Οι συνεχόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι η κυριότερη αιτία της “δημιουργίας” της οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και της εμπόλεμης κρίσης στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με τον Διευθυντή του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch, HRW) Κένεθ Ροθ, ο οποίος παρουσίασε την Πέμπτη 29 Ιανουαρίου, την ετήσια έκθεση της οργάνωσής του, “οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαδραμάτισαν μείζονα ρόλο στην ανάπτυξη ή την επιδείνωση των περισσότερων από τις σημερινές κρίσεις”.
Ο Κ.Ροθ εξηγεί πως “σε έναν κόσμο που κατακερματίζεται, πολλές κυβερνήσεις μοιάζουν να θεωρούν πως οι σημερινές απειλές για την ασφάλεια πρέπει να έχουν προτεραιότητα επί των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Μοιάζουν να εκτιμούν πως τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να περάσουν σε δεύτερο πλάνο και καθίστανται ως εκ τούτου μια πολυτέλεια.
Οι κυβερνήσεις που θεωρούν κάτι τέτοιο και επιθυμούν ουσιαστικά να “κλείσουν στο συρτάρι”, όλα αυτά τα ζητήματα και κυρίως τα ανθρώπινα δικαιώματα “δεν είναι μόνο κακό πράγμα, αλλά και μια θεώρηση κοντόφθαλμη και αντιπαραγωγική” και θα έπρεπε “τα ανθρώπινα δικαιώματα να είναι μια ουσιαστική πυξίδα για την πολιτική δράση”.
Ο μόνος τρόπος να επιλυθούν όλες οι κρίσεις, εξηγεί ο διευθυντής το HRW, “είναι η ουσιαστική προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και το να επιτρέπεται στους κατοίκους να έχουν λόγο για τον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις τους αντιμετωπίζουν τις κρίσεις, αποτελούν κλειδί για την επίλυσή τους”.
Ο Κ.Ρόθ εξηγεί πως η εμφάνιση των τζιχαδιστών τροφοδοτήθηκε κατά την εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στο Ιράκ το 2003, κατά την οποία, “όπως είναι γνωστό, δημιούργησε κενό ασφαλείας και προκάλεσε τη συνεχόμενη καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων”, στη φυλακή του Αμπού Γράιμπ στη Βαγδάτη ή στην αμερικανική στρατιωτική φυλακή του Γκουαντάναμο.
Με την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο να “κλείνουν τα μάτια στις σεχταριστικές πολιτικές του σιίτη πρώην Πρωθυπουργού Νούρι αλ-Μάλικι, στις διώξεις των σουνιτικών μειονοτήτων, καθώς και στις αυθαίρετες φυλακίσεις και τις εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ παράλληλα συνέχιζαν να παραδίδουν όπλα στην κυβέρνησή του, το πρόβλημα διογκωνόταν”.
Προχωρόντας στη Συρία, οι ΗΠΑ μαζί με 60 περίπου χώρες συμφώνησαν να πολεμήσουν το Ισλαμικό Κράτος, “αλλά καμία από τις χώρες αυτές δεν άσκησε πίεση στον Σύρο Πρόεδρο Μπασάρ αλ Ασαντ για να σταματήσει τη σφαγή αμάχων. Αυτό το επιλεκτικό όραμα ήταν ένα δώρο για τους στρατολόγους του ΙΚ, οι οποίοι εμφανίσθηκαν ως οι μόνοι ικανοί να αντισταθούν στις ωμότητες του Άσαντ”, εξήγησε.
Την ίδια ακριβώς επιλογή επέλεξαν να εφαρμόσουν και στην Αίγυπτο, “όπου όπου η παγκόσμια απάντηση στη χωρίς προηγούμενο καταπίεση που ασκεί ο νυν πρόεδρος, ο στρατηγός Αμπντέλ Φάταχ αλ-Σίσι, είναι επαίσχυντα ανεπαρκής. Η Ουάσινγκτον δεν τόλμησε να χαρακτηρίσει πραξικόπημα την ανατροπή του εκλεγμένου ισλαμιστή πρώην προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι, εξαιτίας ανησυχιών για την ασφάλεια της Αιγύπτου, αλλά και του γειτονικού της Ισραήλ.
Το ΙΚ μπορεί πλέον με αξιόπιστο τρόπο να ισχυρίζεται πως η βία είναι ο μόνος δρόμος που οδηγεί στην εξουσία, επειδή όταν επιδιώκουν την εξουσία με εκλογές και κερδίζουν, τους αποπέμπουν χωρίς να υπάρξουν πολλές διεθνείς διαμαρτυρίες”, καταλήγει ο Ροθ.