Λαγκάρντ: Προτεραιότητα η βιωσιμότητα του χρέους, συνεχίζουμε με καλή πίστη
Με αμείωτο ρυθμό συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για την Ελλάδα, όπως διαβεβαίωσε η διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, σε συνέντευξή της στην τηλεόραση του Bloomberg, προσθέτοντας ότι οι στόχοι του προγράμματος παραμένουν ίδιοι.
«Συνεχίζουμε να εστιάζουμε στη διευθέτηση του ελληνικής κρίσης, διαπραγματευόμενοι με καλή πίστη» επισήμανε η κ. Λαγκάρντ, κάνοντας έμμεση αναφορά στις αποκαλύψεις των WikiLeaks, οι οποίες όξυναν τις σχέσεις Αθήνας – Ουάσιγκτον. Σε ό,τι αφορά το ελληνικό χρέος, η Γενική Διεθύντρια του Ταμείου κατέστησε σαφές ότι η βιωσιμότητά του παραμένει σε προτεραιότητα.
«Στόχος μας είναι η αποκατάσταση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας, εντός ενός πλαισίου διασφάλισης της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους» σημείωσε η κ. Λαγκάρντ, ενώ ερωτηθείσα για την πρόθεση του ΔΝΤ να συναινέσει σε χαμηλότερους δημοσιονομικούς στόχους, απάντησε ότι «όλα θα πρέπει να υπολογιστούν».
Ειδική μνεία έκανε και στο ζήτημα του Brexit, τονίζοντας ότι η πιθανότητα εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε. αποτελεί μία από τις προκλήσεις της παγκόσμιας οικονομίας.
Την ίδια ώρα η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) εντείνει τις εκκλήσεις για ισχυρότερη δράση από τις παγκόσμιες οικονομίες προκειμένου να ενισχυθεί η ανάπτυξη, προειδοποιώντας ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι αυξάνονται χωρίς αποφασιστικά μέτρα.
Σε ομιλία της στο Πανεπιστήμιο Goethe της Φρανκφούρτης, η κ. Λαγκάρντ αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες κινήσεις, όπως την αύξηση του κατώτατου μισθού στις ΗΠΑ, την βελτίωση της εργασιακής εκπαίδευσης στην Ευρώπη, καθώς επίσης τη μείωση των επιδοτήσεων καυσίμων και την αύξηση των κοινωνικών δαπανών στις αναδυόμενες οικονομίες.
Η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ αναφέρει ότι η ανάκαμψη από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2007-2009 «παραμένει πολύ αργή, πολύ εύθραυστη και οι κίνδυνοι στη βιωσιμότητα της αυξάνονται» και ξεκαθαρίζει ότι «είμαστε σε επιφυλακή, όχι σε συναγερμό. Υπάρχει μια απώλεια στη δυναμική της ανάπτυξης. Ωστόσο, εάν οι φορείς χάραξης της πολιτικής μπορούν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και να δράσουν από κοινού, οι θετικές επιπτώσεις στην παγκόσμια εμπιστοσύνη – και την παγκόσμια οικονομία – θα είναι ουσιαστικές».
Τα σχόλιά της διατυπώθηκαν την ώρα που απομένουν λιγότερο από δύο εβδομάδες έως τη συνάντηση υψηλόβαθμων υπουργών, κεντρικών τραπεζών και άλλων αξιωματούχων από τα 188 κράτη-μέλη του Ταμείου στην Ουάσινγκτον για τις εαρινές συνεδριάσεις του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, προκειμένου να αξιολογήσουν την υγεία της παγκόσμιας οικονομίας.
Ενώ η αμερικανική ανάκαμψη κερδίζει δυναμική και κάποιες αναδυόμενες αγορές όπως το Μεξικό καταγράφουν καλές επιδόσεις, το ΔΝΤ προειδοποίησε ότι η ανάπτυξη στην Ευρώπη και την Ιαπωνία προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση, ενώ η επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Κίνα έχει πλήξει χώρες με εξαγωγές πετρελαίου και εμπορευμάτων, όπως η Βραζιλία και η Ρωσία. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτές οι αντιξοότητες, η κ. Λαγκάρντ ζητά επιτάχυνση των διαρθρωτικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων, αυξημένη δημοσιονομική στήριξη και συνεχή διευκολυντική νομισματική πολιτική.
Για πρώτη φορά, μιλά για συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής σε αυτούς τους τομείς και σημειώνει ότι η “αύξηση του κατώτατου μισθού, διευρυμένες φορολογικές ελαφρύνσεις για τους εργαζόμενους με χαμηλές αποδοχές και βελτίωση των αδειών που παρέχονται για οικογενειακούς λόγους θα μπορούσαν να βοηθήσουν το εργατικό δυναμικό των ΗΠΑ”.
Η κ. Λαγκάρντ υποστηρίζει ότι οι χώρες της ευρωζώνης θα πρέπει να εφαρμόσουν καλύτερες πολιτικές για την εκπαίδευση και την απασχόληση, ώστε να βοηθήσουν να μειωθεί η ανεργία ανάμεσα στους νέους και ζητά καλύτερα φορολογικά κίνητρα για την ενθάρρυνση των επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη και περισσότερες δημόσιες δαπάνες στον τομέα αυτό, επικαλούμενη έρευνα του ΔΝΤ που δείχνει ότι μια αύξηση κατά 40% στις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη (R&D) στις ανεπτυγμένες οικονομίες θα μπορούσε να παράγει μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 5% σε ορίζοντα 20ετίας.
Παράλληλα προσθέτει ότι “εάν οι σημερινές δαπάνες παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα, αυτό θα συνεπαγόταν ένα μικρό δημοσιονομικό κόστος της τάξης περίπου του 0,4% του ΑΕΠ ετησίως” και σημειώνει ότι “οι χώρες με υψηλά και αυξανόμενα χρέη και ενισχυμένο κόστος δανεισμού θα πρέπει να επιδιώξουν περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση”.