Σημαντικές δυσκολίες έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην αναμέτρησή τους με τους ευρωπαίους, που αποδεικνύουν ότι ως προς την επιμονή στις πολιτικές λιτότητας και την τήρηση των μνημονιακών δεσμεύσεων δεν κάνουν διακρίσεις με βάση τον πολιτικό προσανατολισμό των κυβερνήσεων.

Λίγες μέρες μετά την εκλογική νίκη η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη διαπιστώνει και αυτή ότι η διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς» κάθε άλλο παρά εύκολη θα είναι

Όποιος έχει μελετήσει την ιστορία της περιόδου των μνημονίων θα διαπιστώσει ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν έκαναν διακρίσεις στη βάση  ιδεολογικών  προτιμήσεων. Αντίθετα, φέρθηκαν με ανάλογα κάθετα τρόπο και στον Αντώνη Σαμαρά και στον Αλέξη Τσίπρα, όταν ζήτησαν ένα κρίσιμο δημοσιονομικό περιθώριο να μπορούν να κινηθούν πολιτικά.

Για τον λόγο αυτόν παίρνουν φωτιά οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για τις νέες φορολογικές παρεµβάσεις που σχεδιάζει η κυβέρνηση εν όψει της κατάθεσης του σχετικού νοµοσχεδίου µέσα στον Αύγουστο αλλά και της σύνταξης του προϋπολογισµού του 2020 για το οποίο οι διαπραγµατεύσεις θα κορυφωθούν τον Σεπτέµβριο.

 

Όμως, οι φορολογικές μειώσεις που έχει ανακοινώσει, σε συνδυασμό με το ότι στο πρόγραμμά της η κυβέρνηση έχει ενσωματώσει σιωπηρά και τη μη μείωση του αφορολόγητου που ψήφισε η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, δύσκολα μπορούν να γίνουν εφικτές με τήρηση των ορίων με τα πλεονάσματα.

Η Τράπεζα της Ελλάδας

Μάλιστα, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει κάνει την εκτίμηση ήδη από πριν από τις εκλογές ότι το πιθανότερο σενάριο για το φετινό πρωτογενές πλεονάσματα προβλέπει ότι αυτό θα φτάσει το 2,9% αρκετά κάτω από το συμφωνημένο 3,5%. Πάντως, πρωτογενές  πλεόνασμα ύψους 382 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα 1,573 δισ. ευρώ παρουσίασε ο προϋπολογισμός το εξάμηνο Ιανουάριος- Ιούνιος 2019, κυρίως λόγω των επιπλέον εσόδων 1,119 δισ. ευρώ που αφορά το τίμημα (εκτός ΦΠΑ) της επέκτασης της σύμβασης παραχώρησης του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών και 644 εκατ. ευρώ από ANFAs τον Μάιο 2019.

Υπάρχει ο αντίλογος ότι θα μπορούσαν όλα αυτά να γίνουν εφικτά με την επίτευξη σημαντικά υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης (π.χ. 4%) οπότε θα υπήρχε και πολύ μεγαλύτερη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, όμως σε πρώτη φάση αυτό δεν φαντάζει εφικτό.

Αντίθετα, η θέση της κυβέρνησης, όπως και της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι ότι σήμερα χρειάζεται μια μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, που θα επιτρέψει μια μικρή χαλάρωση  της φορολογικής επιβάρυνσης ικανή να επιτρέψει ένα μέρος των διαθέσιμων πόρων να πάει σε δραστηριότητες με αναπτυξιακό ορίζοντα και θα επιτρέψει και μια κρίσιμη αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης.

Οι αντιρρήσεις

Μέχρι τώρα η επίσημη θέση των εκπροσώπων των ευρωπαϊκών θεσμών είναι ότι τα συμφωνηθέντα πρέπει να τηρηθούν. Αυτό αντανακλά και έναν πολιτικό φόβο για τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να είχε για την Ελλάδα η εικόνα ότι η ΕΕ αλλάζει επί το χαλαρότερο τα κριτήρια ενός προγράμματος (εν προκειμένω μιας συμφωνίας για την αυξημένη επιτήρηση «μετά το πρόγραμμα»). Αυτό το φόβο ότι λίγο πολύ δεν είναι δυνατό να αλλάζουν τα συμφωνηθέντα, τον είχαν συναντήσει και άλλες κυβερνήσεις στο παρελθόν και ήταν και το βασικό πεδίο διαπραγμάτευσης στο πρώτο εξάμηνο του 2015.

Η λογική των εκπροσώπων της ΕΕ είναι ότι πρώτα πρέπει να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις και να προχωρήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις, να εκτιμηθεί η δυναμική που έχουν ως προς τα δημοσιονομικά και μετά να γίνει η διαπραγμάτευση.

Το τόνο έδωσε μιλώντας στο συνέδριο του Economist στο Λαγονήσι ο επικεφαλής του Euroworking Group Χανς Φάιλμπριφ: «Δεν ισχύει η θέση ότι η μεγάλη ανάπτυξη προκύπτει από χαμηλά πλεονάσματα. Ανήκω σε  άλλη σχολή σκέψης. Πρώτα οι μεταρρυθμίσεις, η απόδειξη της αξιοπιστίας και μετά οι συνομιλητές θα μπορούν ενδεχομένως να μιλήσουν για αλλαγή των στόχων».

Αντίστοιχα, ο επικεφαλής του κλιμακίου της Κομισιόν στην Ελλάδα Ντέκλαν Κοστέλο επέμεινε ότι είναι πολιτικά πολύ δύσκολη η αλλαγή των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος, ζήτησε να σταματήσει η μείωση των δημόσιων επενδύσεων και όρισε ως προτεραιότητες την ενέργεια, το κτηματολόγιο, το άνοιγμα των αγορών.

 

Ο Ρέγκλινγκ

Ο μόνος εκ των ευρωπαίων αξιωματούχων που φάνηκε να δίνει φαινομενικά μια διέξοδο ήταν ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ. Μιλώντας και αυτός στο Συνέδριο του Economist υποστήριξε ανάμεσα στα άλλα ότι: «Οποιαδήποτε αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών πολιτικών θα πρέπει να στοχεύει στην προώθηση της ανάπτυξης, διασφαλίζοντας παράλληλα την επίτευξη του συμφωνηθέντος πρωτογενούς πλεονάσματος. Μία μείωση των φορολογικών συντελεστών, για παράδειγμα, θα μπορούσε να συνδυαστεί με μια ευρύτερη φορολογική βάση. Επίσης, ο διαθέσιμος χώρος πρέπει να χρησιμοποιείται για παραγωγικές δαπάνες, όπως δημόσιες επενδύσεις».

Ουσιαστικά, ο κ. Ρέγκλινγκ επιμένει και αυτός στο ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα παραμένουν αδιαπραγμάτευτα και εάν θέλει η κυβέρνηση να προχωρήσει στις μειώσεις φόρων για τις οποίες έχει δεσμευτεί, τότε θα πρέπει να «θυσιάσει» τη μη μείωση του αφορολόγητου. Γιατί στην ιδιόλεκτο των «θεσμών» αυτό σημαίνει «διεύρυνση της φορολογικής βάσης».

Μόνο που στην ελληνική περίπτωση το να υπάρξει μείωση του αφορολόγητου ορίου στην πραγματικότητα σημαίνει αύξηση της φορολογίας και μάλιστα για τους τα πιο χαμηλά αμειβόμενα τμήματα της μισθωτής εργασίας, κάτι που πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αποδεχτεί η ελληνική κυβέρνηση.

Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα

Είναι προφανές ότι όλα αυτά διαμορφώνουν εξαρχής ένα αρκετά δύσβατο τοπίο για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, παρά τον αισιόδοξο τόνο που προσπάθησαν να δώσουν πηγές του υπουργείου Οικονομικών μετά τον πρώτο γύρο επαφών που είχαν με τους εκπροσώπους των «θεσμών». Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και οι τομές για τις οποίες έχει δεσμευτεί η ΝΔ, όπως η επιτάχυνση των διαδικαστικών διαδικασιών για το Ελληνικό, το νέο θεσμικό πλαίσιο για τις επενδύσεις, η προσπάθεια για τις ιδιωτικοποιήσεις (που ειδικά στην περίπτωση της ΔΕΗ δεν δείχνουν τόσο εύκολη υπόθεση), δεν πρόκειται να έχουν άμεσα αναπτυξιακά και δημοσιονομικά αποτελέσματα. Και μπορεί να υπάρχει η αισιοδοξία από την έκδοση 7ετούς ομολόγου με επιτόκιο κάτω από 2%, όμως αυτό από μόνο του δεν λύνει το πρόβλημα των αναγκαίων αλλαγών στη δημοσιονομική πολιτική.