Αλλεπάλληλα «τέστ» επιφυλάσσει το 2020 για την ελληνική οικονομία, η οποία μέσα στην τρέχουσα χρονιά αναμένεται να βρεθεί έξι φορές στο μικροσκόπιο των μεγάλων οίκων αξιολόγησης.
Πιο συγκεκριμένα :
- Ο οίκος Fitch θα δημοσιοποιήσει την αξιολόγηση του για την Ελλάδα στις 24 Φεβρουαρίου,
- Ο οίκος S&P θα ανακοινώσει τη δική του έκθεση στις 24 Απριλίου και
- Ο οίκος Moodys στις 8 Μαΐου.
- Στο δεύτερο εξάμηνο του έτους ο οίκος Fitch θα δώσει το «χρησμό» του για την Ελλάδα στις 24 Ιουλίου,
- Ο οίκος S&P στις 23 Οκτωβρίου και ο
- Ο οίκος Moodys στις 6 Νοέμβριου.
Τα στοιχήματα που θα κρίνουν το πρόσημο των επικείμενων αξιολογήσεων είναι αυτά της ανάπτυξης, η οποία έχει βάσεις, αλλά χρειάζεται περισσότερες επενδύσεις, των δημόσιων οικονομικών, τα οποία έχουν βελτιωθεί αισθητά, αλλά η μετάβαση σε ένα νέο μείγμα πολιτικής, με χαμηλότερη φορολογία και παράλληλη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, δεν είναι εύκολη και σίγουρα όχι γρήγορη, και η εικόνα των τραπεζών, όπου το σχέδιο «Ηρακλής» για την μείωση των κόκκινων δανείων είναι ένα βήμα στη σωστή κατεύθυνση αλλά δεν αρκεί
Παρά την αισιοδοξία που εκπέμπεται από το οικονομικό επιτελείο, αρκετοί αναλυτές εκτιμούν πως η αναβάθμιση της Ελλάδας στη βαθμίδα «ΒΒΒ-» που θα καταστήσει επιλέξιμα τα ελληνικά ομόλογα για το πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ (QE), ίσως θα καθυστερήσει περισσότερο από ότι αναμένει η ελληνική κυβέρνηση. Για να μην καθυστερήσει, θα πρέπει η χώρα να επιτύχει διατηρήσιμη ανάπτυξη και το τραπεζικό σύστημα να απελευθερωθεί γρήγορα από το μεγάλο απόθεμα «κόκκινων» δανείων.
Όταν τα ελληνικά ομόλογα καταστούν επιλέξιμα από την ΕΚΤ, τότε θα συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα QE, κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα να αποκλιμακωθούν ακόμη περισσότερο οι αποδόσεις τους.
Σήμερα η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου είναι στο 1,44% και το spread, δηλαδή η διαφορά απόδοσης με το γερμανικό ομόλογο αναφοράς είναι στις 163 μονάδες βάσης, όταν πριν ένα χρόνο ήταν στις 425 μονάδες βάσης.