Καμπανάκι από Στουρνάρα: Μειώστε τα «κόκκινα» δάνεια κατά 41 δισ. έως το 2019

Σοβαρό μήνυμα για την αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων των τραπεζών, έστειλε ο διοικητής της ΤτΕ, αναφερόμενος στην ανάγκη μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά 40% ή 41 δισεκ. ευρώ μέχρι το 2019.

Συγκεκριμένα, μιλώντας στη Βουλή ο Γιάννης Στουρνάρας ανέφερε πως “αυτός θα πρέπει να είναι ο μεγάλος στόχος”, επισημαίνοντας ότι πρέπει και μπορεί να επιτευχθεί.

Χαρακτηριστικά ανέφερε πως μπορεί να επιτευχθεί σχολιάζοντας “πρώτον, από την ανάκαμψη της οικονομίας, όπως προβλέπεται στο Πρόγραμμα, και τη συνεπακόλουθη επιστροφή σε κερδοφορία σημαντικού μέρους των επιχειρήσεων και, δεύτερον, από την επιτυχή ρύθμιση/αναδιάρθρωση οφειλών που θα καταστήσει μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πάλι ενήμερα. Σε μικρό ποσοστό (της τάξης του 5%) προβλέπεται πώληση δανείων, ενώ η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων δεν προβλέπεται μεγαλύτερη του 7% στο σύνολο των ΜΕΑ. Δηλαδή ο κ. Στουρνάρας εκτιμά ότι από τα 108 δισ. ευρώ «κόκκινα» δάνεια μόνο 5,4 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να πουληθούν. Ωστόσο, το ποσό ανεβαίνει στα 13 δισ. ευρώ αν προστεθούν κι άλλα περίπου 8 δισ. ευρώ που θα ρευστοποιηθούν”.

Σύμφωνα πάντα με την διοικητή, “η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στην Ευρώπη (μετά την Κύπρο) που στα τέλη του α΄ τριμήνου του 2016 έφθασε το 45% όλων των ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών και σε απόλυτα μεγέθη τα 108,6 δισεκ. ευρώ. Στον τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το ποσοστό ΜΕΑ φθάνει στο 67%, στα στεγαστικά το 42% και στα καταναλωτικά το 55%”.

Τα πιο πάνω μεγέθη δεν έχουν ακόμα σταθεροποιηθεί και συνεχίζουν να αυξάνονται ακολουθώντας αντίστροφη πορεία σε σχέση με τη μεταβολή του ΑΕΠ της χώρας. Στο πρώτο τρίμηνο του 2016 τα ΜΕΑ αυξήθηκαν κατά 600 εκατ. ευρώ αλλά εμφανίζεται μια τάση επιβράδυνσης, αφού η αύξηση στο 12-μηνο του 2015 ξεπέρασε τα 4 δισεκ. ευρώ.

Παρά το μέγεθος του προβλήματος η κεφαλαιακή βάση του τραπεζικού συστήματος παραμένει ισχυρή, αφού οι αναληφθείσες προβλέψεις φθάνουν στο 50%, αν δε προσθέσουμε και την αξία των εξασφαλίσεων, τότε η συνολική κάλυψη έναντι κινδύνων φθάνει στο 101% και είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε.

Αντιλαμβανόμενη την κρισιμότητα του προβλήματος η ΤτΕ ήδη από το 2013 ανέλαβε σειρά πρωτοβουλιών είτε με τη μορφή μελέτης είτε με την έκδοση Πράξεων και Κανονιστικών Ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των ΜΕΑ.

Αφού προηγήθηκε η λεπτομερής ανάλυση της κατάστασης (Troubled Assets Review) εκδόθηκε η Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 42/2014, με την οποία τέθηκε σε ισχύ η πιο αναλυτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο υποχρέωση των τραπεζών για τριμηνιαία αναφορά όλων των πτυχών των ΜΕΑ, των ενεργειών τους για την αντιμετώπισή τους και της εσωτερικής τους αναδιοργάνωσης για το σκοπό αυτό.

Λίγο αργότερα το φθινόπωρο του 2014 η ΤτΕ εξέδωσε Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών για την αντιμετώπιση με διαφάνεια, αποτελεσματικότητα και, όπου δικαιολογείται, ελαστικότητα των συνεργαζόμενων δανειοληπτών που αντιμετωπίζουν πρόβλημα εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Ο Κώδικας εξασφαλίζει την έγκαιρη και πλήρη ενημέρωση του οφειλέτη, την προστασία του από καταχρηστικές ενέργειες των πιστωτών και επιδιώκει την επίτευξη μόνιμων, βιώσιμων λύσεων για τη ρύθμιση ή οριστική διευθέτηση της οφειλής.

Η ΤτΕ συνεργάστηκε στενά με τα αρμόδια υπουργεία για νομοθετικές πρωτοβουλίες που μειώνουν τα εμπόδια αποτελεσματικής αντιμετώπισης των ΜΕΑ, όπως ο ν. 4307/2014 (νόμος Δένδια) και η τροποποίηση του ν.3869/2010 (νόμος Κατσέλη), με πιο πρόσφατο παράδειγμα το ν.4354/2015 όπως πρόσφατα τροποποιήθηκε, προκειμένου να επιτραπεί η ανάθεση διαχείρισης και η μεταβίβαση δανειακών χαρτοφυλακίων σε εξειδικευμένους μη-τραπεζικούς φορείς. Κατ΄ εξουσιοδότηση αυτού του νόμου η ΤτΕ εξέδωσε αναλυτικές Πράξεις Εκτελεστικής Επιτροπής (ΠΕΕ 82/2016 και 95/2016) για τη διαδικασία αδειοδότησης εταιρειών διαχείρισης δανειακών χαρτοφυλακίων, εξασφαλίζοντας την αναγκαία ισορροπία μεταξύ ταχύτητας, διαφάνειας, αποτελεσματικότητας και προστασίας των δανειοληπτών.

Μείζονος σημασίας είναι τέλος η απόφαση που έλαβε η ΤτΕ από κοινού με τον Ενιαίο Μηχανισμό Εποπτείας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη δεσμευτική στοχοθεσία μείωσης των ΜΕΑ με ορίζοντα τριετίας. Κατόπιν σχετικής οδηγίας οι Τράπεζες υπέβαλαν στις 24 Ιουνίου αναλυτικούς στόχους κατά κατηγορία ΜΕΑ για τα υπόλοιπα δύο τρίμηνα του 2016 και ετήσιους στόχους για το 2017, 2018 και 2019. Υπέβαλαν επίσης συγκεκριμένη τεκμηρίωση για τη στρατηγική και τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουν προκειμένου να επιτύχουν τους τεθέντες στόχους.

Αναλυτικότερα σε επίπεδο τεσσάρων συστημικών τραπεζών προβλέπεται ότι το 2019 τα ΜΕΑ θα πρέπει να έχουν μειωθεί κατά 40% ή 41 δισεκ. ευρώ. Η μείωση αυτή αναμένεται ότι θα προκύψει: Πρώτον, από την ανάκαμψη της οικονομίας, όπως προβλέπεται στο Πρόγραμμα, και τη συνεπακόλουθη επιστροφή σε κερδοφορία σημαντικού μέρους των επιχειρήσεων και, δεύτερον, από την επιτυχή ρύθμιση/αναδιάρθρωση οφειλών που θα καταστήσει μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πάλι ενήμερα. Σε μικρό ποσοστό (της τάξης του 5%) προβλέπεται πώληση δανείων, ενώ η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων δεν προβλέπεται μεγαλύτερη του 7% στο σύνολο των ΜΕΑ.

Οι βασικές προτεραιότητες που προωθεί η ΤτΕ κατά την αξιολόγηση και έγκριση των στρατηγικών που υποβάλουν οι τράπεζες για τη μείωση των ΜΕΑ είναι:

Η αποφυγή βραχυπρόθεσμων λύσεων ρύθμισης οφειλών και η παροχή μακροπρόθεσμα βιώσιμων λύσεων ή λύσεων οριστικής διευθέτησης.

Η συντονισμένη αντιμετώπιση κοινών πιστούχων με καθυστερούμενες οφειλές σε περισσότερες τράπεζες.

Η αναδιάρθρωση των υπερχρεωμένων βιώσιμων επιχειρήσεων με νέο επιχειρηματικό σχεδιασμό και, αν χρειαστεί, νέα διοίκηση παράλληλα με την αναδιάρθρωση του δανείου.

Η ενεργητική αξιοποίηση του υπάρχοντος επιπέδου προβλέψεων και εξασφαλίσεων για την οριστική ελάφρυνση του ισολογισμού των τραπεζών από προβληματικά στοιχεία.

Η ανάπτυξη εντός των τραπεζών νέων μεθόδων οργάνωσης και διαδικασιών, για την αντικειμενική και διαφανή επιλογή λύσεων ρύθμισης οφειλών.

Καταλήγοντας, ο διοικητής τη ΤτΕ ανέφερε πως το μέγεθος των ΜΕΑ αποτελεί μακροπρόθεσμα το κρισιμότερο ζήτημα τόσο για το τραπεζικό σύστημα όσο και για την πραγματική οικονομία. Όμως, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να αποτελέσει και καταλύτη προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων και θεραπείας νοσηρών καταστάσεων που εμπόδιζαν την παραγωγική αναδιάρθρωση και ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.