Η απόφαση της κυβέρνησης να επιταχύνει χρονικά την κατάθεση του νομοσχεδίου για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού στη Βουλή, αμέσως μετά τις γιορτές και ενδεχομένως χωρίς να έχει προηγηθεί επαρκής προετοιμασία με τους Θεσμούς, είναι σαφής ένδειξη ότι το Μαξίμου επιχειρεί να αποκτήσει πρωτοβουλία κινήσεων, καθώς ο χρόνος μετρά αντίστροφα για την έναρξη της πρώτης αξιολόγησης.
Να είναι δηλαδή η κυβέρνηση εκείνη που θα ρίξει το πρώτο «πλακάκι του ντόμινο». Επιδιώκοντας να προσπεράσει με μεγάλη ταχύτητα τα αντιλαϊκά μέτρα που έρχονται, στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης, που ξεκινά εκτός απροόπτου στις 18 Ιανουαρίου, με περικοπές συντάξεων, αλλαγές στη φορολόγηση των αγροτών, αλλά και νέα δημοσιονομικά μέτρα για την περίοδο 2016 – 2018, με το λιγότερο δυνατό πολιτικό κόστος ώστε να εισέλθει αμέσως μετά, τον Φεβρουάριο, στη συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους. Περίπου δηλαδή, την ίδια περίοδο που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα ξεκινήσει να κάνει πάλι δεκτά τα ελληνικά ομόλογα για την παροχή φθηνότερης ρευστότητας στις εγχώριες τράπεζες.
Αναβαθμίσεις
Οι εξελίξεις αυτές μπορούν, υπό προϋποθέσεις να είναι αφετηρία περιόδου όπου θα ξεκινήσει να αντιστρέφεται το αρνητικό κλίμα έναντι της Ελλάδας, με τη βοήθεια κάποιας προόδου στο μέτωπο των αποκρατικοποιήσεων και της ενδεχόμενης ένταξης της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Μία διαδικασία που θα βγάλει τα ελληνικά ομόλογα από την καραντίνα, οικοδομώντας σταδιακά τις προϋποθέσεις για πιθανές αναβαθμίσεις της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του Δημοσίου, με το βλέμμα στραμμένο στην επιστροφή του Δημοσίου στις αγορές.
Ο σχεδιασμός αυτός όμως, που συγκροτεί το καλό σενάριο στη βάση του οποίου θα ήθελε να βαδίσει η κυβέρνηση τον επόμενο χρόνο, για να ευοδωθεί απαιτεί τη «συνεργασία» πολλών παραγόντων, ώστε ο «μηχανισμός» να μπορέσει να λειτουργήσει εύρυθμα και να μην απειληθεί με κατάρρευση.
Οι αστάθμητοι παράγοντες
Αστάθμητοι παράγοντες είναι οι εσωκομματικές συγκρούσεις και οι αντιδράσεις των σωματείων υπό το βάρος των σκληρών μέτρων και των αποκρατικοποιήσεων που έρχονται, το εύρος των πιέσεων που θα ασκήσουν τελικά οι πιστωτές στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης, το εάν και πώς θα μπορέσουν να διασφαλιστούν ευρύτερες συνεργασίες με μικρότερα κόμματα της αντιπολίτευσης ή και με μεμονωμένους βουλευτές τους ώστε να διασφαλιστεί μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα, και το πώς θα εξελιχθεί η αντιπαράθεση που όπως φαίνεται βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ των πιστωτών για το εάν θα μείνει ή εάν θα φύγει το ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα.
Ειδικά ως προς το τελευταίο, η κυβέρνηση, και προσωπικά ο Αλέξης Τσίπρας, δείχνει να επενδύει μεγάλο κεφάλαιο στην απομάκρυνση του Ταμείου, ώστε να μπορεί αυτό να λειτουργήσει ως αντιστάθμισμα στα μέτρα που έρχονται, και την κυβέρνηση να μπορεί να υποστηρίξει δημοσίως πως αυτά τα μέτρα ήταν η τελευταία «ριπή» λιτότητας.
Ωστόσο, η έκβαση αυτού του εγχειρήματος παραμένει ιδιαίτερα επισφαλής. Είναι σαφές ότι η απόφαση θα ληφθεί σε επίπεδο πιστωτών, στους κόλπους των οποίων επικρατεί εδώ και μήνες πολυγνωμία για το μέλλον του Ταμείου στο πρόγραμμα, σε περιβάλλον που αναζητούνται νέα σημεία ισορροπίας στην Ευρώπη υπό το βάρος της διπλής κρίσης του προσφυγικού και της τρομοκρατίας.
Φεύγει το ΔΝΤ;
Μάλιστα στελέχη με γνώση των διαπραγματεύσεων στο παρασκήνιο κάνουν λόγο για διαφορετικές προσεγγίσεις και στο εσωτερικό του Ταμείου, με την Κρ. Λαγκάρντ να τάσσεται υπέρ της παραμονής και άλλα επιφανή στελέχη όπως, για παράδειγμα, ο Π. Τόμσεν να επιθυμούν μια διαφορετική οδό. Στο πλαίσιο αυτό κεντρικό ρόλο διαδραματίζει και το Βερολίνο, με τον Β. Σόιμπλε και την Αγκ. Μέρκελ να χρειάζονται το Ταμείο στις δύσκολες συζητήσεις για την Ελλάδα στο γερμανικό Κοινοβούλιο και να επιμένουν στην παραμονή του στο ελληνικό πρόγραμμα έστω και με τη διάθεση πολύ μικρών χρηματικών κεφαλαίων.
Άλλωστε είναι πολύ πρόσφατη η αποτυχία της προηγούμενης κυβέρνησης του Αντ. Σαμαρά να απεμπλακεί από το ΔΝΤ, πεδίο στο οποίο είχε επίσης επενδύσει πολιτικά, καθώς ο Β. Σόιμπλε φέρεται να εναντιώθηκε απολύτως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, πυροδοτώντας με τη στάση του εξελίξεις στο τέλος του 2014. Την ίδια ώρα κομβικός είναι και ο ρόλος της ΕΚΤ με το Μάριο Ντράγκι να εμφανίζεται, θεσμικά, έτοιμος να στηρίξει την ελληνική οικονομία, εφόσον κυλήσει ομαλά η πρώτη αξιολόγηση.
Όχι επειδή επιθυμεί να λάβει θέση στα τεκταινόμενα στο εσωτερικό της χώρας, αλλά κινούμενος στο πλαίσιο στήριξης του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος και απορρόφησης των όποιων κραδασμών προκαλούνται από χώρες όπως η Ελλάδα, σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη, για την Ευρωζώνη, περίοδο.
Το θετικό «αφήγημα»
Στο εσωτερικό της χώρας η κυβέρνηση θα δοκιμάσει τις επόμενες εβδομάδες στην πράξη την εμπροσθοβαρή στρατηγική που επιδιώκει να εφαρμόσει, τελειώνοντας γρήγορα με τα δύσκολα, ώστε να δημιουργήσει αμέσως μετά θετικό μομέντουμ και να μπορέσει να «πατήσει» σε ένα θετικό αφήγημα για την οικονομία και τη σταδιακή απεξάρτηση από τα Μνημόνια. Ωστόσο οι αβεβαιότητες παραμένουν ισχυρές, ενώ η διαχειριστική λογική με όρους κομματικής επιβίωσης κάθε άλλο παρά αποτελεί ένα ισχυρό μήνυμα προς τις αγορές.
Τις αγορές, που είναι ο πιο σημαντικός ίσως «παρατηρητής» των εξελίξεων, αφού το μεγάλο ζητούμενο παραμένει η επάνοδος σε αυτές για δανεισμό με όσο το δυνατόν φθηνότερο κόστος. Κάτι που προϋποθέτει μια συγκροτημένη στρατηγική, απολύτως φιλική προς τις αγορές, τους επόμενους μήνες, με αλυσιδωτές θετικές εξελίξεις ώστε να δημιουργηθούν εκείνες οι προϋποθέσεις που θα βοηθήσουν να ξεκινήσει η σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού και επιστροφής της οικονομίας σε συνθήκες ομαλότητας.
Πηγή: Ημερησία