Οι αναλύσεις σχετικά με τη μεταβολή του επιπέδου ευημερίας στη χώρα μας κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης περιορίζεται συνήθως στη μελέτη των μεταβλητών-ροών, όπως είναι το διαθέσιμο εισόδημα, η ιδιωτική κατανάλωση και η εθνική αποταμίευση, τονίζει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
Σημαντικό στοιχείο, ωστόσο, που επηρεάζει τόσο την τρέχουσα ευημερία, όσο και τις προσδοκίες για το μέλλον των πολιτών μιας χώρας είναι η μεταβολή της αξίας του πλούτου τους, που συνιστά μεταβλητή-απόθεμα, αναφέρει η Alpha, σημειώνει το euro2day.
Αξίζει λοιπόν να διερευνήσουμε τις επιπτώσεις της κρίσης και σε αυτόν τον τομέα, ξεκινώντας από το ζήτημα του ορισμού.
Τα βασικά στοιχεία που απαρτίζουν τον πλούτο των νοικοκυριών είναι ο χρηματοοικονομικός πλούτος, δηλαδή ρευστά διαθέσιμα και κινητές αξίες (ομόλογα, μετοχικοί τίτλοι κ.λπ.), ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος που προσεγγίζεται κατά κύριο λόγο με τις αξίες των ακινήτων και τέλος, το ανθρώπινο κεφάλαιο, που δύναται να προσεγγισθεί ως η παρούσα αξία των προσδοκώμενων αποδοχών σε όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του ατόμου (lifetime income approach). Η επένδυση, κρατική και ιδιωτική, στην εκπαίδευση πριν και μετά την είσοδο στην αγορά εργασίας αποτελεί τον βασικό παράγοντα αναβαθμίσεως του ανθρώπινου κεφαλαίου.
O καθαρός πλούτος των νοικοκυριών ορίζεται ως η διαφορά του συνόλου της τρέχουσας αξίας του χρηματοοικονομικού και μη χρηματοοικονομικού πλούτου από το σύνολο του ιδιωτικού χρέους τους. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν απωλέσει το 28,9% του συνόλου των υλικών στοιχείων ενεργητικού τους, σωρευτικά στη χρονική περίοδο 2008-2015 (Ιούνιος).
Η πτώση αυτή είναι η μεγαλύτερη ανάμεσα στις επιλεγμένες χώρες της Ευρωζώνης και ακολουθούν η Πορτογαλία και η Ισπανία, ενώ η Γερμανία σημειώνει τις μικρότερες απώλειες.
Από την ανάλυση των εν λόγω στοιχείων προκύπτει ότι τα νοικοκυριά στην Ελλάδα κατέγραψαν τη μεγαλύτερη μείωση του μη χρηματοοικονομικού πλούτου μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών. Η εξέλιξη αυτή συμβαδίζει με την καθίζηση της αγοράς ακινήτων, η οποία, αν και σε μικρότερη ένταση, συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Ειδικότερα, σημειώνεται η κατακόρυφη πτώση των οικιστικών ακινήτων κατά 37,9% σωρευτικά στην περίοδο 2009-2015 Q2, μετά τη μεγάλη αύξηση των τιμών που προηγήθηκε στην περίοδο 2004-2007 (33%) (στοιχεία Τραπέζης Ελλάδος). Αξίζει να σημειωθεί ότι η σημαντική αύξηση των αγοραίων τιμών των ακινήτων στην Ελλάδα δεν ήταν αποτέλεσμα κερδοσκοπικών τάσεων με σκοπό την αποκόμιση κεφαλαιακών αποδόσεων, αλλά προήλθε κυρίως από το παραδοσιακό μοντέλο αποθεματοποιήσεως πλούτου και βελτιώσεως του κοινωνικού status που υιοθετήθηκε μεταπολεμικά από τα ελληνικά νοικοκυριά.
Όμως, το ιδιαίτερο αυτό πρότυπο συμπεριφοράς των ελληνικών νοικοκυριών ανετράπη διά της εισαγωγής μιας υψηλής μόνιμης πλέον φορολογικής επιβαρύνσεως της ακίνητης περιουσίας, κυρίως μέσω του ΕΝΦΙΑ, που επηρεάζει δυσμενώς την αγορά ακινήτων και αποθαρρύνει περαιτέρω τη ζήτηση.
Το brain drain
Γίνεται προφανές, συνεχίζει η ανάλυση της Alpha Bank όπως αναφέρει το euro2day, ότι στην ανωτέρω ανάλυση δεν συμπεριλαμβάνεται το ανθρώπινο κεφάλαιο, η αποτίμηση του οποίου είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Η Ελλάς, ωστόσο, παρέχει δημόσια παιδεία σε όλες τις βαθμίδες εκπαιδεύσεως, η οποία χρηματοδοτείται με χρήματα των φορολογουμένων. Παράλληλα, η μέση ελληνική οικογένεια χρηματοδοτεί συχνότατα σπουδές υψηλού επιπέδου στο εξωτερικό. Η εκροή επιστημόνων και εξειδικευμένων στελεχών (είτε η παραμονή τους μετά το πέρας των σπουδών στο εξωτερικό) συνιστά σημαντική απώλεια του παραγωγικού δυναμικού, και κατά συνέπεια, του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας (brain drain).
Το φαινόμενο της εκροής του ανθρώπινου κεφαλαίου έχει λάβει διαστάσεις στην Ελλάδα την περίοδο της οικονομικής κρίσεως, καθώς οι αρτιότερα εκπαιδευμένοι εργαζόμενοι αναζητούν σε άλλες χώρες καλύτερες συνθήκες διαβιώσεως, με υψηλότερες αμοιβές και προοπτική κοινωνικής και οικονομικής προόδου.
Σημειώνεται ότι μεταξύ του 2009 και του 2013 έχουν μεταναστεύσει συνολικά 228.000 Έλληνες, τάση η οποία συνεχίσθηκε και το 2014.
Οι βασικοί λόγοι της εκροής του επιστημονικού και εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού από τη χώρα μας σχετίζονται με οικονομικούς αλλά και με άλλους, μη οικονομικούς παράγοντες.
Οι οικονομικοί παράγοντες αφορούν στην αλματώδη αύξηση του ποσοστού ανεργίας, πρωτίστως της ανεργίας των νέων, σε συνδυασμό με ταυτόχρονη σημαντική πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών (Γράφημα 3). Η αδυναμία ευρέσεως εργασίας αλλά και η μείωση των αποδοχών οδηγούν τους επιστήμονες προς αναζήτηση εργασίας σε πιο ανεπτυγμένες από την Ελλάδα χώρες.