Ο Μάριο Ντράγκι πρέπει να συνεχίσει να αντιστέκεται στην πίεση των επικριτών της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όταν παρουσιάσει τις νέες προβλέψεις για την οικονομία της ευρωζώνης την προσεχή εβδομάδα, αναφέρουν οι Financial Times.
Η οικονομία της ευρωζώνης αναπτύχθηκε κατά 1,7% το 2016. Έρευνες δείχνουν ότι η οικονομική δραστηριότητα βρίσκεται στο ισχυρότερο επίπεδο από το 2011, με τον ταχύτερο ρυθμό δημιουργίας θέσεων εργασίας εδώ και σχεδόν μια δεκαετία. Τα εταιρικά κέρδη αυξάνουν ταχύτερα απ’ ότι στις ΗΠΑ. Ο πληθωρισμός επέστρεψε, σκαρφαλώνοντας σε ετήσιο ρυθμό 2% το Φεβρουάριο. Η εντολή της ΕΚΤ είναι να τον κρατά ακριβώς κάτω από αυτό το επίπεδο.
Ετσι, ο Μάριο Ντράγκι αντιμετωπίζει πιέσεις από τους επί μακρόν επικριτές της στάσης της ΕΚΤ, να στείλει μήνυμα ότι η κεντρική τράπεζα δεν εξετάζει πλέον επιπλέον μέτρα τόνωσης και ίσως, αντ’ αυτών ετοιμάζεται να μειώσει τα έκτακτα μέτρα.
Παρά την ισχυρότερη παγκόσμια ανάπτυξη και την προοπτική αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων, ακόμα και τα μεγαλύτερα «γεράκια» του συμβουλίου διακυβέρνησης της κεντρικής τράπεζας συμφωνούν ότι τα υπό το μηδέν επιτόκια της ΕΚΤ και το εκτεταμένο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων είναι ακόμα απαραίτητα, δεδομένης της μέτριας ανάπτυξης και της άνισης κατανομής της ανάκαμψης. Η ανεργία, κοντά στο 10%, παραμένει υψηλότερη απ’ ότι πριν την κρίση του 2008. Η οικονομία της Ιταλίας αναπτύσσεται με τη μισή από την ταχύτητα της γερμανικής.
Είναι κρίσιμο ότι η ταχεία επιστροφή του πληθωρισμού οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην άνοδο της τιμής του πετρελαίου. Ο δομικός πληθωρισμός, που εξαιρεί τρόφιμα και καύσιμα, είναι μόλις 0,9%. Ετσι, ενώ η ΕΚΤ ίσως αυξήσει τις προβλέψεις για τον πληθωρισμό του 2017 ακόμα και κατά μισή ποσοστιαία μονάδα την επόμενη εβδομάδα, θα υπάρξει πιθανότητα μικρή αλλαγή για την πρόβλεψη του 2018 ή του 2019. Η τόνωση χρειάζεται για να επιστρέψει βιώσιμα ο πληθωρισμός στον στόχο.
Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι η ευρωζώνη δεν δείχνει πια πιθανό ότι κινδυνεύει να βυθιστεί σε αποπληθωρισμό. Θα ήταν λογικό για την ΕΚΤ να υιοθετήσει μια λιγότερο απαισιόδοξη ρητορική για την ισορροπία των ρίσκων. Το μπέρδεμα είναι ότι αυτοί στους οποίους ποτέ δεν άρεσε η υπερχαλαρή πολιτική θα αντιμετωπίσουν κάθε αλλαγή στη φρασεολογία ως ένα πρώτο βήμα προς την μείωση της ποσοτικής χαλάρωσης. Γερμανοί πολιτικοί ήδη καλούν τον Μ. Ντράγκι να «ετοιμάσει την αρχή του τέλους».
Το να πάρει τώρα αυτό το μονοπάτι θα είναι πρώιμο. Η ΕΚΤ έχει κάνει εις διπλούν το λάθος να «σφίξει» τη νομισματική πολιτική πρόωρα, το 2008 και το 2011, όταν και χειροτέρεψε η κρίση της ευρωζώνης. Επιπλέον, έχει ήδη ανακοινώσει, χωρίς ξεκάθαρη αιτιολόγηση, ότι θα μειώσει τις μηνιαίες αγορές ομολόγων από 80 δισ. ευρώ σε 60 δισ. ευρώ από τον Απρίλιο. Εν τω μεταξύ τα επιτόκια στην αγορά έχουν αυξηθεί, αντανακλώντας τάσεις στις διεθνείς αγορές, έτσι οι οικονομικές συνθήκες έχουν αναμφισβήτητα προσφέρει το ισόποσο νομισματικής σύσφιξης. Και ενώ κάποια ρίσκα υποχώρησαν, υπάρχουν ακόμα πολλά να προκαλούν ανησυχία στο πολιτικό μέτωπο.
Οι γερμανικές ευαισθησίες είναι κατανοητές σε μια εκλογική χρονιά. Ο πληθωρισμός στη Γερμανία έχει ήδη αυξηθεί πάνω από το 2%, πλήττοντας την πραγματική απόδοση των αποταμιεύσεων και επιδεινώνοντας τη δυσαρέσκεια που ένιωσαν πολλοί με τα αρνητικά ονομαστικά επιτόκια. Η χρόνια ανεπαρκής ζήτηση στην Γερμανία, όμως, είναι κατά ένα μεγάλο μέρος ο λόγος που η νομισματική πολιτική έπρεπε να είναι τόσο επιθετική. Θα ήταν καλύτερο αυτή η πίεση να μεταφραστεί σε εκκλήσεις για υψηλότερες αυξήσεις μισθών από το να πνίξει την ανάκαμψη των πιο αδύναμων οικονομιών της ευρωζώνης.
Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, η υγεία της οικονομία της ευρωζώνης είναι σε λογική κατάσταση. Ας διατηρήσουμε την ανάρρωση, προτρέπουν οι Financial Times.