Τους λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι η Ελλάδα δε θα βγει από την Ευρωζώνη αναλύει η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank, σε νέα έκδοση του περιοδικού της δελτίου Greece Macro Monitor, με τίτλο «Grexit: γιατί δεν θα συμβεί». Η ανάλυση στηρίζεται σε αμιγώς οικονομικά επιχειρήματα και εξηγεί για ποιους λόγους η αθέτηση πληρωμών προς τους κατόχους ελληνικού δημόσιου χρέους ή ακόμη και έξοδος από τη ζώνη του ευρώ θα ήταν καταστροφική για τη χώρα, αλλά και αποσταθεροποιητική για το οικοδόμημα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).
Μεταξύ άλλων, σημειώνει ότι άνω του 95% του ελληνικού χρέους είναι σήμερα σε ευρώ και το μεγαλύτερο μέρος του (άνω το 80%) έχει συναφθεί σε ξένο δίκαιο. Αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι μια χρεοκοπία θα εξέθετε τη χώρα σε τεράστια νομική αβεβαιότητα και τον κίνδυνο δαπανηρών και χρονοβόρων διαδικασιών για την επίλυση μεγάλων νομικών διαφορών με τους διεθνείς πιστωτές. Επιπλέον, σε περίπτωση εξόδου από την ΟΝΕ, η μετατροπή των εγχώριων συμβάσεων και συμβατικών απαιτήσεων (πχ. τραπεζικά δάνεια και καταθέσεις) στο νέο εθνικό νόμισμα θα ήταν ιδιαιτέρως αποσταθεροποιητική.
Επιπλέον, η μελέτη υποστηρίζει ότι μια εξωτερική υποτίμηση (δηλαδή μέσω εξόδου από την Ευρωζώνη και υιοθέτησης νέου νομίσματος) δεν θα επέλυε μακροπρόθεσμα ούτε τα προβλήματα της χαμηλής ανταγωνιστικότητας, που -όπως σημειώνεται- πρέπει να αντιμετωπισθούν με σαρωτικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, των οποίων όμως η ορμή σε περίπτωση εξόδου από το ευρώ θα μειωνόταν δραματικά.
Προς επίρρωση των όσων υποστηρίζει η μελέτη παρουσιάζει σύντομη αναδρομή σε σειρά σημαντικών υποτιμήσεων της δραχμής που έλαβαν χώρα τη μεταπολεμική περίοδο και εξηγεί, γιατί αυτές απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να τονώσουν την ανταγωνιστικότητα και τον εξαγωγικό προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας σε μακροχρόνια βάση.
Τη συγγραφή της έκθεσης επιμελήθηκαν οι οικονομολόγοι της Τράπεζας κ.κ. Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου Eurobank, Δρ. Θεόδωρος Σταματίου, Ανώτερος Οικονομολόγος, και Στυλιανός Γ. Γώγος, Οικονομικός Αναλυτής.
Η έκθεση
Ειδικότερα, με αφορμή τη διοχέτευση σειράς σεναρίων στο διεθνή τύπο για το ενδεχόμενο ενός σοβαρού «ατυχήματος» (‘Graccident’) στην Ελλάδα το επόμενο διάστημα – κυρίως λόγω των αυξημένων υποχρεώσεων της χώρας για την αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων και την έως σήμερα μη επίτευξη συμφωνίας με τους επίσημους δανειστές για την υλοποίηση των αποφάσεων του EUROGROUP της 20ης Φεβρουαρίου -, η μελέτη επιχειρεί να αξιολογήσει τις πιθανότητες πραγματοποίησης κάποιων εκ των σεναρίων αυτών καθώς και τις δυνητικές τους επιπτώσεις.
Η μελέτη απέχει από την ανάλυση των νομικών και τεχνικών επιπλοκών που ενδεχομένως σχετίζονται με κάποια από τα υπό εξέταση σενάρια.
Αντ’ αυτού, στηρίζεται σε αμιγώς οικονομικά επιχειρήματα και εξηγεί για ποιους λόγους η αθέτηση πληρωμών προς τους κατόχους ελληνικού δημόσιου χρέους ή ακόμη και έξοδος από την ζώνη του ευρώ θα ήταν καταστροφική για την χώρα αλλά και αποσταθεροποιητική για το οικοδόμημα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).
Πιο αναλυτικά, η έκθεση ρίχνει μια σύντομη ματιά στη διαχρονική εξέλιξη σειράς νομισματικών ενώσεων στη σύγχρονη ιστορία (καθώς και σε προηγούμενα επεισόδια διάλυσης ή μονομερούς εξόδου κάποιων εκ των κρατών-μελών τους) με στόχο την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Κατόπιν αναλύει το δυνητικό κόστος και τα οφέλη που εκπορεύονται από τη συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ και εξηγεί για ποιο λόγο δεν υπάρχει σαφές ιστορικό προηγούμενο για την ΟΝΕ, η οποία, πάνω απ’ όλα, αποτελεί πολιτικό οικοδόμημα.
Στη συνέχεια, αξιολογεί εν συντομία τα προγράμματα προσαρμογής που εφαρμόστηκαν την τελευταία 5ετία σε οικονομίες της λεγόμενης περιφέρειας της Ευρωζώνης και εξηγεί γιατί τα προγράμματα αυτά δεν έχουν εξαλείψει πλήρως τις βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στην κρίση χρέους της ΟΝΕ.
Στην τρέχουσα συγκυρία, η αποκατάσταση θετικών και βιώσιμων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης αποτελεί το κύριο ζητούμενο όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της περιφέρειας της Ευρωζώνης με στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, την ενίσχυση των φορολογικών εσόδων και την αύξηση της ποσότητας (και ποιότητας) των τραπεζικών στοιχείων ενεργητικού και ενεχύρων.
Ωστόσο, ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι οικονομίες αυτές είναι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους του ευρωπαϊκού Βορρά.
Επιπλέον, οι περισσότερες από αυτές έχουν συσσωρεύσει υψηλά επίπεδα δημόσιου (ή / και ιδιωτικού) χρέους τα οποία, ελλείψει δραστικών αναδιαρθρώσεων, συνεχίζουν να δυσχεραίνουν τις προσπάθειες εξόδου από το φαύλο κύκλο χαμηλής ανάπτυξης και υψηλού δανεισμού.
Δε συμφέρει η έξοδος
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω, η μελέτη ρίχνει μια προσεκτική ματιά στα προβλήματα υψηλού δημοσίου χρέους και χαμηλής ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας και εξηγεί γιατί μια στάση πληρωμών ή/και έξοδος από τη ζώνη του ευρώ θα ήταν μια εξαιρετικά αντιπαραγωγική (και, στην πραγματικότητα, άκρως επικίνδυνη) στρατηγική για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών.
Μεταξύ άλλων, η μελέτη σημειώνει ότι άνω του 95% του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι σήμερα σε ευρώ και το μεγαλύτερο μέρος του (άνω το 80%) έχει συναφθεί σε ξένο δίκαιο. Αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι μια χρεοκοπία θα εξέθετε τη χώρα σε τεράστια νομική αβεβαιότητα και τον κίνδυνο δαπανηρών και χρονοβόρων διαδικασιών για την επίλυση μεγάλων νομικών διαφορών με τους διεθνείς πιστωτές.
Επιπλέον, σε περίπτωση εξόδου από την ΟΝΕ, η μετατροπή των εγχώριων συμβάσεων και συμβατικών απαιτήσεων (πχ. τραπεζικά δάνεια και καταθέσεις) στο νέο εθνικό νόμισμα θα ήταν ιδιαιτέρως αποσταθεροποιητική για τους καταθέτες, το τραπεζικό σύστημα, το εγχώριο επιχειρηματικό περιβάλλον και, ιδιαίτερα, τις οικονομικά ασθενέστερες ομάδες του πληθυσμού.
Η μελέτη υποστηρίζει ότι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν αποτελεί κατά κύριο λόγο πρόβλημα υψηλότερου σχετικού μισθολογικού κόστους σε σχέση με τους κύριους εμπορικούς εταίρους. Αντ’ αυτού, αντανακλά κυρίως σειρά άλλων παραγόντων που συνεχίζουν να παρεμποδίζουν τον εξαγωγικό προσανατολισμό της οικονομίας.
Οι στρεβλώσεις αυτές πρέπει να αντιμετωπισθούν με σαρωτικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και στο εσωτερικό κανονιστικό και θεσμικό πλαίσιο.
Συμπερασματικά, μια εξωτερική υποτίμηση (δηλ. μέσω εξόδου από την Ευρωζώνη και υιοθέτησης νέου νομίσματος) δεν θα επέλυε τα ανωτέρω προβλήματα μακροπρόθεσμα, ιδιαίτερα καθώς θα υπονόμευε τη σταθερότητα και την ποιότητα του εγχώριου θεσμικού περιβάλλοντος, θα αποσταθεροποιούσε την εγχώρια παραγωγική βάση (η οποία εξακολουθεί να παρουσιάζει μεγάλο εισαγωγικό περιεχόμενο) και θα αποδυνάμωνε την όποια ορμή και διάθεση για δομικές μεταρρυθμίσεις.
Με στόχο την στήριξη των ανωτέρω απόψεων, η έκθεση παρουσιάζει μια σύντομη αναδρομή σε σειρά σημαντικών υποτιμήσεων της δραχμής που έλαβαν χώρα τη μεταπολεμική περίοδο και εξηγεί γιατί αυτές απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να τονώσουν την ανταγωνιστικότητα και τον εξαγωγικό προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας σε μακροχρόνια βάση.
Το κύριο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι οι εν λόγω υποτιμήσεις δεν συνοδεύτηκαν από ένα αξιόπιστο μείγμα οικονομικής πολιτικής και συνεπώς δε διασφάλισαν μακροχρόνια οφέλη για την πραγματική οικονομία.
Η σωστή συνταγή
Τέλος, αν και οι βασικοί άξονες μιας νέας μακρόπνοης στρατηγικής για τη βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας δεν αποτελούν θέμα ανάλυσης της παρούσας μελέτης, τονίζονται επιγραμματικά τα ακόλουθα.
Μια βιώσιμη μακροπρόθεσμη στρατηγική ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία πρέπει να στοχεύει σε:
– Άμεση τόνωση της εγχώριας επενδυτικής δραστηριότητας (κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και μέσω του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων) με στόχο τη σταδιακή αναστροφή της τεράστιας αποεπένδυσης που έλαβε χώρα την τελευταία εξαετία.
Τονίζεται ότι, ως ποσοστό του ΑΕΠ, η συνολική επενδυτική δαπάνη στην Ελλάδα ανέρχεται σήμερα σε μόλις 11,5% έναντι σχετικού μέσου όρου 18% περίπου στην Ευρωζώνη. Η τόνωση του εγχώριου επενδυτικού περιβάλλοντος και η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων κρίνεται απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη βιώσιμων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης και τη σταδιακή μείωση του ιδιαίτερα υψηλού ποσοστού ανεργίας.
– Βελτίωση του εξαγωγικού προσανατολισμού της Ελλάδας, που παρά τη μεγάλη προσαρμογή που έχει ήδη επιτελεσθεί σε όρους σχετικού μισθολογικού κόστους, παραμένει μια μικρή και κλειστή οικονομία. Σημειώνεται ότι, ως ποσοστό του ΑΕΠ το σύνολο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της χώρας παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα (ελαφρώς υψηλότερο του 30% έναντι 45% στην Ευρωζώνη).
– Περαιτέρω τόνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, κυρίως σε τομείς και κατευθύνσεις που δε σχετίζονται αμιγώς με την εξέλιξη του σχετικού μισθολογικού κόστους (non-cost competitiveness). Η αναγκαιότητα αυτή έχει επανειλημμένα τονισθεί και αναλυθεί σε προγενέστερες μελέτες μας και σχετίζεται με ένα πλέγμα στρατηγικών και θεσμικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών και αγκυλώσεων που συνεχίζουν να παρεμποδίζουν τον εξαγωγικό προσανατολισμό την ελληνικής οικονομίας.
Συνοπτικά, αναφέρεται στην ανάλυση, κάποιες από τις προαναφερθείσες στρατηγικές και παρεμβάσεις πρέπει να στοχεύουν σε: περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων & υπηρεσιών, βελτίωση και απλοποίηση του φορολογικού συστήματος και εξυγίανση του καθεστώτος επιστροφής ΦΠΑ, κίνητρα για R&D, άρση διοικητικών & γραφειοκρατικών εμποδίων, απλοποίηση μεταφορικών διαδικασιών, απλοποίηση διαδικασιών απόκτησης πιστοποιητικών & διενέργειας ελέγχων, βελτίωση υφιστάμενων εκτελωνιστικών & τελωνειακών διαδικασιών, ενίσχυση τεχνολογικού περιεχομένου εξαγωγών, κίνητρα και προώθηση στρατηγικών συνεργασιών και αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης σε κρίσιμους τομείς με στόχο την επίτευξη οικονομιών κλίμακας και την ευκολότερη πρόσβαση στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.