Ιδιαιτέρως σημαντική απόφαση τόσο για την Ευρωζώνη όσο και για την Ελλάδα χαρακτήρισε ο πρώην Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Γιάννος Παπαντωνίου τις χθεσινές ανακοινώσεις για ποσοτική χαλάρωση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Μάριο Ντράγκι.
«Η απόφαση της ΕΚΤ για αγορές κρατικών ομολόγων ύψους €1, 1 τρισ. έως τον Σεπτέμβριο 2016 αποτελεί το σημαντικότερο και περισσότερο ολοκληρωμένο βήμα οικονομικής πολιτικής της Ευρωζώνης για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους που εκδηλώθηκε το 2010, με την παροχή του πρώτου δανείου διάσωσης στην Ελλάδα», σημείωσε και πρόσθεσε ότι «τα προηγούμενα βήματα ήταν ατελή, δεν εντάσσονταν σε ένα συνολικό σχέδιο και, τελικά, δεν απέδωσαν αποτελέσματα. Ο Μηχανισμός Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας διαθέτει πολύ περιορισμένα κεφάλαια για την καταπολέμηση χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Η Τραπεζική Ένωση είναι εν μέρει εικονική, δεδομένου ότι κυριαρχείται από τις εθνικές εποπτικές αρχές και δεν διαθέτει επαρκείς πόρους για τη διάσωση των συστημικών τραπεζών».
Σε ό,τι αφορά στην ενίσχυση των δημοσιονομικών ελέγχων ο κ. Παπαντωνίου επισημαίνει ότι «χρησιμοποιήθηκε για λάθος σκοπό, την επιβολή υπερβολικής λιτότητας που βύθισε τη νομισματική ένωση σε παρατεταμένη ύφεση, ενώ τραυμάτισε καίρια τον οικονομικό και κοινωνικό ιστό στις χώρες της περιφέρειας. Η κατάσταση στη χώρα μας, ιδιαίτερα, σήμερα είναι τραγική. Η δέσμη μέτρων που ανακοίνωσε η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την τόνωση των επενδύσεων σε υποδομές είναι σε θετική κατεύθυνση αλλά δεν αρκεί για να κινητοποιήσει την αναπτυξιακή διαδικασία» και συνεχίζει λέγοντας ότι «η ηγεσία της ΕΚΤ κατόρθωσε να ξεπεράσει τις γερμανικές αντιδράσεις καθώς και τους περιορισμούς της Συνθήκης του Μάαστριχτ, και να εναρμονίσει την ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική στις απαιτήσεις της οικονομικής συγκυρίας ακολουθώντας τα επιτυχημένα πρότυπα άλλων κεντρικών τραπεζών, όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Κατοχύρωσε τη θέση της ως ‘δανειστή έσχατης ανάγκης’. Η κίνηση της ΕΚΤ αποτελεί μια τεράστια ευκαιρία για την Ελλάδα. ΄Αν, και όταν ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, θα μπορέσει να μειώσει δραστικά το κόστος δανεισμού, να επιστρέψει στις αγορές, να απαλλαγεί από ταπεινωτικά σχήματα εποπτείας και , αξιοποιώντας την αυξημένη ρευστότητα, να δημιουργήσει συνθήκες οικονομικής ανάκαμψης. Προϋπόθεση συμμετοχής στην ποσοτική χαλάρωση είναι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης της τελικής φάσης του Δεύτερου Μνημονίου και η ένταξη στο μεταβατικό καθεστώς της Πιστωτικής Γραμμής με Ενισχυμένους Όρους. Η κυβέρνηση που θα προκύψει στις 26 Ιανουαρίου, της οποίας σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις θα ηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να σχεδιάσει με εξαιρετική προσοχή τη διαπραγματευτική της τακτική ώστε να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις και να μη χάσει την ευκαιρία. Προς το παρόν, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποδέχεται το διαπραγματευτικό πλαίσιο της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης και αντιπαραθέτει ένα εναλλακτικό πλαίσιο, προβάλλοντας μη ρεαλιστικές εξαγγελίες για νέες δαπάνες και αναστολή ή ακύρωση μεταρρυθμίσεων. Η χώρα κινδυνεύει να εμπλακεί σε ατέρμονες συζητήσεις με τους εκπροσώπους των δανειστών. Όσο θα εξαντλείται ο χρόνος εκπνοής των προθεσμιών – περίπου τρεις μήνες – θα εντείνεται η χρηματοοικονομική στενότητα στην οικονομία και το τραπεζικό σύστημα προκαλώντας κατάρρευση της εμπιστοσύνης και νέα κρίση, που θα ενεργοποιήσει διαδικασίες αναζήτησης τρίτου δανείου διάσωσης και, ενδεχομένως, εξόδου από το ευρώ. Σπάνια, σε μια διαπραγμάτευση το διακύβευμα είναι τόσο σοβαρό. Η επιτυχία θα ανοίξει το δρόμο προς την ανάκαμψη και, σε επόμενη φάση, την ουσιαστική ελάφρυνση του βάρους του χρέους. Η αποτυχία μπορεί να οδηγήσει στην αποχώρηση από την ευρωζώνη και την καταστροφή. Ο νικητής των εκλογών πρέπει να σταθμίσει την ευθύνη που αναλαμβάνει».