Την άποψη ότι η ελληνική κυβέρνηση, τελικά, αφού θα υποστεί μεγάλες και ασφυκτικές πιέσεις, θα λάβει κάποιο χρόνο, προκειμένου να προετοιμάσει το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που υποστηρίζει ότι μπορεί να βγάλει τη χώρα από την ύφεση απαλύνοντας την λιτότητα αλλά τηρώντας ταυτόχρονα της δεσμεύσεις της χώρας έναντι των εταίρων της διατυπώνει το αμερικανικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Αναλύσεων Stratfor που είθισται να εκφράζει την άποψη των κυρίαρχων κύκλων στις ΗΠΑ.
Η άποψη αυτή μάλιστα διατυπώνεται ενώ ήδη είναι εντατικές οι επαφές ανάμεσα στο οικονομικό επιτελείο της ελληνικής κυβέρνησης και στην αμερικανική αντιπροσωπεία που βρίσκεται στην Αθήνα από την Πέμπτη αποτελούμενη από τους τον υφυπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, Νταλίπ Σάιν και την επικεφαλής του γραφείου Ευρώπης και Ευρασίας του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών, Λια Μπούζις.
Σύμφωνα με την προσέγγισή του Ινστιτούτου οι δύο σημαντικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών είναι η απόφαση της ΕΚΤ για τα ελληνικά ομόλογα και η ανοιχτή διαφωνία ανάμεσα στον γερμανό Υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και στον έλληνα ομόλογό του Γιάνη Βαρουφάκη κατά τη συνάντησή τους στο Βερολίνο την Πέμπτη, όπου με ήπιο, μεν, αλλά σαφή τρόπο, ο πρώτος υπογράμμισε ότι η γερμανική πλευρά δεν δέχεται την λογική ενός «προγράμματος – γέφυρα».
Οι εξελίξεις αυτές, υποστηρίζει η συγκεκριμένη ανάλυση, προφανώς φέρνουν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την ελληνική κυβέρνηση, η οποία πλέον είναι σαν να έχει ένα πιστόλι στον κρόταφο και καλείται πιεστικά να δεχτεί την παράταση του υφιστάμενου προγράμματος, κάτι που εκτιμάται ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο λόγω της σαφούς προεκλογικής και μετεκλογικής δέσμευσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Κατά το Stratfor, όμως, φέρνουν σε δύσκολη θέση και την Γερμανία, παρά το αγέρωχο και άκαμπτο ύφος που τηρεί. Και αυτό γιατί πλέον βρίσκεται ενώπιον ενός ξεκάθαρου διλήμματος, ιδιαίτερα και μετά την απόφαση της ΕΚΤ την Τετάρτη το βράδυ: να διαλέξει αν θα συναινέσει στην έξοδο μιας χώρας από την Ευρωζώνη ή αν θα υποχωρήσει στο ελληνικό αίτημα για χρόνο και επαναδιαπραγμάτευση ενός προγράμματος.
Το αμερικανικό Ινστιτούτο υποστηρίζει ότι το Βερολίνο, παρά τα δημοσιεύματα και τις μεθοδευμένες διαρροές, γνωρίζει πολύ καλά ότι η πρώτη επιλογή, δηλαδή ένα Grexit, θα έχει σοβαρές συνέπειες για την Ευρωζώνη, θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για ενδεχόμενη ανάλογη κίνηση και άλλων χωρών και απομακρύνει την επιθυμία του για ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενοποίησης υπό την ηγεμονία του. Το Βερολίνο γνωρίζει επίσης ότι αν δώσει στην Ελλάδα χρόνο και δικαίωμα επαναδιαπραγμάτευσης ενός προγράμματος, δεδομένων των συνθηκών, θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως αποδοχή της προοπτικής αναδιαπραγμάτευσης των όρων αποπληρωμής των χρεών και της εφαρμογής μέτρων δημοσιονομικής αυστηρότητας στις χώρες μέλη της ΟΝΕ.
Πρακτικώς λοιπόν, καταλήγει το Stratfor, η γερμανική ηγεσία έχει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο αρνητικές εξελίξεις για τους δικούς της σχεδιασμούς. Μέχρι στιγμής, φαίνεται να διαλέγει την πρώτη επιλογή ασκώντας ασφυκτική πίεση και εμφανιζόμενη αμετακίνητη απέναντι σε οποιοδήποτε αίτημα αλλαγής του status quo.
Εντούτοις, το αμερικανικό think tank εκτιμά ότι το πιθανότερο είναι η επιλογή του Βερολίνου να μην μείνει αυτή μέχρι τέλους. Βέβαια, η τήρηση σκληρής στάσης μέχρι ίσως και την τελευταία στιγμή θεωρείται σίγουρη καθώς η γερμανική ηγεσία δεν θέλει να δώσει κανένα δείγμα αδυναμίας και επιδιώκει να παρουσιάσει, ακόμη και την επίτευξη μιας συμφωνίας με την Αθήνα, ως συμμόρφωση της δεύτερης στους κανόνες για να μην «γεννιούνται ιδέες» σε άλλους. Το βέβαιο είναι, κατά τo Stratfor ότι το καλύτερο που μπορεί να συμβεί στην παρούσα φάση και προκειμένου να διασφαλίσουν όλες οι πλευρές τη στοιχειώδη αξιοπιστία ως προς τις θέσεις που έχουν διατυπώσει είναι μια βραχυπρόθεσμη συμφωνία που θα δώσει εκατέρωθεν χρόνο για επεξεργασία της επόμενης μέρας στη σχέση αυτή χωρίς δράματα.