Η κλεψύδρα για το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης έχει ξεκινήσει και μετρά αντίστροφα για την Ελλάδα και την κυβέρνηση την ώρα που οι φωνές στο εξωτερικό με κύρριο εκφραστή το Βερολίνο όσο και στο εσωτερικό πληθαίνουν σε ένα ενδεχόμενο Grexit.
Σήμερα το πρωί ο επικεφαλής της επιτροπής μεσαίων επιχειρήσεων (ΡΚΜ) της κοινοβουλευτική ομάδας Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών, Κρίστιαν φον Στέτεν σε συνέντευξή του στην εφημερίδα του Ντίσελντορφ «Rheinischen Post», ανέφερε ότι «η ελληνική κυβέρνηση ούτε θέλει ούτε μπορεί να εφαρμόσει τις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις» και υηποστήριξε ότι «η Ελλάδα δεν θα μπορέσει στο άμεσο μέλλον να καταβάλει το χρέος της ούτε και τους συμφωνηθέντες στην αρχή τόκους. Γι αυτό και η έξοδος από το ευρώ είναι η καλύτερη λύση».
Από την πλευρά του ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε απορρίπτει τις κατηγορίες για υπερβολικά σκληρές απαιτήσεις έναντι της Ελλάδος και ζητά από τον πρωθυπουργό να κάνει έστω το 60% των συμφωνηθέντων.
«Είμαι πολύ γενναιόδωρος. Για να διασφαλιστεί η σταθερότητα του ευρώ πρέπει να τηρηθούν οι υπάρχουσες συμφωνίες: Σε περίπτωση που ο Αλέξης Τσίπρας εφαρμόσει το 60% από αυτά που υπέγραψε τότε η Ελλάδα θα σημειώσει πρόοδο. Δεν αποτελεί ισχυρογνωμοσύνη να επιμένει κανείς στην τήρηση συμφωνιών και κανόνων» τόνισε ο Σόιμπλε.
Αίσθηση πάντως προκαλεί η δήλωση του πρώην διευθυντή έρευνας Ευρώπης του ΔΝΤ, ο οποίος κατηγορεί το Ταμείο ότι έφερε την καταστροφή στην Ελλάδα. Σε άρθρο του στο Bloomberg ο κ. Ασόκα Μόντι τόνισε ότι «η εμπλοκή του ΔΝΤ στην Ελλάδα αποτέλεσε μια ολοκληρωτική καταστροφή: Ξανά και ξανά, απέτυχε να αντιμετωπίσει κρίσιμα ζητήματα προκαλώντας πόνο στους Έλληνες. Όταν το ΔΣ του Ταμείου συναντηθεί τη Δευτέρα, θα πρέπει να συμφωνήσει να διαγράψει τα χρέη της χώρας και να αποχωρήσει από εκεί».
Την ίδια ώρα η γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung σε εκτενές ρεπορτάζ της κάνει λόγο πως «το ενδεχόμενο του Grexit φαίνεται να ξεχάστηκε γρήγορα όταν τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, το καλοκαίρι του 2015, συμφώνησαν με την Ελλάδα σε ένα τρίτο πακέτο βοήθειας ύψους 86 δισεκατομμυρίων ευρώ».