Οι καθαρές υποχρεώσεις της Ελλάδας έναντι του εξωτερικού από περίπου 45% του ΑΕΠ το 2001 αυξήθηκαν σε σχεδόν 100% του ΑΕΠ το 2010 και ανήλθαν σε περίπου σε 121% του ΑΕΠ το 2014.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος οι καθαρές υποχρεώσεις της γενικής κυβέρνησης αποτελούν σχεδόν αποκλειστικά τη βασική αιτία της διεύρυνσης της διεθνούς επενδυτικής θέσης της χώρας, ενώ ο ιδιωτικός τομέας έχει θετική καθαρή επενδυτική θέση.
Ενδεικτικά, από το σύνολο των εξωτερικών υποχρεώσεων της χώρας, άνω του 55% αφορά σε δανειακές υποχρεώσεις προς τους διεθνείς οργανισμούς και τις κυβερνήσεις των χωρών της ζώνης του ευρώ. Πιο απλά η καθαρή επιβάρυνση της γενικής κυβέρνησης μετά το 2010 είναι αποτέλεσμα των δανείων που λαμβάνει η χώρα από το μηχανισμό στήριξης και τα οποία καταχωρούνται στις λοιπές επενδύσεις.
Από τα εν λόγω στοιχεία προκύπτει πως μια μεγάλη ελάφρυνση του χρέους του επίσημου τομέα θα οδηγήσει σε βελτίωση της διεθνούς επενδυτικής θέσης της χώρας.
Ήδη το υψηλό ποσοστό των επίσημων υποχρεώσεων της χώρας αμβλύνει σε μεγάλο βαθμό τις δυσμενείς συνέπειες από την υψηλή αρνητική διεθνή επενδυτική θέση της χώρας. Αυτό είναι αποτέλεσμα τόσο του χαμηλού επιτοκίου δανεισμού όσο και της μεγάλης χρονικής διάρκειας μέχρι την αποπληρωμή των δανείων.
Συγκεκριμένα, η μέση σταθμική διάρκεια του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης ανέρχεται σε λίγο πάνω από τα 16 έτη και περίπου τα 4/5 του χρέους έχουν λήξεις μετά από 5 έτη. Επιπρόσθετα, τα κεφάλαια αυτά δεν επηρεάζουν άμεσα την εξωτερική χρηματοπιστωτική ευπάθεια της χώρας, καθώς αποτελούν δανειακές υποχρεώσεις προς κράτη και διεθνείς οργανισμούς οι οποίες δεν είναι διαπραγματεύσιμες στις διεθνείς αγορές.
Συγκεκριμένα, η αναβολή καταβολής τόκων για 10 έτη στα δάνεια του EFSF, σε συνδυασμό με τη μείωση του επιτοκίου στα διμερή δάνεια από τις χώρες της ευρωζώνης το 2012 συνέβαλαν καθοριστικά στη μείωση των πληρωμών τόκων. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και από τη σημαντική μείωση στην τεκμαιρόμενη απόδοση επί των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας.
Πηγή: Το Βήμα