Η κυβέρνηση παίρνει πίσω τα αντίμετρα ελάφρυνσης της μεσαίας τάξης

Την ώρα που η κυβέρνηση αναγνωρίζει στα λόγια ότι η επιβάρυνση της μεσαίας τάξης τα προηγούμενα χρόνια ήταν ένας από τους βασικούς λόγους της εκλογικής ήττας της στις ευρωεκλογές και υπόσχεται να τη βάλει στο εξής στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της, στην πράξη αναιρεί τις ίδιες τις εξαγγελίες της, ακυρώνοντας ψηφισμένες διατάξεις σε αυτή την κατεύθυνση.

Σύμφωνα με υψηλόβαθμη πηγή του οικονομικού επιτελείου, όπως γράφει η Ειρήνη Χρυσολωρά στην Καθημερινή, η κυβέρνηση μαζί με την κατάργηση  της μείωσης του αφορολογήτου από 1/1/2020,  «τελειώνει» και τα αντίμετρα που τη συνόδευαν και στόχευαν στην ελάφρυνση της μεσαίας τάξης με τροπολογία που θα καταθέσει την παραμονή της διάλυσής της Βουλής.

Σε κάθε περίπτωση, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός εξήγγειλε την κατάθεση της τροπολογίας, ενώ λίγες ημέρες πριν, υψηλόβαθμος αξιωματούχος στο υπουργείο Οικονομικών διαβεβαίωνε ότι δεν θα έρθει τέτοια τροπολογία.

Τα αντίμετρα του 2020, που ψηφίστηκαν με τον ίδιο νόμο (ν. 4472/2017) με τον οποίο προβλεπόταν η μείωση του αφορολογήτου, περιλαμβάνουν:

1. Κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για εισοδήματα έως 30.000 ευρώ και μειώσεις για υψηλότερα εισοδήματα.

2. Μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος από 22% σε 20%.

3. Μείωση του ΕΝΦΙΑ έως 70 ευρώ.

4. Μείωση στο 26% του συντελεστή φορολογίας των κερδών των επιχειρήσεων.

Βεβαίως, η κυβέρνηση αναμένεται να υποστηρίξει ότι ο πρωθυπουργός έχει εν τω μεταξύ εξαγγείλει άλλα μέτρα για το 2020, τα οποία υποκαθιστούν εν μέρει την κατάργηση των αντιμέτρων. Αυτά, όμως, μένει να ψηφιστούν με τον προϋπολογισμό του 2020, όπως έχει πει ο πρωθυπουργός, επομένως παραπέμπονται στις… κάλπες.

Τα νέα «αντίμετρα»

Εκτός αυτού, τα εξαγγελθέντα μέτρα: 1. Δεν περιλαμβάνουν μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος. 2. Για την ειδική εισφορά αλληλεγγύης που πλήττει τη μεσαία τάξη προβλέπουν κατάργησή της για εισοδήματα έως 20.000 ευρώ και όχι έως 30.000 ευρώ που ορίζουν τα αντίμετρα. 3. Για τον ΕΝΦΙΑ, ουσιαστικά εγκαταλείπονται τα σχέδια και προβλέπεται μόνο η μείωσή του σε νησιά με λιγότερους από 1.000 κατοίκους. Τα άλλα μέτρα που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός για το 2020 προβλέπουν αύξηση του συντελεστή αποσβέσεων των επενδύσεων, επιδότηση ασφαλιστικών εισφορών για νέους, μείωση του μεσαίου συντελεστή ΦΠΑ, επαναφορά του μειωμένου συντελεστή φορολόγησης για τα νησιά με έως 3.100 κατοίκους, αύξηση του επιδόματος θέρμανσης σε ορεινές περιοχές, μείωση 10% του φόρου στους συνεταιρισμούς αγροτών και έκπτωση στο φορολογητέο εισόδημα των τόκων στεγαστικών.

Η απάντηση της Κομισιόν

Για όλα αυτά, η έκθεση της Κομισιόν χθες απάντησε με το αποστομωτικό: «Επί του παρόντος, αυτές οι ανακοινώσεις παραμένουν δηλώσεις προθέσεων μελλοντικής πολιτικής και η εκτίμηση της ποιότητάς τους και της επίπτωσής τους στην επίτευξη των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων θα γίνει αν μπουν πραγματικά στο τραπέζι λεπτομερείς προτάσεις».

Η κατάργηση του συνολικού πακέτου με τη μείωση του αφορολογήτου και των αντιμέτρων είναι δημοσιονομικά ουδέτερη. Δηλαδή, καταργούνται μέτρα (το αφορολόγητο) που θα αύξαναν τα έσοδα κατά 1,9 δισ. ευρώ (1% του ΑΕΠ) και ταυτόχρονα αντίμετρα που θα μείωναν ισόποσα τα έσοδα. Ετσι, η κυβέρνηση μπορεί να υποστηρίξει ότι δεν προκαλεί επιβάρυνση στον προϋπολογισμό και δεν διαταράσσει την επίτευξη του  δημοσιονομικού στόχου.

Ομως, ο στόχος έχει ήδη παραβιαστεί με τα φετινά μέτρα, τα οποία θα ισχύσουν και το 2020, σύμφωνα τουλάχιστον με την εκτίμηση της Κομισιόν. Τα επιπλέον μέτρα του 2020, εξάλλου, που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση προκαλούν ένα βάρος στον προϋπολογισμό της τάξεως του 0,6% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις δικές της εκτιμήσεις, αλλά 1,2%-1,5% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, η οποία συνυπολογίζει και το κόστος από τη ρύθμιση των 120 δόσεων (0,3%-0,6% του ΑΕΠ). Ακόμη κι αν μειωνόταν ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,5%, η επίτευξή του δεν θα ήταν δυνατή.