Το θλιβερό "αποτύπωμα" της κρίσης: Κατάθλιψη, προβλήματα υγείας, αύξηση της παιδικής θνησιμότητας

Κατάθλιψη, προβλήματα υγείας και χρόνιες παθήσεις είναι οι θλιβερές συνέπειες της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών στην Ελλάδα, σύμφωνα με έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας. Παρ’ότι στην έκθεση σημειώνεται ότι χρειάζονται αρκετά χρόνια για να υπάρξει μια σφαιρική εικόνα της κατάστασης, καταγράφεται, ωστόσο, η επιδείνωση αρκετών δεικτών υγείας του πληθυσμού.

Σημειώνονται επίσης δύο αντικρουόμενα – εκ πρώτης όψης – συμπεράσματα ερευνών. Από τη μία πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ότι τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης μειώθηκε το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει “καλή” ή “πολύ καλή” αυτοαξιολογούμενη υγεία (self-rated health) από 71% το 2006 σε 68,8% το 2011, την ίδια στιγμή που στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ του 2015 αναφέρουν ότι το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει “καλή” ή “πολύ καλή” υγεία έχει παραμείνει σταθερό μεταξύ 2009 και 2014.

Ωστόσο, στην ίδια έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφεται σημαντική αύξηση (κατά 24,2%) στον πληθυσμό ηλικίας 15 ετών και άνω (15+) που δηλώνει ότι πάσχει από κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας ή χρόνια πάθηση (τα περιστατικά χρόνιας νοσηρότητας αυξήθηκαν από 39,7% το 2009 σε 49,3% το 2014). Αύξηση κατά 7% (από 22,8% το 2009 σε 29,8% το 2014) παρουσιάζει και το ποσοστό του πληθυσμού (15+) που περιόρισε τις δραστηριότητές του λόγω προβλημάτων υγείας (δείκτης Global Activity Lim- itation Indicator).

Με δεδομένο ότι το δείγμα ξεκινά από την ηλικία των 15 ετών, υπάρχει έντονη ανησυχία για μελλοντική αύξηση στις δαπάνες υγείας, γεγονός που όχι μόνο θα επιβαρύνει τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και πιθανώς θα οδηγήσει σε υποχώρηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

Τα παιδιά “θύματα” της οικονομικής κρίσης

“Θύματα” της κρίσης εμφανίζονται να είναι τα παιδιά. Ενδεικτικό είναι ότι το ποσοστό των γεννήσεων παιδιών χαμηλού βάρους (κάτω από 2,5 κιλά) στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 19% την περίοδο 2008-2010, γεγονός που συνδέεται με μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και την ανάπτυξη των παιδιών.

Επίσης, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η μακροχρόνια τάση μείωσης της παιδικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών έως ενός έτους ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων) έχει ανακοπεί. Συγκεκριμένα, η παιδική θνησιμότητα αυξήθηκε από 2,65 το 2008 σε 3,75 το 2014, εξέλιξη που αποδίδεται αφενός στην αύξηση κατά περίπου 10% των θανάτων βρεφών κάτω του ενός έτους και αφετέρου στην υποχώρηση των γεννήσεων κατά 22,1% την ίδια περίοδο.

Συγκεκριμένα, καταγράφηκαν 92.149 γεννήσεις το 2014, έναντι 118.302 το 2008.

Κατάθλιψη και αυτοκτονική συμπεριφορά

Δραματική είναι η αύξηση του πληθυσμού με συμπτώματα μείζονος κατάθλιψης κατά την περίοδο της κρίσης, σύμφωνα με σχετική βιβλιογραφία αλλά και επιδημιολογικές έρευνες. Συγκεκριμένα, η βαριάς μορφής κατάθλιψη αυξάνεται από 3,3% το 2008 σε 6,8% το 2009 και από 8,2% το 2011 και 12,3% το 2013.

Μάλιστα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2014 το 4,7% του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω δήλωσε ότι είχε κατάθλιψη, έναντι 2,6% το 2009. Ακόμη χειρότερα, το μεγαλύτερο τμήμα της σχετικής βιβλιογραφίας καταγράφει θετική συσχέτιση μεταξύ της οικονομικής ύφεσης και του ποσοστού αυτοκτονιών (διαΝΕΟσις 2016), συμπέρασμα με το οποίο διαφωνούν ορισμένες μελέτες που υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει συστηματική και αυτόνομη σχέση μεταξύ ανεργίας, ρυθμού ανάπτυξης και ποσοστού αυτοκτονιών, καθώς συνδέουν την αυτοκτονική συμπεριφορά πρωτευόντως με ψυχιατρικές-ιατρικές καταστάσεις (πρωτογενείς παράγοντες κινδύνου), χωρίς τις οποίες  οι δευτερογενείς (οικονομική κατάσταση) και τριτογενείς (ηλικία, φύλο) παράγοντες δεν μπορούν να οδηγήσουν από μόνοι τους σε αυτή την συμπεριφορά.

Πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας

Το υψηλότερο ποσοστό του υγειονομικά ανασφάλιστου πληθυσμού συγκεντρώνει η Ελλάδα για το 2013, σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού, καθώς μόνο το 79% του πληθυσμού στην Ελλάδα είχε ιατροφαρμακευτική κάλυψη. Αιτία το υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας και η οικονομική αδυναμία αρκετών αυτοαπασχολουμένων να καλύψουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές. Μάλιστα, παρά τις προσπάθειες παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στον ανασφάλιστο πληθυσμό, έχει αυξηθεί το ποσοστό του πληθυσμού (ειδικά των ηλικιωμένων) που δηλώνουν αδυναμία ικανοποίησης των ιατρικών και φαρμακευτικών αναγκών λόγω οικονομικών προβλημάτων (Kentikelenis et al. 2014, διαΝΕΟσις 2016). Για παράδειγμα, 1 στα 6 άτομα χαμηλού εισοδήματος το 2013 δήλωναν αδυναμία ικανοποίησης των ιατρικών τους αναγκών λόγω οικονομικών προβλημάτων (OECD 2015).

Από την έρευνα υγείας για το 2014 της ΕΛΣΤΑΤ (2015) προκύπτει ότι χρειάστηκε και δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να λάβει: α) ιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 13,9% του πληθυσμού ηλικίας 15+, β) οδοντιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 15,4% του πληθυσμού 15+, γ) υπηρεσίες φροντίδας ψυχικής υγείας το 4,3% του πληθυσμού 15+ και δ) τα φάρμακα που του είχε συστήσει ο γιατρός το 11,2% του πληθυσμού 15+.

“Χέρι βοηθείας” για την αντιμετώπιση της τραγικής αυτής κατάστασης δίνουν, κατά την περίοδο της κρίσης στα αστικά κέντρα τα εθελοντικά κοινωνικά ιατρεία  (π.χ. Γιατροί του Κόσμου), τα οποία την προ κρίσης περίοδο κάλυπταν κατά κύριο λόγο τις ανάγκες ανασφάλιστων μεταναστών. Ωστόσο, με τον Ν. 4368/2016 (άρθρο 33) προβλέπεται η ιατροφαρμακευτική κάλυψη των ανασφάλιστων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων μέσω του Εθνικού Συστήματος Υγείας.

Η αδυναμία κάλυψης των ιδιωτικών δαπανών και η ελλιπής οργάνωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας έχει οδηγήσει, επίσης, στην αύξηση των εισαγωγών στα δημόσια νοσοκομεία (από 1,6 εκατ. το 2009 σε 2,5 εκατ. το 2014), με αντίστοιχη μείωση στα ιδιωτικά, γεγονός που οδηγεί σε περαιτέρω επιβάρυνση του ήδη “φορτωμένου” εθνικού συστήματος υγείας με αποτέλεσμα καθυστερήσεις στην παροχή δημόσιων υπηρεσιών υγείας.

Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2014 είναι χαρακτηριστικά: Χρειάστηκε να λάβει ιατρονοσηλευτική φροντίδα και καθυστέρησε να τη λάβει ή δεν την έλαβε καθόλου α) το 13,1% του πληθυσμού (15+) λόγω μεγάλης λίστας αναμονής, β) το 6,1% του πληθυσμού λόγω μεγάλης απόστασης ή προβλημάτων στη μεταφορά και γ) το 9,4% του πληθυσμού λόγω έλλειψης ειδικοτήτων ιατρών και επαγγελματιών υγείας.

Η παραπάνω έκθεση της ΤτΕ εγείρει το ερώτημα κατά πόσον οι μεταρρυθμίσεις με στόχο την περικοπή των δαπανών στην δημόσια υγεία ενίσχυσαν την αποτελεσματικότητα του συστήματος υγείας βελτιώνοντας τις προσφερόμενες υπηρεσίες, ή αν η περικοπή των δαπανών οδήγησε σε περαιτέρω διάλυση του εθνικού συστήματος υγείας.