Πάνω από μισό εκατομμύριο είναι πλέον οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα με μισθό που βρίσκεται κάτω από τα επίπεδα του κατώτατου μισθού.
Η επικράτηση των ατομικών και κατά δεύτερο λόγο των επιχειρησιακών συμβάσεων, η δραματική συρρίκνωση των κλαδικών, η κατακόρυφη πτώση των αμοιβών, οι οποίες πλέον βρίσκονται στα επίπεδα του 2004-2005, καθώς και η επέκταση των υποαμειβόμενων ευέλικτων μορφών απασχόλησης χαρακτηρίζουν το σύστημα διάρθρωσης των αμοιβών στην Ελλάδα, στην αυγή του 2017.
Ρεπορτάζ της Καθημερινής παρουσιάζει τη χαρτογράφηση των αμοιβών, όπου μεταξύ άλλων αποκαλύπτεται ότι περίπου 550.000 εργαζόμενοι λαμβάνουν κάτω από 586 ευρώ τον μήνα.
Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι κατά το διάστημα 2012-2016, 4 στις 10 επιχειρησιακές συμβάσεις κινούνταν στα όρια του κατώτατου μισθού, ενώ εντός του 2016 υπεγράφησαν 287 επιχειρησιακές συμβάσεις που καλύπτουν λιγότερους από 150.000 εργαζόμενους.
Επιπλέον, μόνο 27 κλαδικές συλλογικές συμβάσεις βρίσκονται σε ισχύ. Η επέκταση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας έχει οδηγήσει, βάσει των πλέον πρόσφατων στοιχείων του IKA, τον μέσο μισθό των μισθωτών με μερική απασχόληση κάτω από τα 400 ευρώ, με αποτέλεσμα πέραν των ανέργων, να διαμορφώνεται και να διογκώνεται μια μεγάλη ομάδα μισοεργαζομένων – μισοανέργων που διαβιούν στα όρια της επίσημης φτώχειας.
Ο αριθμός των εργαζομένων που αμείβεται με αμοιβή χαμηλότερη του νομοθετικά καθορισμένου νόμιμου κατώτατου μισθού ξεπέρασε τους 550.000 και οφείλεται κυρίως στην επέκταση της μερικής απασχόλησης και κατά δεύτερο λόγο στην εκ περιτροπής εργασία.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Καθημερινή το υψηλόβαθμο στέλεχος του Υπουργείου Εργασίας, διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου, Κωνσταντίνος Αγραπιδάς, σημειώνει ότι η προς τα κάτω ευελιξία των αμοιβών αναδεικνύει ένα τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα για τους εργαζόμενους, που συνδέεται με τη δυνατότητα διασφάλισης ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης και αποτελεί θεμελιώδες ζήτημα της ευρωπαϊκής και εθνικής έννομης τάξης.
Τα στατιστικά στοιχεία που προκύπτουν από τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις των επιχειρήσεων προς το ΙΚΑ για τον Απρίλιο, είναι άκρως αποκαλυπτικά και έρχονται να επιβεβαιώσουν την επικράτηση της μερικής απασχόλησης, η οποία αφορά σε σύνολο 1.930.236 μισθωτών τους 558.150 (ήτοι 28,9% του συνόλου των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα).
Από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει επίσης ότι κατά την περίοδο 2012-2016, σε σύνολο 2.125 επιχειρησιακών συμβάσεων που υπεγράφησαν, οι 912 (42,9%) κινούνται στα όρια του κατώτατου μισθού. Οι 317 (14,9%) επιχειρησιακές συμβάσεις εμφανίζουν μειώσεις μισθών, 253 (11,9%) παρέμειναν σταθερές και μόλις 37 (1,7%) παρουσιάζουν αυξήσεις. Κατά το τρέχον έτος υπεγράφησαν 287 επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας, που κάλυπταν 145.260 χιλιάδες εργαζόμενους από τους οποίους 126.528 είναι υπάλληλοι και 18.732 εργατοτεχνίτες.
Συνολικά βρίσκονται σε ισχύ περίπου 429 επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας που καλύπτουν 132.000 εργαζόμενους, εκ των οποίων 112.000 ήταν μισθωτοί και 20.000 εργατοτεχνίτες. Σε ισχύ βρίσκονται και 27 συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εκ των οποίων 18 είναι κλαδικές (έπειτα από διαιτητική απόφαση) και 9 ομοιοεπαγγελματικές.
Η μείωση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου το 2012 με παρέμβαση του κράτους αλλά και οι αλλαγές στο θεσμικό επίπεδο που διέπει τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας επέφεραν, όπως ήταν αναμενόμενο, μεταβολές και μειώσεις στις αμοιβές του ιδιωτικού τομέα, στο πλαίσιο της εφαρμογής των προγραμμάτων προσαρμογής.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει μάλιστα η Τράπεζα της Ελλάδος στην πρόσφατη έκθεσή της, σε όρους κόστους εργασίας, έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια σημαντική πρόοδος στην ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι αντίστοιχη πρόοδος στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας σε όρους τιμών δεν έχει επιτευχθεί.
Η σταθερή πορεία συρρίκνωσης των μισθών φαίνεται και από τα στοιχεία Απριλίου του ΙΚΑ, σύμφωνα με τα οποία ο μέσος μισθός όσων ακόμη εργάζονται με πλήρη απασχόληση διαμορφώθηκε σε 1.181 ευρώ, όταν τον ίδιο μήνα του 2012 ήταν 1.401 ευρώ. Δηλαδή, μέσα στην τετραετία 2012-2016, οι μέσες αποδοχές ακόμα και αυτών που εργάζονταν με πλήρη απασχόληση μειώθηκαν περαιτέρω κατά 14,85%.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει στην Καθημερινή και ο κ. Αγραπιδάς, στο μείζον ζήτημα της ανεργίας και της μακροχρόνιας ανεργίας προστίθεται πλέον και το ζήτημα των εργαζομένων με αμοιβές κάτω από τα επίπεδα της αξιοπρεπούς διαβίωσης, γεγονός που δεν συνάδει με τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.