Του Κώστα Μποτόπουλου*
Ξεκινάμε σήμερα, όπως είχαμε υποσχεθεί την προηγούμενη εβδομάδα, μια κάτω από την επιφάνεια ματιά στις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας, από τις πιο τεχνικές ως τις πιο γενικές.
Έπρεπε να κλείσουν τα Χρηματιστήρια;
Ειδικά στις αγορές κεφαλαίου, που συνδέονται άρρηκτα με την «ψυχολογία» της στιγμής, οι επιπτώσεις της πανδημίας δημιούργησαν ήδη ένα κραχ για το οποίο πρέπει να εφευρεθεί νέος όρος. Αντίθετα από ό,τι γίνεται με την υπόλοιπη οικονομία, την οποία διαχειρίζονται οι πολιτικοί, το πεδίο των χρηματαγορών βρίσκεται υπό την τελική κρίση «ειδικών»: τις εποπτικές αρχές σε εθνικό (Επιτροπές Κεφαλαιαγοράς) και υπερεθνικό (ESMA για την Ευρωπαϊκή Ένωση) επίπεδο. Με αυτό το δεδομένο, και ενόψει της κατακλυσμιαίας πτώσης, της αλληλοσύνδεσης των χρηματιστηρίων και του προσιδιάζοντος σε «φυσική καταστροφή» γεγονότος που προκάλεσε αυτήν την εξέλιξη, τέθηκε από αρκετούς -και όχι μόνο «κρατιστές»- το ερώτημα μήπως θα ήταν σκόπιμο να ανασταλεί η σχετική δραστηριότητα, δηλαδή να κλείσουν, κατά μόνας ή σε συνεννόηση, χρηματιστήρια για κάποιο διάστημα.
Τα επιχειρήματα υπέρ αυτού του μέτρου δεν είναι αμελητέα: το σοκ είναι μεγάλο, απότομο, δημιουργεί και διαχέει -από ένα χρηματιστήριο σε άλλο και από ένα προϊόν στα άλλα- πανικό, έτσι ώστε μια «διοικητική διακοπή» θα έδινε μια εικόνα σοβαρότητας, θα βελτίωνε την ψυχολογία και επιπλέον θα «έσωζε» σημαντική χρηματιστηριακή αξία και θα απέτρεπε κερδοσκοπικές κινήσεις που παρουσιάζουν αυξητική τάση σε τόσο ταραγμένους καιρούς. Παρ’ όλα αυτά, ελάχιστα Χρηματιστήρια έκλεισαν, με πρώτο των Φιλιππίνων, και οι αναταράξεις, με συνολικά αρνητικό πρόσημο, αφέθηκαν να αποτελέσουν τη «νέα κανονικότητα». Η εξήγηση προκύπτει από την ίδια τη φύση της χρηματιστηριακής δραστηριότητας και μοιάζει, επιπλέον, να δικαιώνεται ακόμα και μέσα στην εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία.
Ο βασικός ρόλος των Χρηματιστηρίων είναι να αρδεύουν την πραγματική οικονομία μέσω της ρευστότητας που δημιουργείται, με το αζημίωτο φυσικά, για επιχειρήσεις αλλά και νοικοκυριά. Συμπληρωματικά χρησιμεύουν ως πυξίδες -ρόλο που δεν μπορούν να παίξουν ούτε οι κυβερνήσεις, ούτε οι τράπεζες- για την εικόνα που έχουν για την οικονομική κατάσταση οι αγορές, οι οποίες, με τη σειρά τους, διαμορφώνουν, είτε μας αρέσει είτε όχι, την αξιοπιστία των επί μέρους οικονομιών και της παγκόσμιας οικονομίας.
Το μέτρο της αναστολής διαπραγμάτευσης προβλέπεται και είναι στη διάθεση των εποπτικών αρχών, αλλά είναι αφενός contra naturam κι αφετέρου αποτελεί «πυρηνικό όπλο», που αρμόζει όχι όταν υπάρχουν δυσκολίες, ακόμα και μεγάλες, ή αβεβαιότητα, ακόμα και αξεπέραστη, αλλά όταν δεν υφίστανται οι αντικειμενικές συνθήκες για την ορθή λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς. Αυτό συνέβη την άνοιξη του 2015 στην Ελλάδα, όταν, λόγω των capital controls και του κλεισίματος των τραπεζών, δεν υπήρχε εκ των πραγμάτων ανοιχτή αγορά. Αυτό συνέβη και στις δυο περιπτώσεις κατά τις οποίες έκλεισε προσωρινά το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης τα τελευταία 30 χρόνια. Τον Οκτώβριο του 1997 (Black Monday), όταν ένα τεχνικό πρόβλημα ενεργοποίησε τους «διακόπτες κλεισίματος» (circuit breakers) και προκάλεσε ένα «ξεπούλημα» (sell-off), όταν οι διακόπτες ξανάνοιξαν. Και μια κάποια Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2001, όταν συνέβη κάτι που άλλαξε όχι το Χρηματιστήριο αλλά τον κόσμο ολόκληρο.
Μοιάζει η σημερινή πανδημία με το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους; Όχι: εκείνο το γεγονός, όσο πιο τραγικό και ξαφνικό και να ήταν, ήταν μεμονωμένο (one – off), «πέρασε» -όσο κι αν άφησε ανεξίτηλα σημάδια στο σώμα της ανθρωπότητας- κι «απορροφήθηκε» άμεσα, επιτρέποντας την επανέναρξη του Χρηματιστηρίου την επόμενη ημέρα, με γνώση των μέτρων, οικονομικού και γεωπολιτικού χαρακτήρα, που είχε λάβει εν τω μεταξύ η κυβέρνηση Μπους και, τελικά, με απώλειες που δεν ξεπέρασαν το 13%.
Σήμερα, αφήνοντας τα Χρηματιστήρια ανοιχτά, οι εποπτικές αρχές θέλησαν να καταστήσουν τις αγορές συμμέτοχο της τεράστιας προσπάθειας αντιμετώπισης της κρίσης που γίνεται σε πολιτικό επίπεδο -και σε κάποιο βαθμό δείχνουν να το πετυχαίνουν: μετά την ανακοίνωση, την περασμένη Τετάρτη, του αμερικανικού «πακέτου ανακούφισης» των 3 τρισεκατομμυρίων, ο δείκτης Dow Jones «έγραψε» τη μεγαλύτερη άνοδο από το 1931 (εποχή άλλου κραχ) και έκανε άλμα 21% σε σχέση με την κατάσταση στην οποία βρισκόταν στις 23 Μαρτίου (όταν ο Πρόεδρος Τραμπ και οι Ρεπουμπλικανοί έδειχναν να θέλουν να μπλοκάρουν το «πακέτο διάσωσης» που πρότειναν οι Δημοκρατικοί στη Γερουσία).
Το ίδιο περίπου, τηρουμένων των αναλογιών, συνέβη και στο ελληνικό Χρηματιστήριο, που «τσίμπησε» λίγο και μετά το ευρωπαϊκό, την προηγούμενη εβδομάδα, και μετά το αμερικανικό «πακέτο». Όσο κι αν έχει τεράστιο δρόμο μέχρι να αναπληρώσει, αν αναπληρώσει, τις απώλειες 27 δις ευρώ που υπέστη μεταξύ της 24ης Ιανουαρίου 2020 (το πιο ψηλό σημείο της αγοράς και το πιο κοντά στην ανάκαμψη που βρέθηκε η ελληνική οικονομία μετά το 2010) και της 23ης Μαρτίου 2020 (το χαμηλότερο σημείο στο οποίο βρέθηκε η αγορά μετά το 2014), το δρόμο αυτόν η ελληνική χρηματαγορά θα τον διανύσει με «φυσικό» τρόπο και όχι με τεχνητές «άμυνες».
Και κάτι τελευταίο: άλλο το κλείσιμο του Χρηματιστηρίου, άλλο η προσωρινή αναστολή κινήσεων όπως το short selling, την οποία έθεσαν σε εφαρμογή, σε συνεννόηση με την ESMA, χώρες σαν την Ελλάδα (ως τις 24 Απριλίου), αλλά και την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, ακόμα και τη Μεγάλη Βρετανία (επί των βελγικών και ιταλικών μετοχών). Η απαγόρευση του «σορταρίσματος» σε περιόδους μεγάλων πτώσεων, συνιστά προληπτική κίνηση κατά της κερδοσκοπίας -αν και χωρίς θεαματικά αποτελέσματα-, δεν ισοδυναμεί με σταμάτημα της λειτουργίας της αγοράς. Αυτό το τελευταίο -και ύστατο- μέτρο είναι αποφευκτέο όχι λόγω κάποιου δόγματος -προσωπικά δεν έχω, και το έχω αποδείξει, την παραμικρή συμπάθεια στην ανέλεγκτη λειτουργία των αγορών- αλλά για να διατηρείται οξυγόνο για την οικονομία -ιδίως σε τέτοιους καιρούς.
*Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρ. Ευρωβουλευτής και πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Σύμβουλος Διοίκησης στην Τράπεζα της Ελλάδας και εταίρος στη δικηγορική εταιρία «Λαμπαδάριος και Συνεργάτες». Τα σχόλιά του στο economico.gr δημοσιεύονται κάθε Σάββατο