Η Ελλάδα χρειάζεται κατά γενική ομολογία ριζικές μεταρρυθμίσεις, καλύτερη δημόσια διοίκηση, μέτρα καταπολέμησης της διαφθοράς και αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Πολλά από αυτά τα στοιχεία περιλαμβάνονται στη λίστα των όρων που θέτουν οι δανειστές της χώρας για τη χορήγηση νέων δανείων. Ωστόσο, όπως στα δύο πρώτα προγράμματα στήριξης, έτσι και στο υπό διαπραγμάτευση τρίτο δίνεται μεγαλύτερο βάρος σε μέτρα λιτότητας, με την πτυχή των επενδύσεων να περνά μάλλον σε δεύτερη μοίρα.
Για να αιτιολογήσει την επιμονή της στη γραμμή της αυστηρής λιτότητας η γερμανική κυβέρνηση χρησιμοποίησε επανειλημμένα το απλοϊκό παράδειγμα της Γερμανίδας νοικοκυράς που δεν δαπανά ποτέ περισσότερα χρήματα από όσα έχει στη διάθεσή της. Ωστόσο, αυτή η αρχή είναι τόσο απλοϊκή όσο και λανθασμένη όταν πρόκειται για μια κρατική οικονομία που διάγει περίοδο κρίσης. Οι οικονομολόγοι συγκλίνουν στο ότι η Ελλάδα μπορεί να υπερβεί το αδιέξοδο μόνο εφόσον η οικονομία της αρχίσει να αναπτύσσεται και για να γίνει αυτό απαιτούνται επενδύσεις. Ο Σεμπάστιαν Γκέχερτ, οικονομολόγος του Ινστιτούτου IMK που πρόσκειται στην Ένωση Γερμανικών Συνδικάτων, αξιολόγησε τα αποτελέσματα 104 διεθνών οικονομικών μελετών με αντικείμενο την τόνωση της κρατικής ανάπτυξης, οι οποίες δημοσιεύθηκαν από το 1992 έως το 2012 σε επιστημονικά περιοδικά.
Όπως επισήμανε στην DW ο Γερμανός ειδικός, «αν λάβει κανείς σοβαρά υπόψη του αυτήν τη βιβλιογραφία, τότε διαβάζει σε αυτήν ότι η αύξηση των δημόσιων δαπανών και οι φοροελαφρύνσεις, για παράδειγμα, τονώνουν την ανάπτυξη ως έναν βαθμό και ειδικά σε μία κατάσταση κρίσης. (…)
Επιπλέον, μπορεί να πει κανείς ότι ανάμεσα στα μέτρα που αφορούν το σκέλος των δαπανών οι δημόσιες δαπάνες έχουν την ισχυρότερη θετική επίδραση στην ανάπτυξη».
Οι διεθνείς μελέτες που συνεκτιμήθηκαν εστιάζουν στους λεγόμενους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές, με τους οποίους μπορεί να εκτιμηθεί η επίδραση των κρατικών δαπανών στην ανάπτυξη. Από τα στοιχεία προέκυψε ότι οι κρατικές επενδύσεις έχουν με διαφορά το καλύτερο αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Η απόδοση για κάθε ευρώ που επενδύει το κράτος κυμαίνεται μεταξύ 1,3 και 1,8 ευρώ.
Πάντως, ο Σεμπάστιαν Γκέχερτ αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα αδυνατεί να προβεί σε δημόσιες επενδύσεις με τις δικές της δυνάμεις, δεδομένου ότι στερείται πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές, ενώ απουσιάζουν και τα αναγκαία φορολογικά έσοδα. Με αυτά τα δεδομένα είναι ιδιαίτερα δύσκολη και η απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων για αναπτυξιακά έργα που απαιτούν κρατική συγχρηματοδότηση. Ο Γερμανός οικονομολόγος εκτίμησε ότι «μάλλον θα έπρεπε να μειώσει κανείς αυτό το μερίδιο και μάλιστα σε μηδενικό επίπεδο, ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να κάνει αυτές τις επενδύσεις προκειμένου να κατορθώσει να βγει από την κρίση».
Ο Γερμανός ερευνητής εστίασε μεταξύ άλλων και στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων, το γνωστό και ως «Σχέδιο Γιούνκερ», που προβλέπει τη συγκέντρωση και διάθεση κεφαλαίων ύψους 315 δις ευρώ την περίοδο 2015-2017. Ο σχεδιασμός που προβλέπει το συντριπτικό ποσοστό αυτών των χρημάτων να προέλθει από ιδιώτες επενδυτές δημιουργεί επιφυλάξεις για την επιτυχία του εγχειρήματος. Όπως επισήμανε ο κ. Γκέχερτ, «δεν θα πρέπει να θεωρήσει κανείς ότι πολλοί ιδιώτες επενδυτές θα αρχίσουν τώρα με αφορμή το Σχέδιο Γιούνκερ να ενισχύουν και πάλι τις επενδύσεις τους στην Ελλάδα. Δεν θα υπέθετα κάτι τέτοιο».
Ειδικά η Ελλάδα, αλλά και η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία έχασαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ τους, με παράλληλη αύξηση του ποσοστού ανεργίας. Η αυστηρή πολιτική λιτότητας, που επιλέχθηκε ως μέσο αντιμετώπισης της κρίσης, συχνά δεν είχε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. «Η διεθνής ερευνητική κοινότητα εκτιμά ότι η πολιτική λιτότητας προκαλεί παράλυση στην οικονομική ανάπτυξη και προφανώς αυτά τα ερευνητικά συμπεράσματα δεν λαμβάνονται υπόψη. Θεωρείται ότι στο τέλος τα μέτρα λιτότητας θα επιτρέψουν στην οικονομία να αναπτυχθεί και αυτό είναι μάλλον ένα απατηλό συμπέρασμα».
Το υπό διαπραγμάτευση τρίτο πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης για την Ελλάδα επικρίθηκε από πολλούς οικονομολόγους και πολιτικούς ως υφεσιακό, γεγονός που καθιστά αμφίβολη την αποτελεσματικότητα των μέτρων που καλείται να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση. Παρόμοιο προβληματισμό διατύπωσε και ο Σεμπάστιαν Γκέχερτ. Όπως υπογράμμισε, «ο παράγοντας της λιτότητας θα οδηγήσει βεβαίως σε νέο πλήγμα για την οικονομία. Ειδικά τα μέτρα λιτότητας πλήττουν περισσότερο το φτωχότερο τμήμα του πληθυσμού εξαιτίας των περικοπών στις κατώτατες συντάξεις και την ισχυρή άνοδο του ΦΠΑ σε αγαθά πρώτης ανάγκης. Αυτά θα προκαλέσουν εν τέλει έναν πολύ ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη».
Πηγή: DW