Σε βαθύ πένθος έχει βυθιστεί ο καλλιτεχνικός κόσμος με την είδηση του θανάτου της ηθοποιού Ντόρας Σιμοπούλου.
Η Σιμοπούλου πέθανε στις 8 Αυγούστου σε ηλικία 65 ετών, ωστόσο, στο ευρύ κοινό η είδηση του θανάτου της έγινε γνωστή μέσα από την πρόσφατη ανάρτηση του επίσης ηθοποιού Πάνου Κατέρη στο Facebook.
«Ντόρα μου, μόλις έμαθα ότι πέταξες στην άλλη γειτονιά ! Πάει καιρός, από τις 8 Αυγούστου. Έφυγες σιωπηλά, όπως σιωπηλά έζησες. Δεν το έγραψαν πουθενά, δεν το «έδειξαν» πουθενά. Έστω και μιά αναφορά, γιά θυμηθεί ο κόσμος τη μορφή σου. Τίποτα! Σε ονόμαζαν χρυσή ηθοποιό μικρών ρόλων. Αλλά εσύ ήξερες ότι δεν υπάρχουν μικροί ρόλοι, παρά μόνο μικροί ηθοποιοί. Πάντα θυμάμαι τις στιγμές που ζήσαμε μαζί στη σκηνή του Παρκ ένα ολόκληρο καλοκαίρι στη «Γυναίκα της χρονιάς» με τη Σμαρούλα ! Αλλά πάνω απ’ όλα τις στιγμές που ζήσαμε στις πρόβες και στα καμαρίνια πριν αρχίσει η παράσταση. Το γέλιο σου… την καλοσύνη σου…
Αντίο καλή μου…”
Στα 56 χρόνια που είχε στο θέατρο από τότε που τελείωσε τη σχολή του Πέλλου Κατσέλη μόνο δύο συνεντεύξεις είχε δώσει και αυτό και μόνο αποδεικνύει το ήθος και την ακεραιότητα της.
Δεν επιδίωξε ποτέ την προβολή και ήταν από αυτές που θεωρούνταν στυλοβάτες κάθε παράστασης.
«Με θεωρούσαν ότι είμαι η χρυσή ηθοποιός των μικρών ρόλων. Δεν είχα φιλοδοξίες για μεγαλύτερα πράγματα. Ούτε για την προβολή και την πρώτη γραμμή».
Εκτός από ηθοποιός ήταν και συγγραφέας.
Στη δεκαετία του ’90 έγραψαν με την ηθοποιό Αννα Μακράκη αρκετά σενάρια: «Χαραυγή», «Σκιές πάνω από την πόλη», «Ερωτας και πάθος», «Νέμεσις», «Οικογένεια», «Στενές επαφές τρύπιου τοίχου» κ.ά. Έκτοτε η τηλεόραση έγινε πιο άγρια, σχεδόν απάνθρωπη. «Πρέπει να υπάρχει μια διαρκής διαπραγμάτευση που όμως δεν έχει αντικείμενο». έλεγε.
Η Ντόρα Σιμοπούλου είχε δικούς της ρυθμούς και προτεραιότητες. «Βγήκα το 1960 από τη σχολή, αλλά πρωτοέπαιξα το 1962. Είχε να κάνει με την ντροπή. Ακόμη είμαι ντροπαλή»…έλεγε χαρακτηριστικά.
Ήταν τυχερή όμως καθώς είχε γειτόνισσα τη Λαμπέτη η οποία την βοήθησε στα πρώτα της βήματα. . «Τη συνάντησα μια μέρα στο δρόμο και μου είπε «έμαθα ότι έγινες ηθοποιός. Ελα από το θέατρο». Πρωτόπαιξε στη «Μικρή μας πόλη» κάνοντας δυο τρία ρολάκια και ύστερα άνοιξε ο δρόμος. «Δούλεψα με τη Λαμπέτη κάποια χρόνια, την Ξένια Καλογεροπούλου, τον Χορν, με τον Γιώργο Μιχαηλίδη, την περίοδο της χούντας… Όλο το ελεύθερο θέατρο. Από τους σκηνοθέτες ο πιο χαρισματικός ήταν ο Βολανάκης».
Στο Εθνικό δούλεψε μια μόνο σεζόν, επίσης στα ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής, Ιωαννίνων, Κοζάνης, Καβάλας.Ηθοποιός που ξεχώρισε για τις ερμηνείες της στο θέατρο, ήταν από εκείνες που γνώρισαν την τηλεόραση στα πρώτα της βήματα.
Τότε που οι ασπρόμαυρες παραγωγές σαν τη «Γυφτοπούλα» του Παπαδιαμάντη που διασκεύασε ο Παύλος Μάτεσις, έκλειναν τους τηλεθεατές στο σπίτι. Έκτοτε παρακολουθούσε τις αλλαγές στο θέατρο, τη ζωή, την πολιτική, την τηλεόραση και έλεγε «Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με όσα με ενοχλούν. Απλώς δεν θυμώνω πια. Όμως, εξακολουθώ να είμαι μια αμφισβητίας έφηβη, ακόμα. Η ψυχή του ανθρώπου είναι άβυσσος και των ανθρώπων που μας κυβερνούν είναι μεγαλύτερη. Μη με βλέπετε έτσι. Είμαι ικανή να αντισταθώ».
Όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος στον αποχαιρετισμό του προς την καλή του φίλη: Ντόρα Σιμοπούλου.
“Έφυγε αθόρυβα απ τη ζωή,τόσο που δεν μπορέσαμε να την αποχαιρετήσουμε. Μια υπέροχη φίλη, μία εξαιρετική ηθοποιός,ένας θαυμάσιος άνθρωπος με ευγένεια ψυχής, που ακτινοβολούσε καλοσύνη και τιμιότητα και έδωσε τη μάχη της ζωής με γέλιο και με χιούμορ. Δούλεψε πολύ και σκληρά στο θέατρο,στον κινηματογράφο,στην τηλεόραση,την αξία της αναγνώρισαν όλοι οι ομότεχνοι της. Και παρ’ ότι μηδέποτε… εύπορη, ποτέ δεν αρνήθηκε να βοηθήσει αφιλοκερδώς σκηνοθέτες και συναδέλφους της που εκτιμούσε, όταν της το ζητούσαν. Οι φίλοι της, την αγαπήσαμε πολύ. Ακούω απόψε, δίπλα στη λυπημένη Ασπα, τη φωνή σου Ντόρα μου, όταν τα βράδια, στο σπίτι μας, μας έλεγες γελώντας ιστορίες απ’ τα τα βάσανα σου,δίνοντας μας έτσι κουράγιο για ζωή.Εσύ, καλή μας Ντόρα, τα είχες από πολύ καιρό όλα καταλάβει. Αλλά, απόψε, τα μαντάτα για την αναχώρηση σου, μας τσάκισαν. Και οι οπισθοφυλακές πιέζονται σκληρά στις μέρες μας…».