσης κρίσιμο για την Ελλάδα- ζήτημα των «κόκκινων δανείων», μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι, στο τραπεζικό πεδίο, τα μέτρα που λήφθηκαν ήταν αρκετά πλήρη. Για να έχουμε μια αίσθηση μεγεθών, πάντως, τα 750 δις του συνολικού πακέτου της ΕΚΤ αντιστοιχούν στα 2/3 του προϋπολογισμού μια χώρας σαν την Ισπανία.

Ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έμεινε άπραγη. Ο παραμερισμός των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας (το «και Ανάπτυξης» ας το ξεχάσουμε όσο τα πράγματα μένουν έτσι),καθώς και η θέση της Προέδρου Ούρσουλα βαν ντερ Λάιεν υπέρ «ομοσπονδιακών» λύσεων τύπου «ευρω-ομολόγων» και ενίσχυσης του κοινού προϋπολογισμού, έδωσαν το δικό τους σήμα στις αγορές και επέτρεψαν στα κράτη-μέλη να θέσουν σε εφαρμογή, εντελώς εκτός ορθοδοξίας, τα δικά τους «πακέτα»: μόνο στη Γερμανία, αυτό έφτασε σε ύψος 150 δισεκατομμυρίων ευρώ, προοριζόμενων, βέβαια, μόνο για τη γερμανική οικονομία.

Η συμφωνία σε επίπεδο κρατών-μελών, πρώτα στο Eurogroup, εκεί όπου δίνεται η κύρια μάχη, κι ύστερα στο Συμβούλιο, που συνήθως επικυρώνει τις αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών, τις οποίες ούτως ή άλλως οι Πρωθυπουργοί είχαν εξαρχής πιλοτάρει, υπήρξε, όχι για πρώτη φορά, εξαιρετικά δύσκολη. Όμως το αποτέλεσμα, τεχνικά τουλάχιστον, δεν είναι ούτε εδώ αμελητέο.

Συμφωνήθηκε ένα «πακέτο» ως 540 δισεκατομμύρια, προερχόμενο από τρεις πηγές, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (200 δις), τον ESM (έως 240 δις, που αντιστοιχούν κατ’ ανώτατο όριο στο 2% κάθε εθνικού ακαθάριστου προϊόντος) και ένα ειδικό κοινό «Ταμείο» (100 δις). Οι πόροι αυτοί θα κατευθυνθούν, αντίστοιχα, στις επιχειρήσεις, τους ανέργους και τα κράτη. Πρόκειται για μια αρκετά ισχυρή και αρκετά ολοκληρωμένη προσωρινή ένεση επιβίωσης, όχι, ωστόσο, χωρίς προβλήματα και ερωτηματικά: τα ποσά, παρότι ακούγονται μεγάλα, είναι ανεπαρκή για μόνιμη οικονομική στήριξη και, ιδίως, το σήμα που δόθηκε από τον πολιτικό καυγά και τα εθνικά πείσματα είναι ιδιαίτερα αρνητικό για την εικόνα της Ένωσης.

***

Γιατί τόσες δυσκολίες;

Δεν είναι διόλου ανακουφιστικό, αλλά δεν παύει να είναι αλήθεια: η Ευρώπη προχωρά στις κρίσεις χωρίς αυθόρμητη ενότητα, με τεχνητή ομοφωνία και με συμβιβασμούς όχι στον υψηλότερο παρονομαστή.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό που διακυβευόταν ήταν το σπάσιμο ή όχι του πάγιου άγραφου κανόνα, που είχε πρυτανεύσει και σε όλη τη διάρκεια της χρηματο-οικονομικής κρίσης, περί μη «διαμοιράσματος των χρεών». Οι χώρες που επιμένουν σε αυτή τη γραμμή, με πρώτη τη Γερμανία, παρά την αποχώρηση του κ. Σόιμπλε από το προσκήνιο και την εξασθένιση της Καγκελαρίου Μέρκελ, μπορεί να θεωρηθεί ότι επικράτησαν και πάλι, αφού, αφενός εξουδετέρωσαν εν τη γενέσει της κάθε ιδέα περί «κορωνο-ομολόγου» (βλ. το κείμενο του προηγούμενου Σαββάτου) και αφετέρου κόντεψαν, ως την τελευταία στιγμή, με πρωτεργάτη την Ολλανδία, να τινάξουν την τελική συμφωνία στον αέρα, επιμένοντας στη λογική «κανένα δάνειο χωρίς προϋποθέσεις» (conditionality). Λέω «κόντεψαν», γιατί έτσι πάντα γίνεται: οι επιμένοντες, στο τέλος «υποχωρούν», αφού όμως δείξουν την ισχύ τους και πάρουν το βασικό που θέλουν: στην προκείμενη περίπτωση, να μην υπάρξει κανένα νέο κοινό εργαλείο, ώστε να μην καταλείπεται η παραμικρή αμφιβολία για την τύχη της μισητής «αμοιβαιοποίησης».

Εθνικές περισσότερο από «ιδεολογικές» αντιλήψεις -ας μην ξεχνάμε ότι το δίδυμο Σολτς-Μας που διαχειρίζεται την οικονομία και τις διεθνείς σχέσεις της Γερμανίας αποτελείται εξ ολοκλήρου από «σοσιαλδημοκράτες», οι οποίοι, κατά τα άλλα, δεν χάνουν ευκαιρία να μιλούν για «αλληλεγγύη» (βλ. άρθρο τους που δημοσιεύτηκε σε ευρωπαϊκές εφημερίδες και στα ΝΕΑ, 6/4/2020)- καθώς και η εμπειρία της χρηματο-οικονομικής κρίσης, ιδίως δε τα πήγαινε-έλα της ελληνικής αξιοπιστίας, σίγουρα παίζουν το ρόλο τους. Μόνο που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το να ζητείται από χώρες σαν την Ιταλία και την Ισπανία, τις βαρύτερα χτυπημένες από την πανδημία, να δεσμευθούν ότι θα προβούν σε μακρο-οικονομικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να λάβουν την «αλληλεγγύη» της Ένωσης -λες και ο ιός τις χτύπησε λόγω σαθρών δημοσιονομικών δομών- ήταν κάτι που ξεπέρασε τον παραλογισμό και άγγιξε τη σκληρότητα.

Αν το κατάλαβαν ο κύριος Χούκστρα και ο κύριος Ρούτε και έκαναν πίσω, ή αν τους έσπρωξε η απομόνωση τους τόσο στο εσωτερικό της Ένωσης -η Γερμανία είχε εγκαίρως αποστασιοποιηθεί και προσέγγισε τη μέση οδό της Γαλλίας- όσο και σε σχέση με την ολλανδική κοινή γνώμη, είναι κάτι που έχει μεν μικρή σημασία αλλά αφήνει ανοιχτή πληγή.

Είναι άραγε η έτσι επιτευχθείσα «ευρωπαϊκή απάντηση» ισχυρή, συντονισμένη, φιλόδοξη και ταχεία, όπως απαιτούσαν οι περιστάσεις; Ο καθένας έχει τα κριτήρια για να κρίνει. Το κρισιμότερο στοιχείο πάντως -συντονισμένη- χρειάζεται, για μια ακόμα φορά, συμπλήρωση: με το όπλο στον κρόταφο.

***

Ώρα για εκ βάθρων αλλαγές;

Η ανάδειξη των αδυναμιών της ευρωπαϊκής αντίδρασης, καθώς και του τρόπου μέσα από τον οποίο διαμορφώθηκε, ενόψει μάλιστα του πρωτόγνωρου αυτής της κρίσης και της βεβαιότητας ότι θα έχει βαθιές και βαριές οικονομικές συνέπειες, γεννούν σε πολλούς την επιθυμία για μια συνολική επανεξέταση των κανόνων οικονομικής λειτουργίας και οικονομικού συντονισμού της Ένωσης. Επ’ αυτού του κρισιμότατου ζητήματος, όσο κι αν σήμερα περνά σε δεύτερη μοίρα, η γνώμη μου είναι η ακόλουθη.

Το βασικό, που θα έπρεπε να προετοιμάζεται εντατικά ήδη -και, όταν γίνει αυτό, η ιδέα για κάποιο είδους «ευρω-ομόλογο» μοιραία θα επανέλθει – είναι το πώς θα αρχίσει να ανασυγκροτείται η ευρωπαϊκή οικονομία -η οικονομία της Ευρωζώνης αλλά και των κρατών-μελών όλης της Ένωσης- την επαύριον της άρσης των περιορισμών. Αν στο ζήτημα αυτό επικρατήσει το «καθένας για τον εαυτό του» κι «εμείς φροντίσαμε, φροντίστε κι εσείς», είναι βέβαιο ότι δεν θα υπάρχει ανάκαμψη και συγχρόνως ότι θα κινδυνέψει το ευρωπαϊκό σχέδιο.

Τότε θα είναι η στιγμή να συζητηθεί με σοβαρότητα και σε βάθος η ιδέα-υπόσχεση της Προέδρου της Επιτροπής για «ξανακοίταγμα», και μάλιστα με νέο μάτι, του προϋπολογισμού της Ένωσης, συζήτηση που, ευτυχώς, κατέληξε σε αδιέξοδο στην παρούσα φάση. Τότε θα πρέπει, επίσης, να έχουμε έτοιμο, με προετοιμασία όμως από χτες, έναν μόνιμο και επαρκή μηχανισμό αντιμετώπισης κρίσεων, μιας και ξέρουμε πια ότι Ευρωζώνη=κρίσεις κι ότι αυτές δεν αντιμετωπίζονται σωστά εάν τρέχουμε κάθε φορά να συγκροτούμε εργαλεία που δεν υπάρχουν («μηχανισμός διάσωσης της Ελλάδας» και μετά ESM, «Ταμείο βοήθειας» τώρα).

Δεν νομίζω, όμως, ότι είναι της ώρας μια πρωτοβουλία περί αλλαγής των Συνθηκών -παρότι, πράγματι, η «οικονομική διακυβέρνηση», όπως περιγράφεται στις Συνθήκες, αποδείχτηκε ανεπαρκής, σχεδόν σκιά- ή περί εκ βάθρων αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας και των εν γένει δημοσιονομικών κανόνων. Αν άνοιγε μια τέτοια συζήτηση την επαύριον της κρίσης, θα ήταν σα να δίναμε επιχειρήματα στα «γεράκια»: «σας τα λέγαμε, τα λεφτά μας ήθελαν κάποιοι, όχι αλληλεγγύη στην πανδημία».

Η ορθή, κατά τη γνώμη μου, αλληλουχία είναι: εμβάθυνση της ιδέας περί κοινής προσπάθειας, μετατροπή εξαιρετικών εργαλείων σε μόνιμα (για παράδειγμα: θα επιστρέψουν, και πότε, τα υποχρεωτικά πλεονάσματα για την Ελλάδα, εάν αρχίσει μια συντονισμένη προσπάθεια ανασυγκρότησης;), δουλειά, μέσα από τους θεσμούς και τους ανθρώπους, για να επικρατήσει η ιδέα της Ευρώπης ως λύσης και όχι ως προβλήματος. Σισύφεια πορεία, αλλά η μόνη ρεαλιστική.

* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρ. Ευρωβουλευτής και πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Σύμβουλος Διοίκησης στην Τράπεζα της Ελλάδας και εταίρος στη δικηγορική εταιρία «Λαμπαδάριος και Συνεργάτες». Τα σχόλιά του στο economico.gr δημοσιεύονται κάθε Σάββατο

Πηγή: Economico.gr