Οι Ρώσοι στρατιώτες γνωρίζουν ότι είναι αναλώσιμοι

Την παραμονή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι ηγέτες της περίμεναν μια ταχεία επιτυχία. Ο ρωσικός στρατός, που εκσυγχρονίστηκε την περασμένη δεκαετία και ενισχύθηκε από τις εκστρατείες σε Ουκρανία και Συρία, είχε την απαραίτητη αυτοπεποίθηση για τη χρήση βίας στο εξωτερικό.

Καθώς η Ρωσία κινητοποίησε σχεδόν 200.000 άνδρες, εκτοξευτήρες πυραύλων και μαχητικά αεροσκάφη στις αρχές του χρόνου, πολλοί εξέφραζαν φόβους για τα χειρότερα. Η ρωσική νίκη όμως δεν ήρθε ποτέ.

Αντίθετα, οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις γνώρισαν συντριπτικές απώλειες. Ανώτατοι Αμερικανοί αξιωματούχοι εκτιμούν τον αριθμό των νεκρών σε πάνω από 100.000. Ο στρατός έχασε χιλιάδες εξαρτήματα εξοπλισμού και πολλά μαχητικά αεροσκάφη και ελικόπτερα, ενώ χρησιμοποίησε μεγάλο ποσοστό των πυρομαχικών.

Οποιαδήποτε φινέτσα ή επιχειρησιακή τέχνη έδωσαν τη θέση τους στη βάρβαρη βία και στις επαναληπτικές επιθέσεις. Ο ρωσικός στρατός έγινε μια αγνώριστη δύναμη σε σχέση με ένα χρόνο πριν.

Αυτό όμως δεν είναι ικανό να τον σταματήσει. Οι Ρώσοι ηγέτες ετοιμάζονται για μια παρατεταμένη σύγκρουση. Προκειμένου να αντικαταστήσουν το χαμένο προσωπικό, η Ρωσία κινητοποίησε 300.000 άνδρες τον Σεπτέμβριο και για να αντικαταστήσει τις απώλειες σε εξοπλισμό ο στρατός ανασύρει παλιότερα εξαρτήματα από τις αποθήκες.

Το Κρεμλίνο από την πλευρά του αυξάνει τον αμυντικό προϋπολογισμό και διατάζει την επιτάχυνση της παραγωγής σε εξοπλισμό. Μπορεί ο στρατός να είναι δαρμένος και λαβωμένος, η Ρωσία όμως σκοπεύει να συνεχίσει να πολεμάει.

Ο κίνδυνος αυτής της αποφασιστικότητας είναι ορατός διά γυμνού οφθαλμού. Στην ανατολική Ουκρανία, οι ρωσικές δυνάμεις εξαπολύουν εξαντλητικές μάχες στο πλαίσιο μιας νέας εκστρατείας που μπορεί να διαρκέσει έως το καλοκαίρι. Αντιμέτωπες με τη θέληση της Ουκρανίας να αγωνιστεί, συνεπικουρούμενη από την υποστήριξη της Δύσης, τα κέρδη είναι ελάχιστα και οι απώλειες μεγάλες. Οι επιθέσεις όμως είναι αδυσώπητες.

Αυτό συνιστά μια αλλαγή σε σχέση με το περασμένο φθινόπωρο. Μετά την απόσυρση από τη Χερσώνα και το Χάρκοβο, η Ρωσία πήρε μια αμυντική στάση στο πεδίο των μαχών, ενώ εξαπέλυσε πυραύλους εναντίον καίριων ουκρανικών υποδομών, προσπαθώντας ταυτόχρονα να εξαντλήσει την ουκρανική αεράμυνα από απόσταση. Αυτή η στρατηγική είχε ως στόχο να δώσει στις δυνάμεις της Ρωσίας χρόνο να ανασυγκροτηθούν, ενώ καθιστούσε τις ουκρανικές αντεπιθέσεις πιο σύνθετες.

Ο Βλαντιμίρ Πούτιν όμως δεν ικανοποιήθηκε. Ετσι, τον περασμένο μήνα αντικατέστησε τον στρατηγό Σεργκέι Σουροβίκιν με τον Βαλερί Γερασίμοφ ως επικεφαλής των επιχειρήσεων. Με αυτήν την ενέργεια έγινε σαφές ότι το Κρεμλίνο αποφάσισε μια επιθετική προσέγγιση, έστω και με εύθραυστες δυνάμεις και αποδυναμωμένο εξοπλισμό, αντί μία αμυντική στάση. Οι ρωσικές δυνάμεις δεν είναι αυτήν τη στιγμή επαρκώς εξοπλισμένες για μια επίθεση και χρειάζονται περισσότερο χρόνο για εκπαίδευση.

Ο στρατηγός Γερασίμοφ έχει άλλη γνώμη. Λίγες εβδομάδες μετά τον διορισμό του, αποφάσισε επιθέσεις σε Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ, προκειμένου να φέρει τις δύο περιοχές υπό πλήρη ρωσική κατοχή και να αποδυναμώσει τις ουκρανικές δυνάμεις αλλού.

Η τακτική είναι ριψοκίνδυνη. Οι Ρώσοι προβαίνουν επανειλημμένα σε επιδρομές κατά περιοχών και ανθρώπινα κύματα εισβάλλουν σε άλλες. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιούν το πεζικό για να προσελκύσουν τα πυρά από τους Ουκρανούς, με αποτέλεσμα να εκτίθενται οι ουκρανικές θέσεις και να μπορούν έτσι να στοχοποιηθούν από το ρωσικό πυροβολικό. Το αποτέλεσμα είναι οι αριθμοί των θυμάτων στις τάξεις του ρωσικού στρατού να είναι πρωτόγνωροι σε σχέση με τις αρχικές εβδομάδες της εισβολής. Προς το παρόν, ο Πούτιν δεν δείχνει σημάδια εγκατάλειψης αυτού του πολέμου.

Μοιάζει διατεθειμένος να θυσιάσει τις ζωές των Ρώσων και να υποθηκεύσει το μέλλον της Ρωσίας για να πετύχει αυτό που θέλει. Για την Ουκρανία, που χρειάζεται επείγουσα και σταθερή υποστήριξη, πρόκειται για μια φονική δέσμευση.