Την πρώτη τους συνάντηση θα έχουν σήμερα στη Φρανκφούρτη ο πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης και η επικεφαλής της Ευρωπαίκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Κριστίν Λαγκάρντ. Ο πρωθυπουργός και η σιδηρά κυρία της ΕΚΤ θα έχουν την ευκαιρία να συζητήσουν σε πρώτη φάση μόνοι τους και στη συνέχεια θ ακολουθήσει διευρυμένη συνάντηση παρουσία του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα, του προϊσταμένου του γραφείου Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του πρωθυπουργού, Δημήτρη Μητροπούλου και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα.
Τα κέρδη των ομολόγων
Μολονότι η συνάντηση δεν έχει ατζέντα, είναι προφανές ότι η ελληνική αποστολή προσέρχεται στη συνάντηση με βασική επιδίωξη να βρει στήριξη στην προσπάθεια που έχει ήδη ξεκινήσει για την αλλαγή χρήσης των κερδών ομολόγων ώστε να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις, τη μείωση των πλεονασμάτων (από το 3,5% του ΑΕΠ στο 2% του ΑΕΠ από το 2021) αλλά και στον τερματισμό της Ενισχυμένης Εποπτείας.
Δεδομένου, δε, ότι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ΕΚΤ βρίσκεται αυτή τη στιγμή το ευαίσθητο θέμα της κατάργησης της προστασίας της α΄ κατοικίας και η υιοθέτηση ενός νέου πλαισίου για την αφερεγγυότητα ιδιωτών, μπορεί να προεξοφληθεί ότι οι απόψεις που θα ανταλλαγούν θα διαμορφώσουν τις σχετικές κυβερνητικές πρωτοβουλίες τους επόμενους μήνες.
Αφορμή για τη συνάντηση αυτή δίνει το δείπνο που θα παρατεθεί το βράδυ της Τρίτης με τιμώμενο πρόσωπο τον Μπενουά Κερέ, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος και αποχωρεί.
Ο πρωθυπουργός θα προσέλθει στη συνάντηση αποφασισμένος να αναδείξει το μεταρρυθμιστικό σχέδιο της κυβέρνησης αλλά και τη σοβαρή και συστηματική δουλειά που γίνεται για την προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα.
Επίσης, είχε καταστήσει σαφές, επίσης, ότι επιθυμητό είναι «να επιστρέψουμε στο πρώτο εξάμηνο του 2021 στην επενδυτική βαθμίδα και να έχουμε πρόσβαση στο φθηνό χρήμα της ΕΚΤ». Ο λόγος για το QE, που αποτελεί, μαζί με το θέμα των τραπεζών και των «κόκκινων» δανείων, το πλέγμα των επαφών του ελληνικού διαπραγματευτικού επιτελείου με τη νέα επικεφαλής της ΕΚΤ.
Στο πλαίσιο της επίσκεψής του στη Φρανκφούρτη, ο πρωθυπουργός έχει προγραμματίσει και συνάντηση με τους Έλληνες υπαλλήλους της ΕΚΤ για ανταλλαγή ευχών.
Οι δηλώσεις της Λαγκάρντ
Η «σιδηρά κυρία» της ΕΚΤ την προηγούμενη εβδομάδα αναφέρθηκε, κατά την πρώτη της συνέντευξη Τύπου, και πάλι υποστηρικτικά προς την Ελλάδα. Η κυρία Λαγκάρντ ανέφερε ότι «πρώτα από όλα θα ήθελα να επαινέσω την Ελλάδα. Έχω μακρύ παρελθόν με την Ελλάδα από διαφορετικές θέσεις. Είμαι πραγματικά πολύ ευχαριστημένη που βλέπω την πρόοδο, την ανάκαμψη και τα αποτελέσματα. Είναι πολύ εντυπωσιακά τόσο ως προς την ανάπτυξη όσο και ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα. Έχω τις απόψεις μου γι’ αυτό. Δεν χρειάζεται να τις επαναλάβω».
Για το QE πρόσθεσε ότι «έχει συγκεκριμένα κριτήρια επιλεξιμότητας. Είναι προς όφελος του συνόλου του Ευρωσυστήματος και της Ευρωζώνης. Eικάζω ότι, όσο γρηγορότερα η Ελλάδα διαθέτει αυτά τα κριτήρια επιλεξιμότητας, θα είναι αυτόματα επιλέξιμη γι’ αυτά τα προγράμματα. Έως τότε θα πρέπει να σεβαστούμε τα κριτήρια επιλεξιμότητας και να τηρούμε τους κανόνες»…
«Επανεξέταση»
Την άποψη ότι οι στόχοι πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5%, στους οποίους έχει δεσμευτεί η Ελλάδα, πρέπει «να επανεξεταστούν με μεγάλη προσοχή» είχε εκφράσει η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και κατά τη διάρκεια ακρόασής της ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου στις Βρυξέλλες, πριν αναλάβει τα καθήκοντά της. Είχε ερωτηθεί σχετικά με την πάγια θέση του ΔΝΤ για τα ελληνικά πλεονάσματα και το κατά πόσο θα την υπερασπιστεί από τη θέση της προέδρου της ΕΚΤ. Τότε απάντησε ότι «η άποψη του ΔΝΤ και η δική μου, μιλώντας ακόμη ως ΔΝΤ, είναι ότι ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% της Ελλάδας είναι υπερβολικός και ασκεί υπερβολική πίεση στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, στην οποία στοχεύαμε. Το ΔΝΤ συνεχίζει να έχει την ίδια άποψη και, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται στη φάση ανάκαμψης, είναι κάτι που θα πρέπει να επανεξετάσουμε με μεγάλη προσοχή».
Σε άλλη ερώτηση, για τις πολιτικές λιτότητας, είχε επισημάνει ότι, «ειδικά στο τελευταίο μέρος του προγράμματος, το ΔΝΤ είχε εκφράσει επίσημα την άποψη ότι οι απαιτήσεις από την Ελλάδα ήταν υπερβολικές, δεδομένων των δυνατοτήτων της, και ότι το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% θα πρέπει να αντικατασταθεί με στόχο μεταξύ 1,5% και 2% μάξιμουμ.