Το δρόμο για την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της χώρας και μάλιστα με αναδρομική ισχύ από τον Μάιο του 2015 δείχνει το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ).
Η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που υποχρεώνει την κυβέρνηση να εκδώσει υπουργική απόφαση για την πανελλαδική από την 21η Μαΐου 2015 αναδρομική αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, δημοσιεύτηκε το απόγευμα της Τετάρτης. Μέχρι στιγμής φαίνεται ότι ο ΕΝΦΙΑ του 2015 δεν πρόκειται ν’ αλλάξει.
Με την υπ’ αριθμόν 4446/2015 απόφασή τους οι Σύμβουλοι έκριναν παράνομη την παράλειψη της κυβέρνησης να εκδώσει υπουργική απόφαση με την οποία θα αναπροσαρμόζονται οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων της χώρας.
Ειδικότερα, στην απόφασή τους, αφού εκτίμησαν τις παρούσες συνθήκες και σταθμίζοντας τα συμφέροντα τόσο των φορολογουμένων που έχουν προσφύγει στο ΣΤΕ όσο και του Ελληνικού Δημοσίου, «ιδίως δε την ύπαρξη έντονου δημόσιου συμφέροντος, συνισταμένου στην κατά το δυνατόν αποφυγή αιφνίδιας διακύμανσης των φορολογικών εσόδων, συνισταμένου στην, κατά το δυνατόν, αποφυγή αιφνίδιας διακύμανσης των φορολογικών εσόδων του κράτους, υπό της παρούσες δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες» έκριναν ότι η ακύρωση της κυβερνητικής παράλειψης να εκδώσει απόφαση αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών της χώρας πρέπει να ανατρέξει όχι «στο χρόνο συντέλεσης της παράλειψης», αλλά στην ημερομηνία λήξης της προθεσμίας (21.3.2015) εντός της οποίας η Κυβέρνηση όφειλε να εκδώσει την απόφασή της.
Επισημαίνουν ακόμη ότι η απόφαση που υποχρεούται να εκδώσει η κυβέρνηση πρέπει να έχει αναδρομική ισχύ από 21.5.2015, δηλαδή τότε που έληξε η προθεσμία που είχε λάβει για να εκδώσει νέα απόφαση καθορισμού των αντικειμενικών αξιών.
Επίσης, αναφέρεται στην δικαστική απόφαση ότι με το σύστημα προσδιορισμού αξιών των ακινήτων πρέπει να διασφαλίζεται η νόμιμη αξίωση των πολιτών «να καταβάλλουν φόρο, ο οποίος να αντιστοιχεί σε πραγματική και όχι πλασματική τους περιουσία», όπως προβλέπει το Σύνταγμα (άρθρο 78).
Το Δημόσιο υποστηρίζει ότι η αστάθεια στην αγορά των ακινήτων και η έλλειψη κινητικότητας έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει ικανοποιητικό και αντιπροσωπευτικό δείγμα αγοραπωλησιών, όπως εάν υπήρχαν κανονικές συνθήκες, όπου οι τιμές διέπονται από τον κανόνα της αγοράς και της ζήτησης. Μάλιστα, «η ρευστή και αβέβαιη αυτή κατάσταση δεν επιτρέπει την προσέγγιση των πραγματικών τιμών των ακινήτων και τον προσδιορισμό νέων περισσότερο αξιόπιστων αντικειμενικών αξιών».
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το Δημόσιο «η απόπειρα αναπροσαρμογής των αντικειμενικών άξιων, υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες καθίσταται επισφαλής διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην εκπληρώνεται ο στόχος της επικαιροποίησης των τιμών για αξιόπιστη και δίκαιη προσέγγιση των τιμών της αγοράς», ενώ υποστήριξε ότι θα επιφέρει σοβαρές δημοσιονομικές συνέπειες η μη παράταση έκδοσης υπουργικής απόφασης για τον καθορισμό των αντικειμενικών αξιών.
Στη δικαστική απόφαση αναφέρεται ακόμη, ότι το Δημόσιο επικαλέστηκε ότι «η ακολουθία των πολιτικών αυτών εξελίξεων και η κατάσταση της Ελληνικής οικονομίας των τελευταίων μηνών είχαν ως αποτέλεσμα το πάγωμα όλων των σχετικών ενεργειών».
Όμως, όπως τονίζεται, «η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις πραγματικές αξίες της αγοράς αποτυπώνεται και στις υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στα Μνημόνια, από το 2012. Το κράτος συνέχισε να εισπράττει τις υφιστάμενες κατά το χρόνο ισχύος των αντικειμενικών αξιών έτους 2007 φορολογικές επιβαρύνσεις επί της ακίνητης περιουσίας αλλά και να επιβάλλει νέες χωρίς να αναπροσαρμόζει τις αντικειμενικές αξίες και να δηλώνει αντικειμενική αδυναμία αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών».
Η αλλεπάλληλη παράταση των προθεσμιών αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, τονίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «δεν αποδεικνύει αδυναμία αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, αλλά καθυστέρηση στην δημιουργία κατάλληλου πλαισίου συλλογής και επεξεργασίας των απαραίτητων δεδομένων για την ανεύρεση των αγοραίων τιμών των ακινήτων, καθυστέρηση η οποία πάντως δεν μπορεί να αποβεί σε βάρος των φορολογουμένων, ούτε να δικαιολογήσει τη συνεχιζόμενη επιβολή φορολογικών βαρών βάσει αντικειμενικών αξιών που δεν ανταποκρίνονται στις αγοραίες».
Υπενθυμίζεται, ότι στην Ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου είχαν προσφύγει 13 ιδιοκτήτες ακινήτων που ζητούσαν να ακυρωθεί η άρνηση της Κυβέρνησης να εκδώσει -ανά διετία, όπως είχε υποχρέωση από το νόμο 1249/1982- απόφαση για την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων.