Επικίνδυνο χαρακτηρίζει το ινστιτούτο Bruegel το σενάριο οι εθνικές κεντρικές τράπεζες να αγοράσουν στα πλαίσια του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE) το χρέος των δικών τους κυβερνήσεων, έτσι ώστε ο κίνδυνος να παραμένει εντός της χώρας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι θα ανακοινώσει ένα πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων στην επόμενη συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, στις 22 Ιανουαρίου, ενώ νωρίτερα σε συνέντευξή του στην γερμανική εφημερίδα DIE ΖΕΙΤ που θα δημοσιευθεί αύριο εξέφρασε την άποψη ότι η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ είναι απαραίτητη για την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών.
Το βασικό σενάριο είναι ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε μια ποσοτική χαλάρωση (QE) με την αγορά κρατικών ομολόγων σε ποσότητες ανάλογες με τη συμμετοχή του κάθε κράτους της ζώνης του ευρώ στην τράπεζα. Ωστόσο, μετά από τις αντιδράσεις της γερμανικής κεντρικής τράπεζας (Bundesbank) για τη διαχείριση του κινδύνου που αναλαμβάνει η ΕΚΤ, εξετάζονται και δύο άλλες συμβιβαστικές λύσεις. Η μια επιλογή είναι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες να αγοράζουν το χρέος των δικών τους κυβερνήσεων, έτσι ώστε ο κίνδυνος να παραμένει εντός της χώρας. Η δεύτερη συμβιβαστική επιλογή συνίσταται στο ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράζει μόνον χρεόγραφα με αξιολόγηση «ΑΑΑ», κάτι που θεωρείται ότι θα μπορούσε να οδηγήσει τους επενδυτές να στραφούν προς το χρέος κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ με καλύτερες αποδόσεις.
Ο Γκούντραμ Βόλφ, διευθυντής του ινστιτούτου Bruegel, σε ανάλυσή του σημειώνει πως το να αφήσει η ΕΚΤ τις εθνικές κεντρικές τράπεζες να αναλάβουν τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεων των κρατικών ομολόγων θα είναι στην καλύτερη περίπτωση αναποτελεσματικό, και στη χειρότερη επικίνδυνο.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, το μήνυμα που θα εκπέμψει η ΕΚΤ αφήνοντας τις εθνικές κεντρικές τράπεζες να αναλάβουν τον κίνδυνο της χρεοκοπίας κρατικών ομολόγων, θα είναι ότι δεν μπορεί να ενεργήσει και να αγοράσει κρατικά ομόλογα ως ένα ενιαίο ίδρυμα που λειτουργεί προς το συμφέρον της ζώνης του ευρώ, κάτι που θα υπονόμευε σοβαρά την αξιοπιστία της ως θεσμικό όργανο.
Ο Βόλφ σημειώνει ακόμη πως εκείνοι που προτείνουν τη αγορά κρατικών ομολόγων από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες στοχεύουν στο να αποφευχθούν οι αναδιανεμητικές επιδράσεις της νομισματικής πολιτικής σε ολόκληρη την νομισματική ζώνη και να αποφευχθούν ενδεχόμενες διασυνοριακές δημοσιονομικές επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής.
Σύμφωνα με τον ίδιο αν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες αγοράσουν στα πλαίσια του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης το χρέος των δικών τους κυβερνήσεων και λάβουν καθεστώς προτιμητέου πιστωτή τότε ενδεχομένως αυτό να λειτουργήσει αποθαρρυντικά για τους ιδιώτες επενδυτές. Σε αντίθετη περίπτωση εάν οι ιδιώτες πιστωτές δεν λάβουν το «status» κατώτερων πιστωτών η εθνική κεντρική τράπεζα σε περίπτωση αναδιάρθρωσης χρέους θα βρισκόταν με αρνητικά ίδια κεφάλαια, κάτι που θα σήμαινε τελικά τη μεταφορά του κινδύνου στο ευρωσύστημα.
Καταλήγοντας ο επικεφαλής του Bruegel τάσσεται υπέρ της αγοράς κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ σύμφωνα με την κλείδα κατανομής προκειμένου να εκπληρώσει την εντολή της για τη νομισματική πολιτική. Μάλιστα, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα ο Βόλφ σημειώνει πως η ΕΚΤ θα μπορούσε να αφήσει κάποια «εποικοδομητική ασάφεια» σχετικά με το τι θα συμβεί σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής, κάτι που χαρακτηρίζει ως «ακραίο σενάριο».
«Στην ιδανική περίπτωση, θα πρέπει να υπάρχει κάποια σιωπηρή κατανόηση ότι ΕΚΤ θα μοιραστεί τις απώλειες σε περίπτωση αναδιάρθρωσης χρέους με την πλειοψηφία των πιστωτών», καταλήγει ο Βολφ στην ανάλυσή του.