Αιχμές για τη ρητορική του Πρωθυπουργού, και άλλων κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών κατά του ΔΝΤ και του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, άφησε εμμέσως ο γερμανός Υφυπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Μίχαελ Ροτ. Σε συνέντευξή του στο ΑΜΠΕ ο κ. Ροτ αναφέρει ότι «η αντίληψη, ότι κάποιες δυνάμεις του κακού από το εξωτερικό οδήγησαν τη χώρα (σ.σ. την Ελλάδα) στο γκρεμό, είναι άστοχη και απλουστευτική» και υποστηρίζει ότι το μνημόνιο έχει και κοινωνικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι σε αυτό περιλαμβάνονται «ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα, μια λειτουργούσα κοινωνική διοίκηση, ένα σύγχρονο δίκαιο κοινωνικό κράτος».
Υπογραμμίζει, πάντως, ότι η κυβέρνησή του είχε πάντοτε την άποψη ότι «η Ελλάδα θα πρέπει να παραμείνει ως ισότιμος εταίρος στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη» ενώ για τη νέα ελληνική συμφωνία της Ελλάδας με τους θεσμούς, ο γερμανός αξιωματούχος επισημαίνει πως «είναι το αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού» όπως συμβαίνει άλλωστε πάντα με τις διαπραγματεύσεις και ότι «ξαναβρίσκουμε στο μνημόνιο αυτό που χρειάζεται επειγόντως η Ευρώπη, δηλαδή ανάπτυξη, επενδύσεις, δομικές μεταρρυθμίσεις».
Παράλληλα τονίζει ότι στην παρούσα φάση των κρίσεων σε όλον τον κόσμο αλλά και στην Ευρώπη, είμαστε υποχρεωμένοι «να διατηρήσουμε τη συνοχή μας», ενώ είναι «φυσικά πεπεισμένος» ότι η Ελλάδα λόγω της γεωστρατηγικής θέσης της «πρέπει να παραμείνει ένα αγκυροβόλιο σταθερότητας» και δηλώνει κατηγορηματικά ότι «δεν θέλουμε να αποδυναμώσουμε την Ελλάδα, θέλουμε να την ενισχύουμε».
Η Γερμανία έχει μεν κεντρικό, αλλά όχι ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη εξηγεί ο κ. Ροτ και διευκρινίζει ότι «η Ευρώπη, όμως, είναι και μια ομαδική προσπάθεια. Η Γερμανία, ένας ισχυρός παίκτης σε μια ομάδα 28 κρατών, προσπαθεί να ανταποκριθεί στις ευθύνες της σε μια Ευρώπη των κρίσεων».
Κατά τον σοσιαλδημοκράτη πολιτικό στην εποχή της παγκοσμιοποίησης «οι οικονομικοί παίκτες δεν ενδιαφέρονται πλέον καθόλου για τα εθνικά σύνορα» και στο πλαίσιο αυτό η Ευρώπη «προσπαθεί να διασώσει την υπεροχή της πολιτικής» επί της οικονομίας. Σε ό,τι αφορά το προσφυγικό, ο κ. Ροτ δηλώνει «πολύ υπερήφανος για το γεγονός ότι η Γερμανία κατάφερε παρ’ όλες τις δυσκολίες να ανταποκριθεί στο καθήκον της να δεχθεί πάρα πολλούς πρόσφυγες», ανταποκρινόμενη έτσι στις υποχρεώσεις της «ως μεγαλύτερης και οικονομικά ισχυρότερης χώρας» της Ε.Ε.
Θεωρεί ακόμη λανθασμένη την αντίληψη ότι οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες ταυτίζονται με την πολιτική των χριστιανοδημοκρατών της κ. Μέρκελ διότι πολλοί εμπλεκόμενοι, μεταξύ των οποίων και οι σοσιαλδημοκράτες, «εν τω μεταξύ έχουμε επιτύχει στην Ευρώπη μια αλλαγή πολιτικής, η οποία για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια έχει θέσει εμφατικά στο επίκεντρο την ανάπτυξη και την απασχόληση».