Τι περιμένουν εργοδότες και εργαζόμενοι για να υπογραφούν νέες κλαδικές συμβάσεις

Πρώτα θα περιμένουν να δουν αν και πόσο θα αυξηθεί από την κυβέρνηση ο κατώτατος μισθός και έπειτα, οι επιχειρηματίες,ενδεχομένως, θα συζητήσουν με τους εργαζομένους για το αν και πόσο θα δεχτούν περαιτέρω αύξηση των μισθών ανά κλάδο, πολλώ δε μάλλον κατά εταιρεία.

‘Αλλωστε,”πάγο” στην υπογραφή νέων κλαδικών συλλογικών συμβάσεων έχει βάλει εμμέσως, η ίδια η κυβέρνηση εν όψει της αναδιαμόρφωσης του εθνικού κατώτατου μισθού έως τις αρχές του 2019.

Σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr (ρεπορτάζ Δημήτρης Κατσαγάνης) σχεδόν καμία κλαδική εργοδοτική οργάνωση δεν φαίνεται διατεθειμένη να προχωρήσει σε αποφασιστικές διαπραγματεύσεις με το αντίστοιχο κλαδικό εργατικό σωματείο για τον καθορισμό του κλαδικού βασικού μισθού προτού καθοριστεί από την κυβέρνηση ποιο θα είναι το ύψος του νέου κατώτατου μισθού.

Την ίδια με τους εκπροσώπους των κλαδικών εργοδοτικών οργανώσεων –αρνητική για την ώρα– διάθεση για υπογραφή επιχειρησιακών συμβάσεων έχουν και ιδιοκτήτες μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίοι επίσης αποφεύγουν να ανανεώσουν ή να υπογράψουν εξαρχής συλλογικές συμβάσεις εργασίας με το προσωπικό τους, μέχρι τουλάχιστον να αποφασιστεί από την κυβέρνηση ο νέος κατώτατος.

Πώς θα καθοριστούν οι μισθοί

Το ζήτημα είναι ότι τόσο οι κλαδικές όσο και οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις πρέπει να προβλέπουν, βάσει νόμου, βασικούς μισθούς (κλαδικούς και έπειτα επιχειρησιακούς αντιστοίχως) ανώτερους από τον κατώτατο μισθό του ανειδίκευτου εργάτη.

Πιο συγκεκριμένα, μετά την επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων από τον περασμένο Αύγουστο, ο κλαδικός βασικός μισθός θα πρέπει να καταβάλλεται και από τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν είναι μέλη της κλαδικής εργοδοτικής οργάνωσης που υπογράφει μια συλλογική σύμβαση με το εργατικό σωματείο του ίδιου κλάδου (εφόσον στις επιχειρήσεις-μέλη της κλαδικής οργάνωσης εργάζεται το 51% των εργαζομένων του κλάδου).

Και λόγω της επαναφοράς της ισχύος της αρχής της “ευνοϊκότερης ρύθμισης”, θα πρέπει ο βασικός μισθός σε μια επιχείρηση να είναι μεγαλύτερος όχι μόνο από τον εθνικό κατώτατο μισθό, αλλά και από τον κλαδικό βασικό μισθό.

Διαβουλεύσεις 4 μηνών 

Ιδιαίτερα δαιδαλώδης, αλλά και χρονικά ασφυκτική, είναι η διαδικασία διαβουλεύσεων 4 μηνών που προβλέπει το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο για τον επανακαθορισμό του κατώτατου μισθού.

Και αυτό γιατί σε αυτήν εμπλέκονται άμεσα δύο υπουργεία (Εργασίας, Οικονομικών), εμπειρογνώμονες δέκα φορέων διαφορετικής σημασίας (π.χ. από την ΤτΕ και τον ΟΑΕΔ μέχρι το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ), το ΚΕΠΕ, αλλά και οι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΕΣΕΕ).

Μάλιστα, η διαβούλευση όλων των παραπάνω (υπ. Εργασίας, ΥΠΟΙΚ, εμπειρογνωμόνων, ΚΕΠΕ κ.λπ.), η οποία έχει ήδη ξεκινήσει και θα “τρέξει” τον ερχόμενο Οκτώβριο-Νοέμβριο, πρέπει να καταλήξει σε ένα πόρισμα για το ύψος του νέου κατώτατου μισθού γύρω στα τέλη Νοεμβρίου – τέλη Δεκεμβρίου 2018.

Το πόρισμα αυτό απλώς θα ληφθεί υπ’ όψιν” από την υπ. Εργασίας, κυρία Έφη Αχτσιόγλου. Έπειτα, έως στα τέλη Ιανουαρίου, η κυρία Αχτσιόγλου θα καταθέσει τη δική της πρόταση στο υπουργικό συμβούλιο, το οποίο θα αποφασίσει εντέλει για το ύψος του νέου κατώτατου.

Σενάρια

Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, η κυβέρνηση προωθεί για το 2019 αύξηση τουλάχιστον 2% στον κατώτατο μισθό. Σε περίπτωση που η κυβέρνηση επιμείνει σε αύξηση άνω του 2%, κύκλοι κοντά σε εργοδοτικές οργανώσεις αναφέρουν στο “Κ” πως μπορεί να προταθεί από μέρους των εργοδοτών, ταυτόχρονα με την αύξηση 2% των μικτών αποδοχών, μείωση της εργατικής εισφοράς υπέρ της επικουρικής ασφάλισης κατά 0,5%. Μια τέτοια μείωση θα ισοδυναμούσε με αντίστοιχη αύξηση των καθαρών αποδοχών των εργαζομένων και, έτσι, μια συνολική αύξηση 2,5%.