Η ανάγκη για αποτελεσματική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων παραμένει επιτακτική για τις τράπεζες, ωστόσο οι δανειολήπτες αντιμετωπίζουν «ενισχυμένες δόσεις αγωνίας», έως ότου ξεκαθαρίσει ένα πλήθος σημαντικών ζητημάτων για την εξέλιξη των δικών τους δανείων. Διαφοροποιημένο είναι το νέο θεσμικό πλαίσιο σε ό,τι αφορά την προστασία του δανειολήπτη. Και ενώ μέσα στον νόμο γίνεται λόγος για την εμπορική αξία του ακινήτου και όχι για την αντικειμενική του αξία, οι απόψεις διίστανται -σε πολιτική τουλάχιστον βάση- ποιον τελικώς ευνοεί η νέα διατύπωση. Τα δάνεια «κουρεύονταν» με τον νόμο Κατσέλη και δεν «κουρεύονται» με τον τρέχοντα νόμο; Συμβαίνει το αντίθετο; Υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο θεσμικών πλαισίων και ποιο είναι το ευνοϊκότερο πλαίσιο για τον «κόκκινο» και αδύναμο δανειολήπτη;
Το θέμα έγινε πρόσφατα πεδίο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, με την πρώτη να υποστηρίζει πως το πλαίσιο βελτιώνεται και επιτέλους επιτρέπεται το «κούρεμα» για τους μη έχοντες και τέλος πάντων για εκείνους που το νέο θεσμικό πλαίσιο επιθυμεί να προστατεύσει, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση υποστηρίζει πως το νέο θεσμικό πλαίσιο είναι χειρότερο από τον νόμο Κατσέλη για το δανειολήπτη.
Το νέο θεσμικό πλαίσιο σύμφωνα με έγκριτους νομικούς προβλέπει πως η τράπεζα δεν μπορεί μετά από οποιαδήποτε απομείωση δανείου υπέρ του δανειολήπτη να λάβει στο τέλος, ποσό μικρότερο από την εμπορική αξία του ακινήτου, η οποία ασφαλώς είναι πολύ μικρότερη από εκείνη της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου – στις περισσότερες πλέον περιπτώσεις, σύμφωνα με το αναλυτικό άρθρο της “Ημερησίας”. Σύμφωνα με τον νόμο Κατσέλη η απομείωση του δανείου δεν σχετιζόταν ούτε με την αντικειμενική ούτε με την εμπορική αξία του ακινήτου αλλά εναπόκειτο στην κρίση του δικαστή, που μπορεί να αποφάσιζε κατά συνείδηση και το πλήρες «κούρεμα» του δανείου. Ωστόσο στην πράξη λένε πάλι νομικοί κύκλοι, οι δικαστές που προχωρούσαν σε «κούρεμα» δανείου για λόγους αδυναμίας του δανειολήπτη να αποπληρώσει τις δόσεις του, σχεδόν πάντα συνέδεαν την απομείωση με την αντικειμενική αξία του καταλύματος, δηλαδή του ακινήτου που ήταν σε ενέχειρο.
Πωλήσεις δανείων
Σε κάθε περίπτωση πάντως κυβερνητικοί παράγοντες υπογράμμιζαν την ανάγκη να αποκλιμακωθούν τα «κόκκινα» δάνεια. Σε αυτό το πλαίσιο υποστήριζαν πως με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την ένταξη στο ενιαίο ευρωπαϊκό σύστημα θα προχωρήσει πιο γρήγορα η αποκλιμάκωση των «κόκκινων» δανείων, αρκεί να υπάρξουν οι σωστές λύσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Αναφερόμενος στο θέμα της πώλησης δανείων σε ξένα funds, ο Γ. Σταθάκης, Υπουργός Οικονομίας, σημείωνε πως «απαιτείται νέα νομοθεσία για κάτι τέτοιο, άρα δεν είναι εφικτό να γίνει». Διευκρίνιζε μάλιστα πως ως προς αυτό το κομμάτι οι τράπεζες τη μόνη δυνατότητα που έχουν, είναι είτε να προσλάβουν εταιρείες διαχείρισης των δανείων αυτών, είτε να προχωρήσουν σε μια λύση συγχρηματοδότησης. «Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει μεταπώληση, αγοραπωλησία δανείων», είπε χαρακτηριστικά ο υπουργός Οικονομίας.
Οι εγγυητές
Ένα άλλο μεγάλο θέμα που απασχολεί έντονα τους εμπλεκόμενους με το δάνειο φορείς είναι τα προβλήματα που αντιμετώπιζε τόσο μέσω του προηγούμενου θεσμικού πλαισίου όσο και μέσα από το τρέχον θεσμικό πλαίσιο ο εγγυητής του δανείου. Και τα δύο θεσμικά πλαίσια (παλιό και νέο) δεν θέτουν υπό την προστασία τους το δάνειο αλλά τον δανειολήπτη. Αντιμετωπίζουν δηλαδή το ενδεχόμενο πτώχευσης του ατόμου.
Στις περιπτώσεις λοιπόν που υπάρχουν εγγυητές, και εφόσον οι εγγυητές αυτοί δεν θεωρούνται «πτωχοί» κατά νόμον, είναι εκείνοι που αναλαμβάνουν το βάρος εξόφλησης του δανείου στις τράπεζες. Και όχι μόνον αυτό. Καθώς οι περισσότεροι εγγυητές, ιδιαίτερα στην περίπτωση φυσικών προσώπων αγνοούν τον νόμο διότι κρίνουν πως δεν τους αφορά, βρίσκονται στη δεινή θέση να έχει αποκτήσει ο δανειολήπτης την προστασία του θεσμικού πλαισίου και εκείνοι να νομίζουν πως δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι και μάλιστα στο σημείο αυτό χρειάζεται προσοχή και επαγρύπνηση από την πλευρά τους.
Με προσωρινές αποφάσεις δικαστηρίων οι δανειολήπτες σταμάτησαν να πληρώνουν τις τράπεζες αναμένοντας την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης ή πληρώνουν υποπολλαπλάσια δόση. Όμως η τράπεζα προσαυξάνει το χρέος με τόκους υπερημερίας, χωρίς να πλειστηριάζει το ακίνητο. Το χρέος αυτό θα αντιμετωπισθεί δικαστικά για την περίπτωση του δανειολήπτη όχι όμως και για εκείνη του μη πτωχευμένου εγγυητή που καλείται να το αντιμετωπίσει άμεσα.
Μάλιστα, καθώς τρέχει και η προθεσμία μέχρι την 1η Δεκεμβρίου για τους δανειολήπτες εκείνους που είναι «κόκκινοι» στα αρχεία των τραπεζών, να εμφανιστούν στο υποκατάστημα της τράπεζας και να γνωστοποιήσουν την περιουσιακή τους κατάσταση, πολλοί είναι οι εγγυητές που έλαβαν παρόμοια επιστολή χωρίς να καταλαβαίνουν το γιατί, ενώ αντίθετα τέτοια επιστολή δεν έλαβαν οι δανειολήπτες οι οποίοι είχαν την προστασία του νόμου ως πτωχοί. «Ωστόσο, παρά την αρνητική επίδραση και τη δυσλειτουργία που προκάλεσαν τα capital controls, ο ρυθμός αύξησης των επισφαλών δανείων δεν φαίνεται να επηρεάστηκε όσο αναμενόταν.
Πάντως οι τράπεζες δηλώνουν σε όλους τους τόνους πως δεν επιθυμούν να προχωρήσουν σε πλειστηριασμούς για πρώτη κατοικία, διότι αφενός θα καταστρέψουν την αγορά και αφετέρου διότι το κόστος μιας τέτοιας ενέργειας θα είναι πολύ μεγαλύτερο από το όφελος.
«Έφαγε» καταθέσεις ο ΕΝΦΙΑ
Κατά 681 εκατ. μειώθηκαν τον Οκτώβριο οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στις τράπεζες, υποχωρώντας στα 121,1 δισ. ευρώ από 121,6 δισ. που ήταν τον Σεπτέμβριο. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις η μείωση αυτή οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά, αφού υπάρχουν περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, στην πληρωμή φόρων που υποχρεώθηκαν οι φορολογούμενοι να καταβάλουν τον Οκτώβριο και ειδικά στην καταβολή της πρώτης δόσης του ΕΝΦΙΑ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τα νοικοκυριά απέσυραν από τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς 533 εκατ. , με αποτέλεσμα τα υπόλοιπα των αποταμιεύσεών τους στα τέλη Οκτωβρίου να υποχωρήσουν στα 101,2 δισ. ευρώ από 101,7 δισ. τον Σεπτέμβριο.
Μεγάλα ποσά μεταφέρθηκαν από τις προθεσμιακές καταθέσεις, τα υπόλοιπα των οποίων μειώθηκαν κατά 936,1 εκατ., καθώς μερίδα νοικοκυριών έσπασε προθεσμιακές καταθέσεις είτε για να πληρώσει φόρους είτε επέλεξε να μην ανανεώσει την κλειστή κατάθεση και να μεταφέρει τα χρήματα σε ανοιχτούς λογαριασμούς ταμιευτηρίου για να έχει πιο άμεση πρόσβαση.
Τα ταμειακά διαθέσιμα των επιχειρήσεων μειώθηκαν κατά 135,6 εκατ., διαμορφώνοντας το επίπεδο ρευστότητας των επιχειρήσεων στα 19,8 δισ. ευρώ.
Το ίδιο διάστημα η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα κατέγραψε άλλο έναν πτωτικό μήνα, με την καθαρή ροή δανείων, δηλαδή τις νέες χορηγήσεις μετά την αποπληρωμή δανείων, να είναι αρνητική κατά 412 εκατ. Το χρέος των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών προς τις τράπεζες μειώθηκε στα 204,9 δισ. και μετά τη νέα υποχώρηση των καταθέσεων, ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις εκτινάχθηκε στο 170%.