Το γραφικό θέρετρο Τζάκσον Χολ στην πολιτεία Ουαϊόμινγκ των ΗΠΑ υποδέχεται σήμερα και αύριο με αφορμή το ετήσιο συμπόσιο της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας FED κορυφαίους κεντρικούς τραπεζίτες και οικονομολόγους. Το κεντρικό ερώτημα που πλανάται στην ατμόσφαιρα είναι αν η FED θα αυξήσει τελικά το βασικό της επιτόκιο ήδη τον Σεπτέμβριο ή αν θα το πράξει τελικά στο τέλος του έτους.
Ωστόσο, η καθ’ ύλην αρμόδια να απαντήσει στο φλέγον ερώτημα, η επικεφαλής της FED Τζάνετ Γέλεν δεν θα είναι παρούσα στη συνάντηση, γεγονός που έχει προκαλέσει πολλά ερωτηματικά και συζητήσεις.
Γεγονός είναι ότι η αμερικανική οικονομία βρίσκεται και πάλι σε τροχιά ανάπτυξης, με τα ποσοστά ανεργίας να μειώνονται αισθητά. Ως εκ τούτου, ο Μάρτιν Χούφνερ, επικεφαλής οικονομολόγος του χρηματοοικονομικού ομίλου Assenagon, εκτιμά ότι η FED θα προβεί σε αύξηση του βασικού επιτοκίου τον Σεπτέμβριο. Όπως επισήμανε στην DW, «πρώτον, επειδή η FED έχει προετοιμάσει σωστά τις αγορές και δεύτερον, επειδή είναι αναγκαίο να επανέλθουμε και πάλι σε κανονικές συνθήκες στις κεφαλαιαγορές».
Από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης το 2008 τα βασικά επιτόκια στις ΗΠΑ κυμαίνονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, μεταξύ 0% και 0,25%. Το γεγονός ότι τα επιτόκια υπολείπονται του πληθωρισμού προκαλεί τη δυσαρέσκεια των καταθετών, οι οποίοι διαμαρτύρονται για κεκαλυμμένη απαλλοτρίωση της περιουσίας τους. Οι χρηματαγορές έχουν προσαρμοστεί τόσο πολύ στο στοιχείο του άφθονου και «φθηνού» χρήματος, ώστε η αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων δημιουργεί ήδη ένα είδος στερητικού συνδρόμου, το οποίο ενδέχεται να οδηγήσει σε πανικόβλητες αντιδράσεις.
Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί πριν από δύο χρόνια, όταν μια αναφορά του τότε επικεφαλής της FED Μπεν Μπερνάνκι περί ενδεχόμενου τερματισμού της αγοράς ομολόγων είχε σταθεί αρκετή για να θέσει υπό ισχυρή πίεση τα νομίσματα και τις χρηματαγορές ορισμένων αναδυόμενων οικονομιών.
Περισσότερο επλήγησαν τότε η Βραζιλία, η Νότια Αφρική, η Τουρκία, η Ινδονησία και η Ινδία. «Οι συγκεκριμένες χώρες ήταν ευπρόσβλητες κυρίως εξαιτίας του υψηλού ελλείμματος στο εμπορικό τους ισοζύγιο, η χρηματοδότηση του οποίου βρισκόταν, όπως θεωρούσαν πολλοί, σε κίνδυνο το 2013 εξαιτίας των υψηλότερων αμερικανικών επιτοκίων και της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας με το αμερικανικό δολάριο», γράφει σε ανάλυσή του ο Λουτς Κάρποβιτς, ειδικός της Commerzbank.
Από τότε μόνο η Ινδία έχει μειώσει αισθητά το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της. Ορισμένες προόδους σημείωσε και η Ινδονησία. Όμως, οι άλλες τρεις χώρες παραμένουν σε εύθραυστη κατάσταση. Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Assenagon Μάρτιν Χούφνερ προβληματίζεται περισσότερο για τη Βραζιλία εξαιτίας της μείωσης στην παραγωγή, της εξασθενημένης κατανάλωσης και του σχεδόν διψήφιου ποσοστού πληθωρισμού. Δύσκολη είναι και η κατάσταση στη Ρωσία, με το ρούβλι να υποβαθμίζεται περαιτέρω εξαιτίας της πτωτικής τιμής του πετρελαίου. Ισχυρές πιέσεις ασκούνται και στην τουρκική λίρα εξαιτίας της πολιτικής αστάθειας στη χώρα.
Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί τώρα και η περίπτωση της Κίνας. Η οικονομία της αναπτύσσεται με βραδύτερους ρυθμούς, οι εξαγωγές της μειώνονται και οι χρηματιστηριακές αγορές της καταγράφουν σημαντικότατες απώλειες. Τα προβλήματα της Βραζιλίας ή της Κίνας δεν έχουν μεν σχέση με τα αμερικανικά επιτόκια, διευκρίνισε ο Μάρτιν Χούφνερ, ωστόσο η σχεδιαζόμενη αύξησή τους θα επιτάχυνε, κατά τη γνώμη του, τις αρνητικές εξελίξεις σε αυτές τις χώρες. Όπως είπε, «ενδέχεται να επαναληφθεί κάτι σαν την ασιατική κρίση της δεκαετίας του 1990, περίπτωση κατά την οποία θα πρέπει να επιβληθούν περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων και να ληφθούν προστατευτικά μέτρα».
Η Ευρώπη φαίνεται να μην βρίσκεται αυτήν την περίοδο στο μάτι του κυκλώνα. Αντιθέτως, η ευρωζώνη επωφελήθηκε από το ισχυρό δολάριο. Παρόλα αυτά αν ενισχυθούν οι αναταράξεις στις αναδυόμενες οικονομίες, η Ευρώπη δεν πρόκειται να μείνει αλώβητη.
Μία νέα χρηματοοικονομική κρίση είναι το τελευταίο που χρειάζεται ο κόσμος αυτήν τη στιγμή, υπογράμμισε ο Μάρτιν Χούφνερ, επισημαίνοντας ότι σε αντίθεση με το 2008, σήμερα δεν υπάρχουν πλέον τα εργαλεία αντιμετώπισης μιας τέτοιας κρίσης στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής.
Πηγή: DW