Δέσποινα Μοιραράκη: Από το κορίτσι που ντρεπόταν για τα τρύπια της παπούτσια, βασίλισσα της μπουχάρας
«Είμαι μια γυναίκα εγκρατής. Ποτέ δεν ήμουν σπάταλη. Δεν έκανα ποτέ επίδειξη πλούτου με Mercedes και Porsche. Είχα ένα Polo που με παρακαλούσαν τα παιδιά να μην το παρκάρω μπροστά στο κατάστημα και βλέπουν οι πελάτες τι οδηγώ. Τις περισσότερες φορές οδηγώ το φορτηγάκι της επιχείρησης. Δεν είναι στη φιλοσοφία μου η σπατάλη», είχε δηλώσει η Δέσποινα Μοιραράκη πριν από δύο χρόνια στο ένθετο τότε της εφημερίδας Πρώτο Θέμα «Thema People».
Την ίδια εκείνη ώρα της τηλεφωνικής συνέντευξης ανεβοκατέβηκε την Ερμού πέντε φορές. Είχε δει ένα ζευγάρι μπότες σε μια βιτρίνα και έκανε πάνω-κάτω μέχρι να καταλήξει αν θα τις αγοράσει. Στην έκτη γύρα αποφάσισε τελικά να μπει στο μαγαζί και να τις πάρει. Είχαν, όμως, πουληθεί. Μικρό το κακό αφού δεν ανήκει στις γυναίκες που σκορπάνε τα λεφτά τους αλόγιστα σε ρούχα, τσάντες και κοσμήματα.
Νίκη επί των τραπεζών
Τις τελευταίες ημέρες, το όνομά της ήρθε ξανά στην επικαιρότητα, με την αίτηση πτώχευσης που κατέθεσε, για να πιέσει, την τράπεζα προκειμένου να προβεί σε τραπεζικό διακανονισμό ρύθμισης του χρέους της, που φαίνεται να πλησιάζει τα 200.000 ευρώ. Το μέτρο φαίνεται ότι απέδωσε, αφού, όπως είπε, κατάφερε να επέλθει συμφωνία με την τράπεζα, να ματαιωθεί ο πλειστηριασμός και να αποσυρθεί η αίτηση πτώχευσης.
«Γνωρίζετε όλοι ότι όταν υπάρχει ένας χρέος και η περιουσία η οποία υπάρχει το υπερκαλύπτει, οι τράπεζες δεν κάνουν κουρέματα και πιέζουν υπερβολικά. Αγωνίστηκα περισσότερο από έναν χρόνο και τελικώς τα κατάφερα.Η εταιρεία υπάρχει και αγωνίζεται και είναι ζωντανή ενώ άνοιξε και νέο κατάστημα», δήλωσε η ίδια με κατηγορηματικό τρόπο, αν και ταραγμένη λόγω της δημοσιότητας που πήρε το θέμα, αφού το brand Miraraki δεν είναι για εκείνη μόνο επιχείρηση, αλλά το τρίτο της παιδί.
Όπως γράφει δημοσίευμα στο protothema.gr, η «βασίλισσα της μπουχάρας» ξέρει καλά ότι ο δρόμος για την επιτυχία δεν είναι στρωμένος με κόκκινα χαλιά.
«Ποιο μηδέν; Υπό του μηδενός ξεκίνησα», συνηθίζει να λέει η δαιμόνια εμπόρισσα χαλιών και τηλεπω-λήτρια Δέσποινα Μοιραράκη όταν τη ρωτούν για το επιχειρηματικό της ξεκίνημα.
Η ορφάνια και ο γάμος στα 17
Ορφανή από πατέρα από τα 6 της χρόνια, στα 17 της και πριν καν τελειώσει το σχολείο, παντρεύτηκε τον πρώτο της σύζυγο Κώστα Μοιραράκη και μπήκε στο εμπόριο. Εκτοτε η ζωή της θυμίζει roller coaster με συνεχή σκαμπανεβάσματα, προσωπικές και επαγγελματικές καταστροφές, επανεκκινήσεις και διαρκείς μάχες.
Εχει ζήσει τόσο στερημένα, που ξέρει να εκτιμά την αξία ενός και μόνο ευρώ αφού από την παιδική της ηλικία έζησε στο μεδούλι την έννοια της επιβίωσης. Κόρη του οικοδόμου Γιώργου και της Αναστασίας Κάτσα, όπως είναι το πατρικό της επώνυμο, η Δέσποινα μαζί με την κατά δύο χρόνια μικρότερη αδελφή της Σοφία, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νέο Ψυχικό σε ένα σπίτι που μόλις και μετά βίας μπορούσε να συντηρηθεί.
Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν στα 6 της χρόνια έχασε τον πατέρα της από εργατικό ατύχημα πήγαινε μαζί με τον νονό της να καθαρίσει ένα πηγάδι στην Εύβοια και έπεσε βαρύ αντικείμενο στο κεφάλι του. Τον πρώτο χρόνο μετά την απώλειά του οι τρεις τους πήγαν να ζήσουν στο Μαρκόπουλο Ωρωπού και επέστρεψαν στο σπίτι του Ψυχικού έναν μήνα αργότερα. Η μητέρα της έντυσε όλο το σπίτι με μαύρες κορδέλες και μπλε κόλλα και δεν ξαναβγήκε έξω χωρίς μαύρο μαντίλι στο κεφάλι παρά μόνο κάποια χρόνια αργότερα για τον γάμο της κόρης της. Η δική της «βασίλισσα», όπως την αποκαλεί, έγινε για τα δύο κορίτσια μάνα και πατέρας μαζί προσπαθώντας από την πενιχρή σύνταξη του μακαρίτη να τα φέρει βόλτα κάνοντας αιματηρές οικονομίες. Τόσα για τη λαϊκή, τόσα για τον γιατρό και ούτε μια δεκάρα παραπάνω για ό,τι δεν ήταν απολύτως απαραίτητο.
Στο σχολείο η Δέσποινα πάντα περίμενε να ανέβει τελευταία τη σκάλα για να αποφεύγει τα σχόλια των συμμαθητών της για τα τρύπια παπούτσια της, ενώ μοναδική της διασκέδαση σε εκείνα τα πέτρινα χρόνια ήταν να βλέπει τον «Αγνωστο πόλεμο» στην τηλεόραση κλεισμένη στο σπίτι ή να πηγαίνουν οι τρεις τους για έναν μήνα το καλοκαίρι στο σπίτι τους στον Ωρωπό για παραθερισμό. Στο μέρος που ακόμα και σήμερα θεωρεί ησυχαστήριό της και εκεί όπου γνώρισε τον κατά 18 χρόνια μεγαλύτερό της Κώστα Μοιραράκη, τον πρώτο της σύζυγο.
Μόλις 17 ετών, ψάχνοντας, όπως η ίδια έχει πει, τον πατέρα που δεν πρόλαβε να ζήσει, τον παντρεύτηκε ελπίζοντας να ξεφύγει από τις δυσκολίες. Τελικά στις ήδη υπάρχουσες δυσκολίες προστίθενται και άλλες, ακόμα χειρότερες. Εναν χρόνο αργότερα ήρθε στη ζωή ο γιος τους Γιώργος ενώ ήδη στο σπίτι υπάρχει άλλο ένα παιδί, ο 4χρονος γιος του Μοιραράκη, Γιάννης, από τον πρώτο του γάμο.
Με τον άντρα της, έμπορο έργων τέχνης που διατηρούσε μαγαζί με αντίκες στο κέντρο της Αθήνας, τα προβλήματα ξεκίνησαν όταν ο γιος τους ήταν μόλις 40 ημερών. Κάποια οικονομικά ανοίγματα και χρέη τον ανάγκασαν να απέχει για τέσσερα ολόκληρα χρόνια όχι μόνο από την επιχείρηση, αλλά και από το σπίτι.
Η Δέσποινα, πάλι μόνη της, πάλευε με τα κύματα προσπαθώντας να ζήσει όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά και τα δύο παιδιά, το δικό της και το δικό του, τον οποίο μεγαλώνει σαν βιολογικό της παιδί.
Μυήθηκε στο εμπόριο πουλώντας μικροπράγματα στο γιουσουρούμ στο Μοναστηράκι τις Κυριακές, κρατούσε μόνη της το μαγαζί και συντηρούσε όλη την οικογένεια.
Συγχρόνως άρχισε να ξεψαχνίζει φημισμένα παζάρια από το Πορτομπέλο μέχρι τη Βουδαπέστη για να βρει αντικείμενα να πουλήσει στην Ελλάδα. Σε ένα από τα ταξίδια της στο Λονδίνο ένας Πέρσης έμπορος της χάρισε το πρώτο της χαλί. Εκείνη το έβαλε σε περίοπτη θέση στη βιτρίνα, το πούλησε σε διπλάσια τιμή από το κόστος του.
Εκτοτε επέστρεφε στο Λονδίνο κουβαλώντας πάντα χαλιά. Κάπως έτσι ξεκίνησε η αγάπη της για το χαλί αλλά και τα ταξίδια. Οταν πια ο άντρας της επέστρεψε σπίτι, τα πράγματα αντί να βελτιωθούν χειροτέρευσαν. Το ζευγάρι καβγάδιζε συνέχεια, είχαν διαφορετική αντίληψη για τα πράγματα, ο μεταξύ τους ανταγωνισμός στη δουλειά έβγαζε στην επιφάνεια το χάσμα. Την προσέβαλλε, την αμφισβητούσε επαγγελματικά, την απαξίωνε. Οι συγκρούσεις μεταξύ τους ήταν σφοδρές και συχνά βίαιες, ενώ είχαν αποκτήσει ένα ακόμα γιο, τον Τάσο.
Κακοποίηση από τον άνδρα της
Η ίδια αργότερα σε συνεντεύξεις της θα αποκαλύψει ότι όχι μόνο έχει απατηθεί από τον πρώτο σύζυγό της, αλλά και κακοποιηθεί: «Το διαχειρίστηκα μέχρι ενός σημείου γιατί είχα παιδιά και δεν ήθελα να χωρίσω. Εχω ταλαιπωρηθεί και κακοποιηθεί σε ύψιστο βαθμό στον πρώτο μου γάμο και αυτός ήταν ο λόγος που δεν ήθελα να ξαναπαντρευτώ. Οταν σε χτυπήσει την πρώτη φορά, δεν το πιστεύεις. Ούτε πιστεύεις ότι θα έρθει και η δεύτερη και η τρίτη… Ηταν Πάσχα και ήμουν έτοιμη να αυτοκτονήσω, πήγαινα στην εκκλησία και έλεγα: ‘‘Θεέ μου, Παναγιά μου, τιμώρησέ τον εσύ γι’ αυτά που έκανε. Εγώ δεν μπορώ να τον τιμωρήσω’’». Οι τσακωμοί συνεχίζονταν, η επαγγελματική της αμφισβήτηση από τον σύζυγό της ήταν καθημερινή, με τα παιδιά της να είναι πια στην εφηβεία. Η κατάσταση είχε φτάσει πια στο απροχώρητο. Την έδιωξε από το μαγαζί με τη φράση «Τράβα τον Γολγοθά σου».
Η Δέσποινα είχε πλέον αποκλειστικά την ευθύνη να μεγαλώσει και τα τρία παιδιά μόνη της, αφού και ο γιος του άντρα της θέλησε να μείνει μαζί της. Ηταν τότε που οδηγώντας με δάκρυα στα μάτια ορκίστηκε στον εαυτό της ότι θα πετύχει. Και αντί για τον Γολγοθά της τράβηξε την επαγγελματική ανηφόρα και έγινε γνωστή στο Πανελλήνιο. Κι όχι μόνο.
Η πρώτη φορά στην τηλεόραση
Η σχέση της με την τηλεόραση ξεκίνησε το 1989 εντελώς τυχαία χάρη σε ένα τηλεφώνημα: εκείνο του Γιώργου Κουρή, ιδιοκτήτη τότε του Καναλιού 29, που τη γνώριζε και είχε διακρίνει την καπατσοσύνη της στις πωλήσεις. Της πρότεινε να αναλάβει εκπομπή τα Σαββατοκύριακα για να πουλάει τηλεοπτικά τα χαλιά της μέσω τηλεφώνου. Εκείνη ήταν διστακτική καθώς δεν είχε ιδέα από τηλεόραση. «Θα το κάνεις και θα έχεις κι επιτυχία. Εσύ είσαι ικανή να πουλήσεις ακόμα και την Ακρόπολη», της είπε ο Κουρής. Μετά το τέλος της πρώτης εκπομπής της, ο πρώτος άνθρωπος που τηλεφώνησε ήταν η μητέρα της η οποία της επισήμανε ότι πρέπει να στέκεται πιο κομψά και όχι με ανοιχτά τα πόδια. Την παρακολουθούσε καθημερινά και κάθε φορά τής έλεγε τα λάθη της. Οταν έκλεισε το Κανάλι 29, πήγε στο ΤΗΛΕ-ΑΣΤΥ και μετά βρέθηκε στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ TV, από το 1994 μέχρι το 2010. Εκεί γνώρισε τεράστια αναγνώριση και εκεί έκανε το τεράστιο επαγγελματικό και κοινωνικό άλμα. Είχε πια μάθει τα τηλεοπτικά κόλπα, είχε αποκτήσει άνεση έμπειρης παρουσιάστριας ενώ η εκπομπή της έγινε σχεδόν καλτ.
Και χαλί στο Μαξίμου
Σύντομα στο λεξιλόγιό μας εντάχθηκαν νέες λέξεις, αποκλειστικής πατέντας Μοιραράκη. Επινοώντας αφενός συνεχώς νέους τρόπους για να κρατάει τους τηλεθεατές σε εγρήγορση και αποδίδοντας αφετέρου όσο πιο πιστά μπορούσε τις πραγματικές αποχρώσεις των χαλιών όπως ήταν και όχι όπως φαίνονταν τηλεοπτικά, η τηλεπωλήτρια εισήγαγε νέους όρους στο καθημερινό λεξιλόγιο. Πώς να πει το κόκκινο που μοιάζει με κεραμιδί; Κεραμιδοκόκκινο. Το κόκκινο που φέρνει στο πορτοκαλί; Πορτοκαλοκόκκινο. Αν φέρνει και στο κεραμιδί και στο πορτοκαλί; Πορτοκαλοκεραμιδοκόκκινο. Στα χρόνια της κρίσης λάνσαρε άλλο σλόγκαν: «Ανοίξτε τα σεντούκια σας, βγάλτε τα χρήματά σας, είδατε τι πάθατε με το κούρεμα και τα ομόλογα; Γι’ αυτό μην κρατάτε λεφτά, επενδύστε στα χαλιά». Ο κόσμος τη χάζευε, την εμπιστευόταν και εκείνη είχε να παινεύεται ότι ποτέ δεν πούλησε χαλί πλαστό ή σκάρτο. Και οι πωλήσεις έσκιζαν, αγόραζαν όλοι, εύποροι και μικρομεσαίοι, άσημοι και διάσημοι, αφού ήξεραν ότι η Δέσποινα έπαιρνε σβάρνα την Ινδία και το Ιράν και γυρνούσε με πλούσια αυθεντική πραμάτεια. Την ημέρα της ορκωμοσίας του Ανδρέα Παπανδρέου ως πρωθυπουργού, την πήρε τηλέφωνο ο Τάσος Μπιρσίμ για να της ζητήσει να βάλει χαλί έξω από το Μαξίμου. Το έκανε με μεγάλη της χαρά φυσικά, όπως και κάποια χρόνια αργότερα, όταν χτίστηκε το σπίτι της Αγράμπελης, της ζήτησαν να ντύσει με χαλιά τη ροζ βίλα.
Μαζί με το χαλί φυσικά. Για 15 χρόνια που ήταν στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤV δεν κατάφερε ποτέ να βγει βράδυ Σαββάτου ή Κυριακής. Από τις 10 το βράδυ μέχρι τις 5 τα ξημερώματα ήταν live στην τηλεόραση. «Την καλύτερη δεκαπενταετία μου ως γυναίκα δεν κατάφερα να βγω ένα βράδυ Σαββάτου. Ημουν μια χωρισμένη γυναίκα, αλλά μετά τον χωρισμό δεν ήθελα να βλέπω άντρα. Με πήγε η αδελφή μου έξω από το κατάστημα της Γλυφάδας μια μέρα. ‘‘Σήκωσε τα μάτια σου, αδελφή, να δεις τι λέει στην επιγραφή: Δέσποινα Μοιραράκη’’.
Το όνομα το διεκδίκησα δικαστικά. Δεν ήθελα να γυρίσω στο πατρικό μου. Τιμή είναι που το κουβαλάω. Εγώ αγωνίστηκα να το χτίσω. Και ακόμα αγωνίζομαι», έχει διηγηθεί η ίδια για την απόφασή της να φέρει το όνομα του πρώην συζύγου της με τον οποίο οι δρόμοι τους χώρισαν κάθε άλλο παρά ειρηνικά. Μαζί είχαν ξεκινήσει τις τηλεοπτικές πωλήσεις το ’89, κάτι που μετά τον χωρισμό τους ήταν αδύνατο να συνεχιστεί.
Κι έπειτα ήρθε ο έρωτας
Μοναδική της διέξοδος η εργασιοθεραπεία μέχρι που το 2006 γνώρισε τον τωρινό της σύζυγο, υποπλοίαρχο του Πολεμικού Ναυτικού, Γιάννη Κοντούλη. Γνωρίστηκαν -πού αλλού;- σε μια έκθεση χαλιών στα Χανιά. Εκείνος ήταν σε άσκηση με τη φρεγάτα «Σπέτσαι» και το βράδυ κατά την έξοδό του βρέθηκε στον χώρο της έκθεσης. Δέκα ημέρες αργότερα ξανασυναντήθηκαν στην Αθήνα και έκτοτε δεν χωρίστηκαν ποτέ. Του είχε πει ότι δεν ήθελε να ξαναπαντρευτεί, φοβόταν μην ξαναπεράσει τα ίδια. Τελικά άλλαξε γνώμη μετά από ένα κοινό ταξίδι τους στη Φλωρεντία, όταν συνειδητοποίησε ότι είναι ο άνθρωπός της. Παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στην αρχή ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού το 2011 και τον Ιούνιο ακολούθησε και ο θρησκευτικός γάμος με όλες τις τιμές, στον ναό του Αγίου Γεωργίου στο Καβούρι, με την ίδια ντυμένη με νυφικό MI-RO και με τους δύο γιους της να τη συνοδεύουν στην εκκλησία. Είχε μάλιστα στηθεί εξέδρα 7 μέτρων για την τηλεοπτική κάλυψη του γάμου με έξι κάμερες, ενώ σκηνοθέτης ήταν ο Μπιρσίμ, εκείνος που κάποτε την πήρε τηλέφωνο για τα χαλιά στο Μαξίμου.
Με τον Γιάννη Κοντούλη, επίσης πατέρα μιας κόρης, της Τίνας, από τον πρώτο του γάμο, με την οποία η Δέσποινα έχει εξαιρετικές σχέσεις, πέρασαν κι άλλες φουρτούνες. Οπως όταν έχασε την αγαπημένη μητέρα της το 2017, όπως όταν τέσσερις απανωτές φορές έπεσε θύμα κλοπής στα καταστήματά της αντιμετωπίζοντας τεράστια ζημιά, όπως όταν το 2012 η κρίση χτύπησε και τη δική της επιχείρηση αναγκάζοντάς τη να περνάει δύσκολες στιγμές από έλλειψη ρευστότητας μη έχοντας ούτε ένα ευρώ, όπως είχε εξομολογηθεί. Ηταν τότε που στράφηκε στις αγορές των Βαλκανίων, κάνοντας εκθέσεις στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία και την Αλβανία.
Η «Σόνια δέσποινα»
Στην τελευταία έκανε μάλιστα και τηλεοπτική καριέρα, με τους γείτονες να την αποκαλούν «Σόνια Δέσποινα». Διόλου τυχαίο που έχει ντύσει τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία των Βαλκανίων με τα χαλιά της αλλά και τις ελληνικές πίστες όπως εκείνη του «Hotel Ermou» όπου εμφανίζεται η Αννα Βίσση, ενώ δύο φορές έχει βραβευτεί με ένα από τα σημαντικότερα βραβεία της παγκόσμιας βιομηχανίας πολυτελούς φιλοξενίας και ποιότητας (Seven Stars Luxury Hospitality and Lifestyle Awards), η μοναδική γυναίκα παγκοσμίως στον κλάδο των χειροποίητων χαλιών. Και η μοναδική ίσως μη πολιτικός που τόλμησε να μιλήσει έντονα στους τροϊκανούς στο «Hilton» όταν η παρουσία τους δημιουργούσε πρόβλημα στην έκθεσή της. «Επιτέλους, πότε θα τελειώσουν οι διαπραγματεύσεις;» γύρισε και τους είπε με ύφος ανάμεικτο με νάζι αλλά και με νεύρα τον Απρίλιo του 2016, ενώ λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριo, πάλι στο «Hilton», μάλωσε σχεδόν με τρόπο τον Ευκλείδη Τσακαλώτο λέγοντάς του: «Μου δυσκολεύετε τη ζωή». Σήμερα η Δέσποινα, όπως χιλιάδες επιχειρηματίες, περνάει πάλι δύσκολα, αλλά όπως λέει: «Οσο ζω, η εταιρεία Μοιραράκη δεν πρόκειται να κλείσει». Οσοι την ξέρουν, είναι σίγουροι ότι το εννοεί. Εχει, άλλωστε, δώσει όρκο