Ο ρόλος της ΕΚΤ για την επόμενη μέρα της Ελλάδας -Τι λένε οι διεθνείς αναλυτές για τον ΣΥΡΙΖΑ

Το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, είτε είναι υπαρκτό είτε χρησιμοποιείται ως πίεση, το βέβαιο είναι ότι περιπλέκει περαιτέρω μια ιδιαίτερα δύσκολη κατάσταση και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή που αναμένεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να προχωρήσει σε εφαρμογή πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης στην ευρωζώνη, δηλαδή με άλλα λόγια αγοράς κρατικών ομολόγων, εκτιμά ο Τζέιμς Σαφτ σε άρθρο του στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters.

Ο Σαφτ αιτιολογεί την γνώμη του λαμβάνοντας ως πιθανότερο ενδεχόμενο να γίνουν πρόωρες εκλογές στην Ελλάδα και από αυτές να βγει νικητής ο ΣΥΡΙΖΑ. Εκτιμά ότι αυτή καθ’ εαυτή η διεξαγωγή εκλογών, ασχέτως του ποιος θα εκλεγεί, αποτελεί μια επιπλέον δυσκολία για τη χώρα σε μια περίοδο ήδη δύσκολη. Και προχωρώντας παραπέρα υποστηρίζει ότι ο νικητής των όποιων εκλογών, δηλαδή πιθανότατα ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να αρχίσει άμεσα, μετά την εκλογή του, διαπραγματεύσεις με την τρόικα, δηλαδή με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ.

«Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απορρίψει την έξοδο από το ευρώ ως θέση, ζήτησε τον Μάιο τη διαγραφή τού ενός τρίτου σχεδόν του ελληνικού χρέους και τον Σεπτέμβριο ζήτησε την ελάφρυνση του χρέους από την Ευρωζώνη, ίσως με την αντικατάστασή του με νέα ομόλογα με ρήτρα αύξησης του ΑΕΠ», σημειώνει ο Σαφτ υποστηρίζοντας ότι μια τέτοια εξέλιξη, ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συγκρουστεί με την τρόικα, σίγουρα καθιστά πιο περίπλοκα τα πράγματα για την ΕΚΤ.

Και αυτό γιατί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει σε περίπτωση που γίνει δεκτό το αίτημα με απώτερο στόχο την επίτευξη συνολικής συμφωνίας, να συναινέσει «σε κάποια μορφή ελάφρυνσης του χρέους, είτε στην επιμήκυνσή του είτε σε χαμηλότερα επιτόκια. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ θα αποδεχθεί ζημιά. Επίσης, θα εκτεθεί σε μία ακόμη κατηγορία άμεσης χρηματοδότησης, αν και πάλι, δεν είναι καθόλου σαφές ποια θα ήταν μία ενδεχόμενη αναδιάρθρωση του χρέους, στην οποία θα συμμετείχε η ΕΚΤ», αναφέρει το δημοσίευμα.

Ο Σαφτ θυμίζει ότι ήδη η Γερμανία έχει εκφραστεί ενάντια στα σχέδια ποσοτικής χαλάρωσης του Μάριο Ντράγκι, υποστηρίζοντας ότι παραβιάζεται η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης των χωρών της Ευρώπης. Και εκτιμά ότι στην περίπτωση που η τρόικα δεχθεί ένα αίτημα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, με οποιαδήποτε μορφή, οι πολέμιοι των σχεδίων Ντράγκι για ποσοτική χαλάρωση, θα το αξιοποιήσουν για να ασκήσουν σκληρή κριτική γεγονός που θα καλλιεργήσει πάλι ένα τεταμένο κλίμα.

Η συνέχιση της χρηματοδότησης των αναγκών μείζον θέμα κατά την Goldman Sachs

Με τις εξελίξεις στην Ελλάδα ασχολείται και η τελευταία έκθεση του οίκου αξιολόγησης της Goldman Sachs, η οποία επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στα σενάρια κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας σε μια χρονιά όπως το 2015, την οποία χαρακτηρίζει κομβική για την Ελλάδα γιατί αρχίζει να αποκτά δυναμική η ανάκαμψη αλλά και γιατί ταυτόχρονα υπάρχουν αρκετοί κίνδυνοι και αρκετές χρηματοδοτικές ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν. Όπως αναφέρει η έκθεση το 2015 λήγουν μια σειρά από ομόλογα των οποίων η εξαγορά αγγίζει τα 24 δισεκατομμύρια ευρώ εφόσον η Ελλάδα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα.

Το ποσό αυτό, ως ένα βαθμό, σημειώνεται, μπορεί να καλυφθεί από ίδια μέσα (αποκρατικοποιήσεις, προνομιούχες μετοχές τραπεζών, πληρωμές κερδών της ΕΚΤ από ελληνικά ομόλογα κ.ά.) αλλά αναμφίβολα απαιτούνται επιπλέον πόροι μεταξύ 6 και 15 δισεκατομμυρίων ευρώ, ανάλογα με τις οικονομικές παραμέτρους.Από το 2016 και μετά όμως τα ποσά που απαιτούνται είναι της τάξης των 10 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως έως το 2022 (υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα αλλάξει ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα ή τα επιτόκια).

Η Goldman Sachs λαμβάνει ως δεδομένο ότι τα επιτόκια δανεισμού της χώρας θα κινηθούν σε τέτοια επίπεδα που η Αθήνα δεν θα μπορεί να δανειστεί από τις αγορές και θα στραφεί αναγκαστικά προς την τρόικα. Σημειώνει ότι υπάρχουν τα 7,1 δισεκατομμύρια ευρώ του ΔΝΤ αλλά και η απόφαση του Eurogroup να προσφέρει προληπτική πιστωτική γραμμή ECCL, (αυξημένης επιτήρησης). Υπενθυμίζει όμως ότι όλα αυτά ισχύουν εφόσον «κλείσουν» τα ανοικτά θέματα δηλαδή προωθηθούν οι περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στο νόμο για τα συνδικάτα, οι περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό και οι περαιτέρω περικοπές στον προϋπολογισμό.

Ο οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι τα σενάρια είναι δύο, δηλαδή τα αυτονόητα. Το πρώτο είναι να εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα να συνεχιστούν, με σοβαρή πιθανότητα επίτευξης συμφωνίας.  Και το δεύτερο είναι να μην εκλεγεί πρόεδρος και να γίνουν πρόωρες εκλογές. Η Goldman Sachs υποστηρίζει ότι τα περιθώρια υπαναχώρησης από τις μεταρρυθμίσεις είναι περιορισμένα και ότι η οποιαδήποτε τέτοια κίνηση θα οδηγήσει σε διακοπή της χρηματοδότησης από τους δανειστές. Και σε αυτό σημειώνει ότι έγκειται το ρίσκο των εξελίξεων: στην μη συνέχιση της εφαρμοζόμενης πολιτικής.

Μικρός αλλά υπαρκτός ο κίνδυνος επανάληψης του κυπριακού σεναρίου

Η έκθεση του οίκου αξιολόγησης εκτιμά ότι όσο πιεστικές και αν είναι οι ανάγκες χρηματοδότησης του Δημοσίου, είναι απίθανο να γίνουν πραγματικό ζήτημα όσο η ΕΚΤ στέκεται πίσω από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, η αναχρηματοδότηση έγινε περισσότερο πιεστική το 2011 και το 2012, αλλά οι ανάγκες καλύφθηκαν παρά τις καθυστερήσεις στις τότε διαπραγματεύσεις μεταξύ Αθήνας και τρόικας, εν μέρει μέσω εντόκων γραμματίων τα οποία μπορούσαν να δοθούν από τις ελληνικές τράπεζες ως ενέχυρο στην ΕΚΤ για την εκ νέου άντληση ρευστότητας. Τέτοιες μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν πάλι σε περιόδους μεγάλης ανάγκης.

Το ρίσκο είναι ότι και αυτή τη φορά η ΕΚΤ είναι το τελευταίο καταφύγιο διασφάλισης επαρκούς ρευστότητας. Και αυτό δεν αφορά μόνο την ανάγκη των τραπεζών να έχουν πηγές που θα βοηθήσουν στο να μειωθούν τα μελλοντικά ρίσκα χρηματοδότησης από το Δημόσιο, αλλά και το ότι οι τράπεζες ήδη εξαρτώνται από κρατικές εκδόσεις για να διατηρήσουν τα υφιστάμενα επίπεδα ρευστότητας. Η έκθεση θυμίζει ότι στο αποκορύφωμα της ελληνικής κρίσης, όταν έφευγαν κεφάλαια και καταθέσεις, οι τράπεζες το διαχειρίστηκαν με την ΕΚΤ και τη βοήθεια του ELA.

Αν όμως υπάρξει σύγκρουση με τους πιστωτές, η  Goldman Sachs δεν αποκλείει το ενδεχόμενο διακοπής παροχής ρευστότητας από την ΕΚΤ κάτι που θα μπορούσε να δημιουργήσει καταστάσεις ανάλογες με την Κύπρο και να ενισχύσει το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, προοπτική που αν υλοποιηθεί είναι και η μοναδική που θα μπορούσε να πυροδοτήσει μεταλαμπάδευση της κρίσης εκτός Ελλάδας.

Θεωρώντας, όμως, το τελευταίο αυτό σενάριο απίθανο, η Goldman Sachs εκτιμά ότι είναι απίθανο να επηρεαστούν τόσο το ευρώ όσο και τα ομόλογα χωρών της περιφέρειας αλλά και οι διεθνείς αγορές. Εκτιμά ότι θα υπάρξουν ειδικές ρυθμίσεις για τις χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος μετάδοσης, ενώ η ΕΚΤ ίσως ενεργοποιήσει αγορές κρατικών τίτλων. Σύμφωνα μάλιστα με τον οίκο, δεν αναμένεται να διαφοροποιήσει ούτε τη στρατηγική της αναφορικά με το QE.

Ο οίκος  εκτιμά ότι ακόμη και αν υπάρξει κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα τα περιθώρια εξεύρεσης συναινετικής λύσης μεταξύ Αθήνας κα δανειστών είναι μεγάλα. Η χώρα έχει κάνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις μετά το 2012 και η απόσταση που τη χωρίζει μεταξύ αυτού που έχει κάνει και του τι πρέπει να γίνει ακόμα δεν είναι ανυπέρβλητη.

Εκτιμά επίσης ότι οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση πιθανότατα θα θελήσει να κεφαλαιοποιήσει το momentum που χτίζεται στην οικονομία από το να πυροδοτήσει φυγή κεφαλαίων που θα οδηγήσει την οικονομία σε ύφεση τύπου double dip. Επιπλέον, δεδομένου ότι περισσότερο από το 80% του χρέους ανήκει στον επίσημο τομέα, ελάφρυνσή του θα είναι εφικτή μόνο ως μέρος μιας ευρύτερης συμφωνίας με την ευρωζώνη. Αυτό αποτελεί κίνητρο για την ελληνική κυβέρνηση να αναζητήσει συναινετικές λύσεις. Παρόλα αυτά, επισημαίνει ότι η ιστορία της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη έχει δείξει ότι η πιθανότητα ατυχήματος δεν μπορεί ποτέ να αποκλειστεί.

Και καθησυχαστικές προσεγγίσεις

Καθησυχαστικό εμφανίζεται, τέλος από την πλευρά του, το δίκτυο  CNBC, στο οποίο αρκετοί ξένοι αναλυτές εκτιμούν ως δυσανάλογη και υπερβολική την υποχώρηση του ελληνικού χρηματιστηρίου κατά 21% τις τελευταίες τρεις ημέρες.

«Η Ελλάδα έχει διανύσει πολύ δρόμο. Έχουν κάνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και το μόνο που χρειάζεται είναι να επιλύσουν το τελευταίο κομμάτι του παζλ. Οι κίνδυνοι είναι σοβαροί, αλλά αυτό που συμβαίνει είναι μια υπερβολή (over-exaggeration)» δήλωσε στο πρακτορείο ο Ναέμ Ασλάμ, επικεφαλής αναλυτής αγορών στην AvaTrade. Ο ίδιος τόνισε πως η πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί επενδυτική ευκαιρία. «Η κατάσταση δεν είναι τόσο τραγική όσο ήταν πίσω στο 2010. Αν η ίδια κυβέρνηση παραμείνει, αυτό θα είναι μια ευκαιρία. Σε αυτή την περίπτωση κατά το επόμενο έτος θα εισρεύσουν  πολλά χρήματα στην Ελλάδα, τα οποία θα οδηγήσουν υψηλότερα τη χρηματιστηριακή αγορά».

«Η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ένα… μη-γεγονός για τις αγορές, αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν αξιοσημείωτες πωλήσεις στην Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Τη στιγμή που οι αποδόσεις του ελληνικού 10ετους ομολόγου σκαρφάλωσαν άνω της ζώνης του 9%, οι αναλυτές περιμένουν ως μάννα εξ ουρανού τις κινήσεις της ΕΚΤ. Πάντως, τη στιγμή που τα ελληνικά ομόλογα «χτυπήθηκαν» στα βράχια, τα αντίστοιχα της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας παρέμειναν σε αρκετά χαμηλά επίπεδα», λέει ο Peter Boockvar, επικεφαλής αναλυτής της αγοράς στον Όμιλο Lindsay.

Σε δικές του δηλώσεις, ο πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Κώστας Μποτόπουλος, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα έχει διανύσει πολύ δρόμο και η τρέχουσα εικόνα των αγορών δεν αποτυπώνει αυτή την πρόοδο. Και συμπλήρωσε ότι η αντίδραση της αγοράς σε αυτό το «νέο επίπεδο» της πολιτικής αβεβαιότητας είναι μια μεγάλη υπερβολή.

Ο Μποτόπουλος σύμφωνα με το CNBC αναφέρθηκε και στις δυσοίωνες προοπτικές του κυβερνώντος κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, ακόμη και πριν από την ανακοίνωση-σοκ του Σαμαρά. Αν οι εκλογές του Μαρτίου πραγματοποιούνταν όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί, ο διάδοχος του προέδρου, Κάρολου Παπούλια, θα έπρεπε να κερδίσει τα τρία πέμπτα του κοινοβουλίου των 300 εδρών της χώρας. Ωστόσο, η κυβέρνηση έχει μόνο 153 θέσεις, πράγμα που σημαίνει ότι θα απαιτήσει την υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος έχει δημοσίως αρνηθεί να στηρίξει οποιονδήποτε υποψήφιο.