"Ουπς! Λάθος!"

Αν και δεν είναι η πρώτη φορά, ωστόσο τώρα γίνεται με τον πλέον επίσημο και “δηλωτικό” – αν όχι με υπόνοιες “απολογίας” – τρόπο: Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παραδέχεται, εμμέσως πλην σαφώς, ότι έγινα λάθη στο λεγόμενο “ελληνικό πρόγραμμα” που εγκρίθηκε το Μάιο του 2010.

Μετά από πέντε χρόνια βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, τρία μνημόνια, εξακοντισμού της ανεργίας και της φτώχειας, το ΔΝΤ, σε έκθεση, που εγκρίθηκε στις 7 Δεκεμβρίου από το ΔΣ και δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, λέει ότι έγιναν λάθη στο λεγόμενο ελληνικό πρόγραμμα, που εγκρίθηκε τον Μάιο του 2010 διότι δεν περιελήφθηκε η αναδιάρθρωση του χρέους, ώστε να επιβεβαιώνεται η βιωσιμότητά του.

Όπως μεταδίδει το ΑΠΕ, σχετικά με την αναδιάρθρωση του χρέους, η έκθεση αναφέρει ότι δεν πραγματοποιήθηκε λόγω του φόβου διάχυσης της κρίσης, αλλά και της έκθεσης των ευρωπαϊκών τραπεζών στο χρέος της Ελλάδας. Ήταν συστημική εξαίρεση, τονίζεται.

«Για την Ελλάδα, το Ταμείο δεν μπορούσε να εκτιμήσει ότι το χρέος ήταν, κατά μεγάλη πιθανότητα, βιώσιμο, μια εκτίμηση που συνήθως απαιτείται για πρόσβαση σε χρηματοδότηση του Ταμείου σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Όμως, το ρίσκο των επιπτώσεων στο σύστημα διεθνώς, δοθείσης της έλλειψης – την εποχή εκείνη – προστατευτικών τειχών που θα απομόνωναν [δηλ. προστατευτικά] άλλα μέλη της Ευρωζώνης, αποτέλεσε [ικανή] αιτιολόγηση για να μην απαιτηθεί μια επιχείρηση μείωσης του χρέους εξ αρχής ως προϋπόθεσης για συμφωνία [χρηματοδότησης] με το Ταμείο για εξαιρετική πρόσβαση», αναφέρεται στην έκθεση.

Όταν η ΕΚΤ ανέλαβε τη δέσμευση να κάνει ό,τι απαιτείται για να διασωθεί η ζώνη του ευρώ, και αφού πέρασαν δύο χρόνια αβεβαιότητας, άρχισε να αποκτάται ξανά η εμπιστοσύνη στην Ευρωζώνη, αναφέρεται στην έκθεση. Συγκεκριμένα τονίζεται:

«Συνολικά η εμπειρία αποκαλύπτει τα προβλήματα που παρουσιάζουν τα προγράμματα που υποστηρίζει το Ταμείο όταν η βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι εξασφαλισμένη εκ των προτέρων. Όταν έγινε τελικά η αναδιάρθρωση του χρέους ήταν πολύ αργά και αυτή απεδείχθη πολύ λίγη. Όταν τελικά αποφασίσθηκε η αναδιάρθρωση του χρέους του ιδιωτικού τομέα (PSI) το «κούρεμα» ήταν μεγάλο για τους πιστωτές σε σύγκριση με άλλες περιπτώσεις, αλλά την ίδια στιγμή είχαν αυξηθεί και οι πιθανότητες να αποδειχθεί ανεπαρκές για να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα του χρέους».

Σύμφωνα με το euro2day.gr, στην τηλεδιάσκεψη που ακολούθησε την δημοσιοποίηση της έκθεσης τα στελέχη του ΔΝΤ αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε σχόλια ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας σημειώνοντας ότι τα μηνύματα που προσπαθούν να δώσουν είναι διακρατικά.

Σημείωσαν ωστόσο την ανάγκη μεταρρυθμίσεων που θα προωθήσουν την ανταγωνιστικότητα. Παράλληλα, όπως είπαν και στην περίπτωση της χώρας μας «είναι σημαντικό να υπάρχει ισχυρή ιδιοκτησία του προγράμματος».

Για τη δημοσιονομική πολιτική σημειώθηκε ότι είναι καλό να είναι σταδιακή, αλλά θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η δυνατότητα χρηματοδότησης του προγράμματος.

Σχολιάζοντας το θέμα των περιπτώσεων που υπάρχει υψηλό δημόσιο χρέος η εκτίμηση που διατυπώθηκε στην τηλεδιάσκεψη ήταν πως είναι καλό να υπάρξει αναδιάρθρωση προκαταβολικά ωστόσο αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Θύμισαν ότι στις αρχές της κρίσης δεν υπήρξαν στην Ευρώπη τα τείχη προστασίας (firewall) που ήταν απαραίτητα για να αποφευχθούν φαινόμενα διάχυσης.

Όπως είπαν η ρύθμιση του χρέους μειώνει το κόστος χρηματοδότησης και την ανάγκη δημοσιονομικών μέτρων, αλλά υπάρχει και το θέμα της διατήρησης της «ιδιοκτησίας του προγράμματος» από τις αρχές.

Απαντώντας σε ερώτηση για το πόσα χρόνια θα χρειαστεί για να λειτουργήσει στην Ελλάδα η εσωτερική υποτίμηση αρνήθηκαν να απαντήσουν καθώς, όπως είπαν, αυτό υπερβαίνει το θέμα της έρευνας. Υποστηρίχθηκε πάντως ότι μπορεί να φέρει αποτέλεσμα στο κομμάτι των εξαγωγών και να παράξει απασχόληση. Για την Ελλάδα και άλλες χώρες το σημαντικότερο είναι να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις και να προσελκυστούν επενδύσεις.

Αναφορικά με την δημοσιονομική προσαρμογή που έγινε το 2010 τονίστηκε ότι σε ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα με υψηλό χρέος ήταν περίπου αναπόφευκτη. Θα ήταν καλύτερα να γίνει νωρίς η αναδιάρθρωση χρέους, επανέλαβαν, αλλά «πρέπει να δούμε και αν αυτό ήταν εφικτό».

Απαντώντας σε άλλη ερώτηση σημείωσαν ότι επί της αρχής ο ελάχιστος μισθός μπορεί να είναι ένα ισχυρό δίχτυ προστασίας αλλά θα πρέπει να μπορεί να χρηματοδοτηθεί. Σε ότι αφορά την ανταγωνιστικότητα θα πρέπει να εξεταστεί σε ποιο επίπεδο βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση.