Στις επιπτώσεις που θα είχε ένα μια επιστροφή της Ελλάδας στη δραχμή, σενάριο το οποίο χαρακτηρίζουν «δώρο» της κυβέρνησης στους έλληνες ολιγάρχες κάνει λόγο σε άρθρο της η εφημερίδα Financial Times, η οποία επικαλείται σειρά γνωστών αναλυτών που εκτιμούν ποιες είναι και οι επιλογές που έχει η Αθήνα.
Υπάρχει μια αίσθηση πως η αναμέτρηση Ελλάδας-Ευρωζώνης πλησιάζει σε κάποιου είδους τέλος. Ποιο θα είναι αυτό; Ο Τσαρλς Γουάιπλοζ δίνει τις πιθανότητες . Για να αποφευχθεί η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη χρειάζεται είτε α) να αποφευχθεί η χρεοκοπία της Ελλάδας, ή β) να διασφαλιστεί ότι θα είναι διαχειρίσιμο το bank run που κατά πάσα πιθανότατα θα ακολουθούσε μια χρεοκοπία. Για τον αναλυτή και οι δυο περιπτώσεις χρειάζονται επαρκή χρηματοδότηση από την Ευρωζώνη. Στην πρώτη περίπτωση με τη μορφή της αναχρηματοδότησης του χρέους που λήγει το καλοκαίρι –το οποίο σε μεγάλο βαθμό ανήκει στην ΕΚΤ- και στην δεύτερη με τη μορφή άνευ όρων ύστατου δανεισμού των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ.
Ο Γουάιπλοζ υποστηρίζει ότι καθώς η χρεοκοπία του κράτους θα καθιστούσε μεγάλο μέρος των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών μη επιλέξιμα ως ενέχυρα για την χρηματοδότηση από την ΕΚΤ, η δεύτερη επιλογή που έχει η Αθήνα την «επιστρέφει» ουσιαστικά στην πρώτη, δηλαδή στην αναγκαιότητα ν’ αποφευχθεί η χρεωκοπία. Το ποσό της περαιτέρω ρευστότητας που μπορεί να χορηγηθεί νόμιμα δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο.
Κατά τον Έρικ Ντορ, τα νούμερα για τα ενέχυρα των ελληνικών τραπεζών που εξαρτώνται από το κράτος θα κριθούν από το «κούρεμα» που θα απαιτήσει η ΕΚΤ από την Τράπεζα της Ελλάδας σε περίπτωση χρεοκοπίας. Ο μέσος όρος τώρα είναι γύρω στο 40%, που αφήνει περιθώριο για επιπλέον ρευστότητα ύψους 50 δις. ευρώ από την Κεντρική Τράπεζα. Αν η χρεοκοπία οδηγούσε σε επιβολή «κουρέματος» 75%, το νούμερο αυτό θα μειώνονταν στα 10 δις. ευρώ –ποσό μικρό, αν οι τράπεζες έρθουν αντιμέτωπες με bank run. Στο 90%, το ποσό της ρευστότητας που θα παρέχονταν θα ήταν λιγότερο απ’ ότι σήμερα, και οι τράπεζες θα έπρεπε να δώσουν πίσω μέρος του.
Δεν τελειώνει όμως εδώ η υπόθεση. Πρώτον, η ΕΚΤ θα μπορούσε να επιτρέψει «κούρεμα» μικρότερο του 75% αν το ελληνικό κράτος εκπληρώσει εν μέρει τις υποχρεώσεις του. Δεύτερον, οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν υποθέτουμε να τιτλοποιήσουν μέρος των δανείων του ιδιωτικού τομέα και να τα «περάσουν» ως ενέχυρα. Τρίτον, η επιβολή ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων θα περιόριζε την ανάγκη για ρευστότητα. Και φυσικά, τέταρτον, οι τράπεζες μπορούν να αναδιαρθρωθούν –σε μεγάλο βάρος των καταθετών- για να μειωθεί η ανάγκη τους για ρευστότητα και να αυξηθεί η επιλεξιμότητά τους για ρευστότητα. Όλες αυτές οι επιλογές θα μπορούσαν να συνδυαστούν.
Οι Financial Times υπογραμμίζουν ότι εκείνοι που νομίζουν πως μια επιστροφή στη δραχμή θα ήταν καλή για την Ελλάδα, θα πρέπει να κοιτάξουν τι συνέβη στην Αργεντινή όταν εγκατέλειψε τη σύνδεση με το δολάριο. Η υποτίμησή της δεν βελτίωσε το εμπορικό ισοζύγιο (που βασίζονταν κυρίως στην εκρηκτική άνοδο των εμπορευμάτων), αλλά αντιθέτως αναδιένειμε τον πλούτο σε αυτούς που ήταν περισσότερο πιθανό να τον επενδύσουν παρά να τον δαπανήσουν. Η αύξηση στις εγχώριες επενδύσεις βοήθησε την ανάπτυξη της Αργεντινής, όμως αυτός είναι ένας τύπος ανάκαμψης που η ολιγαρχική Ελλάδα χρειάζεται, όσο θα χρειάζονταν άλλον έναν Πελοποννησιακό Πόλεμο.
Έπειτα, υπάρχει η επίπτωση που θα είχε το Grexit στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, δηλαδή η απόδειξη ότι το ευρώ δεν είναι «μη αναστρέψιμο». Μια νέα μελέτη της ΕΚΤ ποσοτικοποιεί το πόσο καταστροφικό μπορεί να είναι το ρίσκο της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα. Το 2012, τα μεγάλα spreads των αποδόσεων για την Ισπανία και την Ιταλία αποδίδονταν σε αυτοεκπληρούμενα runs σε κράτη που δεν μπορούν να τυπώσουν δικό τους χρήμα για να εξυπηρετήσουν το χρέος τους. Μάλιστα, το ένα τρίτο έως το ήμισυ των spreads αντανακλούσαν τον κίνδυνο διάσπασης της Ευρωζώνης, κάτι που διαφέρει σημαντικά από τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης ενός κράτους.
Υπό την έννοια αυτή, συνεχίζει το δημοσίευμα, ο Πολ ντε Γκράοουϊ που θεωρεί ότι οι πιστωτές της Ελλάδας φαίνεται να σπρώχνουν επίτηδες την Αθήνα προς τη χρεοκοπία μοιάζει να έχει δίκιο. Υποστηρίζει πως η Ελλάδα, μέχρι τώρα, είναι φερέγγυα, αλλά δεν έχει ρευστότητα. Τα χρέη της έχουν «ξεχειλωθεί» τόσο πολύ που είναι δυνατό να εξυπηρετηθούν, όμως η χώρα έχει να καταβάλει κάποιες μεγάλες πληρωμές αυτό και το επόμενο καλοκαίρι – κυρίως λόγω της ανταλλαγής χρέους που κράτησε την ΕΚΤ εκτός της αναδιάρθρωσης του 2012.
Η Ευρωζώνη θα πρέπει απλά να ανταλλάξει αυτά τα ομόλογα -τα οποία θα έπρεπε εξ αρχής να είχαν σχεδιαστεί με μεγαλύτερες λήξεις- με ένα δάνειο από τον ESM, που θα ανακούφιζε και την ΕΚΤ. Όμως οι «εταίροι» της Ελλάδας επιμένουν να κατευθύνουν την ελληνική οικονομική πολιτική σε θέματα πέραν αυτών που σχετίζονται με την ικανότητα της χώρας να αποπληρώσει μελλοντικά τα επίσημα δάνεια. Ακόμα και σε επίπεδο καθαρά δημοσιονομικής βιωσιμότητας, οι θεσμοί που ήταν παλαιότερα γνωστοί ως τρόικα φαίνεται να είναι προσηλωμένοι στα παλιά τους λάθη, σφίγγοντας τόσο πολύ την οικονομία που το χρέος να γίνεται δυσκολότερο –και όχι ευκολότερο- να εξυπηρετηθεί.
Και οι Financial Times καταλήγουν με το ερώτημα: Ελληνικά μέσα μεταδίδουν ότι η πρώην τρόικα απαιτεί επιπλέον μέτρα λιτότητας ύψους 3 δις. ευρώ (σχεδόν 2% του ΑΕΠ) διότι η αποδυνάμωση της οικονομίας έχει εκτροχιάσει τον προηγούμενο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα. Πότε επιτέλους θα μάθουν;»