Τα οφέλη και τα σημεία διαφωνίας για τα μη κρατικά πανεπιστήμια - «Πρέπει να λειτουργούμε με ίσους όρους», λέει ο Πρύτανης του ΑΠΘ

Ενόψει της ψήφισης του νόμου για την Παιδεία την Παρασκευή, 8 Μαρτίου, ο νέος Πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Χαράλαμπος Φείδας αξιολογεί το περιεχόμενό του ως μη επαρκές σε σχέση με την ουσιαστική ενίσχυση του αυτοδιοίκητου του δημόσιου πανεπιστημίου, αντίθετα με τα μη κρατικά πανεπιστήμια, τα οποία διακρίνει ένα πιο ευέλικτο πλαίσιο λειτουργίας. Μιλώντας στο protothema μοιράζεται το όραμά του ως νέα Πρυτανική Αρχή ενώ σχολιάζει και τις συνεχιζόμενες καταλήψεις, θεωρώντας πως η αντιμετώπισή τους είναι θέμα της Πολιτείας.

Αναφερόμενος στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο, ο δρ Φείδας συγκρίνει τα όσα προβλέπονται για τη λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημίων με τα αντίστοιχα για τα δημόσια πανεπιστήμια: «Δεν έχουν γίνει σημαντικά βήματα σ’αυτό το νομοσχέδιο για την ουσιαστική ενίσχυση του αυτοδιοίκητου του πανεπιστημίου, τόσο σε επίπεδο θεσμικό, όσο και οικονομικό – θα χρειαζόμασταν περισσότερη ευελιξία, έτσι ώστε να μπορούμε να λειτουργούμε με ίσους όρους με τα μη κρατικά πανεπιστήμια χωρίς να υπάρχει αθέμιτος ανταγωνισμός». Όπως διευκρινίζει ο ίδιος, «στο σχέδιο νόμου, η λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημίων (ΝΠΠΕ) διέπεται ουσιαστικά από 27 άρθρα, τα οποία δεν είναι και ιδιαίτερα αναλυτικά. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι στα μη κρατικά πανεπιστήμια δίδεται μία πλήρης αυτονομία, καθώς τα περισσότερα θέματα παραπέμπονται στον εσωτερικό τους Κανονισμό ή στο Καταστατικό λειτουργίας, το οποίο υποχρεούνται να συντάξουν. Αντίθετα, η λειτουργία των δημοσίων πανεπιστημίων διέπεται από ένα υπερ-ρυθμιστικό νομοθετικό πλαίσιο και μάλιστα με περιορισμό του αυτοδιοίκητου σε μεγάλο βαθμό – αντίθετα με την απαίτηση του Συντάγματος για πλήρες αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων».

Κυρίως σε «τεχνικές λεπτομέρειες» αναφέρεται το νομοσχέδιο, σύμφωνα με τον Πρύτανη, οι οποίες βρίσκονται «σε θετική κατεύθυνση, δεν είναι όμως της έκτασης και της σημασίας που εμείς θα θέλαμε, ώστε να ενισχυθούμε πραγματικά», σχολιάζει και υπογραμμίζει:

«Βασικό μας αίτημα είναι να ενισχυθούν ουσιαστικά τα δημόσια πανεπιστήμια και μάλιστα σε συστηματική βάση, όχι περιστασιακά. Με αυτό τον τρόπο, θα μπορούμε να ανταποκριθούμε στο ρόλο μας, όπως και τα δημόσια πανεπιστήμια σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, έχοντας τον πρώτο ρόλο στην ανώτατη εκπαίδευση της χώρας και παρέχοντας πιο ποιοτικά πτυχία με βάση την εμπειρία αλλά και τη στήριξη από την πολιτεία. Αντί για ένα υπερ-ρυθμιστικό, που θα αποφασίζει για τα πάντα και θα καθορίζει τα πάντα, επιζητούμε ένα πιο λιτό και ουσιαστικό νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας», καταλήγει.

Αν ήταν σε θέση να παραλείψει κάτι από το νομοσχέδιο, ο Πρύτανης του ΑΠΘ δηλώνει: «Θα προτιμούσα πολλά από όσα προβλέπει ο νόμος, να παραπέμπονται στους εσωτερικούς Κανονισμούς και τον Οργανισμό του πανεπιστημίου. Να μας δίνει τη δυνατότητα να ορίσουμε οι ίδιοι τους εσωτερικούς κανόνες λειτουργίας μας, σύμφωνα με αυτές τις βασικές οδηγίες του νόμου. Με αυτό τον τρόπο, θα υπήρχε μία ομοιογένεια στο πλαίσιο λειτουργίας των πανεπιστημίων. Επειδή το κάθε ίδρυμα έχει τις ιδιαιτερότητές του, δεν γίνεται να καθορίζονται όλα κεντρικά».

Σχετικά με τη θητεία και το όραμα της νέας Πρυτανικής Αρχής

Ο νέος Πρύτανης του ΑΠΘ, ο οποίος πρόσφατα ανέλαβε ‘τα ηνία’ του Ιδρύματος, σχολιάζει σχετικά με τη διαδικασία: «Ήταν μακρόχρονη – άνω του έτους – πολυσύνθετη, επίπονη και πρωτοφανής, θα έλεγα, για τα ελληνικά δεδομένα και για τα πανεπιστήμιά μας. Ήμασταν αρκετοί οι υποψήφιοι, εξαντλήσαμε πραγματικά όλες τις δυνατότητες του νόμου για να φτάσουμε επιτέλους σε μία εκλεγμένη διοίκηση μετά από ένα χρόνο». Όπως ήταν αναμενόμενο, επηρεάστηκε η λειτουργία του Ιδρύματος, καθώς η μεταβατική διοίκηση υποχρεωτικά λειτουργούσε διεκπεραιωτικά, χωρίς να μπορεί να χαράξει στρατηγική. «Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το πανεπιστήμιό μας να βρίσκεται όχι σε ένα διοικητικό λήθαργο αλλά σε μία αδράνεια που για να επιλυθεί, εκ των πραγμάτων, έπρεπε να εκλεγεί η πρυτανική αρχή. Τώρα, μπορεί να επανέλθει η λειτουργία του πανεπιστημίου σε συνθήκες κανονικότητας αφού τακτοποιηθούν εκκρεμότητες, όπως ο Οργανισμός του πανεπιστημίου».

Οι τρεις βασικοί στρατηγικοί στόχοι για το νέο Πρύτανη είναι «να επανέλθει το πανεπιστήμιό μας σε πορεία ανάπτυξης ύστερα από δύο δεκαετίες οικονομικών και θεσμικών περιορισμών. Το δεύτερο είναι, να συνεχίσει να διατηρεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο, που ήδη έχει, τόσο στην παροχή εκπαίδευσης, όσο και στην παραγωγή έρευνας. Να τονιστεί, ότι το ΑΠΘ αποτελεί βασικό άξονα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, όχι μόνο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης αλλά και σε όλη την Ελλάδα, καθώς είναι ουσιαστικά το ένα από τα δύο μεγαλύτερα πανεπιστήμια της χώρας. Μάλιστα, όπως προκύπτει από σχετική έρευνα, η συμμετοχή από τη λειτουργία του ΑΠΘ στην αύξηση του ΑΕΠ της Θεσσαλονίκης, αποτιμάται με άμεσο και έμμεσο τρόπο το 1 δις».

Σαν τρίτο στόχο, ο Πρύτανης θέτει την «υιοθέτηση ενός εξωστρεφούς και διεθνούς προσανατολισμού στις σπουδές και στην έρευνα». Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, «θα συνεχίσουμε να επενδύουμε στα προγράμματα σπουδών μας, αξιοποιώντας και τις δυνατότητες που δίνει ο νόμος για κοινά προγράμματα σπουδών – προπτυχιακά και μεταπτυχιακά – για σύντομης διάρκειας προγράμματα σπουδών. Ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών έχουν ήδη ξεκινήσει στο πανεπιστήμιό μας. Σε ό,τι αφορά την έρευνα, η οποία είναι εκ των πραγμάτων διεθνοποιημένη πλέον, σκοπεύουμε να την ενισχύσουμε, όπως περιγράφεται λεπτομερώς στο Σχέδιο Ανάπτυξης, που έχω καταθέσει». Σχετικά με τη στροφή σε μία πολιτική εξωστρέφειας του πανεπιστημίου, ο προσανατολισμός είναι τόσο η κοινωνία, όσο και οι επαγγελματικοί φορείς.

Μεταξύ των προτεραιοτήτων, συγκαταλέγεται η αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος: «Θέλουμε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον, λειτουργικό και ασφαλές. Κι αυτό, αφορά τόσο τις υποδομές – εργαστηριακές, εκπαιδευτικές, κτιριακές – όσο και την καθημερινότητά μας, δηλαδή τη λεγόμενη πανεπιστημιακή ειρήνη. Όπως, επίσης, αφορά και τις διοικητικές υπηρεσίες και πρακτικές». Η εικόνα του Πανεπιστημίου έχει μεγάλη σημασία. Σύμφωνα με τον Πρύτανη, «οποιαδήποτε στόχευση για ανάπτυξη του πανεπιστημίου χωρίς να βελτιώνει την εικόνα του, δύσκολα θα επιτευχθεί». Τέλος, μία από τις βασικές αποστολές του πανεπιστημίου, αποτελεί η ενίσχυση της μέριμνας για τους φοιτητές: «Εκπαιδεύουμε πάνω από 50.000 φοιτητές συνολικά – μαζί με τους υποψήφιους διδάκτορες και τους μεταπτυχιακούς. Προσβλέπουμε στην ενίσχυση της προσβασιμότητας, τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών σχετικά με τη σίτιση, την ψυχοκοινωνική υποστήριξη, όπως και την αύξηση των εστιών. Είμαστε εδώ για τους φοιτητές μας», καταλήγει ο Πρύτανης.

Σχετικά με τις καταλήψεις

Περίπου ενάμιση μήνα καταλήψεων εξακολουθεί να βιώνει το ΑΠΘ. Εφόσον έχουν λάβει τόσο διευρυμένη μορφή, ο νέος Πρύτανης θεωρεί πως πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο προβληματισμού για την Πολιτεία: «Οι νέοι με το δυναμισμό και τον αυθορμητισμό, που τους διακρίνει συνήθως, θεωρούν ότι οι καταλήψεις αποτελούν μία μορφή διαμαρτυρίας. Όταν, όμως, το φαινόμενο αυτό έχει αποκτήσει μία μεγαλύτερη έκταση λόγω της κατάστασης που επικρατεί στην ανώτατη εκπαίδευση, όπως συμβαίνει τώρα, η πολιτεία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις πιθανές συνέπειες, στις περιπτώσεις, που αυτή η μορφή διαμαρτυρίας σταματά ύστερα από παρέμβαση της δημόσιας αρχής, καθώς υπάρχει το ενδεχόμενο να προκληθεί έκρυθμη κατάσταση. Επιπλέον, θα πρέπει να αναλογιστεί εάν σταματά όντως η διαμαρτυρία μετά από τέτοια παρέμβαση».

Σε ό,τι αφορά την ενδεδειγμένη αντιμετώπιση της κατάστασης, ο δρ Φείδας προκρίνει μία πολιτική λύση αντί της τυπικής εφαρμογής του νόμου, ο οποίος επιτρέπει την παρέμβαση στον πανεπιστημιακό χώρο για εκκένωση καταλήψεων: «Η πιο ρεαλιστική λύση θα ήταν να πάψει να υφίσταται το πρόβλημα. Είναι καθαρά πολιτικό το θέμα. Εκτίμησή μου είναι πως αυτές οι αντιδράσεις – που μπορεί να ενταθούν κιόλας – θα υπάρχουν μέχρι την ψήφιση του νομοσχεδίου σε λίγες ημέρες. Μέχρι να ολοκληρωθεί και να κλείσει αυτή η υπόθεση, δεν πρόκειται να υποχωρήσουν οι αντιδράσεις από την πανεπιστημιακή κοινότητα. Κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της ψήφισης του νομοσχεδίου σε μικρότερο χρονικό διάστημα, καθώς τότε θα ήταν λιγότερες και μικρότερης έντασης οι αντιδράσεις. Πλέον, είναι πολύ μεγάλο το χρονικό διάστημα, που η λειτουργία του πανεπιστημίου είναι ‘μη κανονική’».

Με αφορμή αντίθετες ‘φωνές’, οι οποίες υποστηρίζουν πως το χρονικό διάστημα, που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο δεν ήταν αρκετό, ο Πρύτανης του ΑΠΘ απαντά: «Η δημόσια διαβούλευση για όλα τα νομοσχέδια, είναι της τάξης των 8-10 ημερών. Το θέμα είναι αν έχει προηγηθεί διαβούλευση με τους φορείς, που εμπλέκονται στα θέματα αυτά, άτυπα τουλάχιστον, από την πολιτεία. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό είχε γίνει σε επαρκή βαθμό. Πάντως, ακόμη και σ’αυτό το δεκαήμερο, υπήρχε η δυνατότητα έκφρασης όλων των απόψεων, διότι τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές του νομοσχεδίου, τις γνωρίζαμε. Μάλιστα, είχαμε τη δυνατότητα να συζητήσουμε αρκετά αναλυτικά τις λεπτομέρειες και στη Σύνοδο των Πρυτάνεων, σε δύο συνεχείς συνεδριάσεις. Δεν εκτιμώ, λοιπόν, ότι αν δινόταν πέντε μέρες περισσότερο για τη δημόσια διαβούλευση, θα άλλαζε κάτι σημαντικά».

Όλες οι εξετάσεις έχουν ένα βαθμό διαβλητότητας

Σχετικά με την εξεταστική, όπως διευκρινίζει, «είναι λίγες οι περιπτώσεις, που δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες των εξετάσεων». Όσο για την προσωπική του άποψη γύρω από τη διενέργεια διαδικτυακών εξετάσεων, ο Πρύτανης του ΑΠΘ θα πει: «Καμία διαδικασία εξετάσεων δεν είναι ‘μη διαβλητή’ – πάντα υπάρχει ένας βαθμός διαβλητότητας, σε οποιαδήποτε μορφής εξέταση. Να υπογραμμίσω πως στο ΑΠΘ υπάρχει απόφαση Συγκλήτου για τη διεξαγωγή διαδικτυακών εξετάσεων σε όσες περιπτώσεις δεν υπάρχει δυνατότητα να διεξαχθούν δια ζώσης, αξιοποιώντας και την τεχνογνωσία που αποκτήσαμε την περίοδο του κορονοϊού. Γενικά η χρήση μέσων εξ αποστάσεως – είτε στην εκπαίδευση, είτε στις εξετάσεις – όταν υπάρχουν ειδικές συνθήκες, είναι ένα μέσο που πρέπει να αξιοποιούμε και μας έχει βοηθήσει σε πολύ δύσκολες στιγμές, γι’αυτό και σε αρκετά Τμήματα, οι εξετάσεις γίνονται διαδικτυακά». Όσο για τους κινδύνους αντιγραφής, οι οποίοι έχουν αυξηθεί λόγω ChatGPT, σημειώνει: «υπάρχουν πάντα τρόποι να περιορίσεις το φαινόμενο της αντιγραφής. Αναφέρω ενδεικτικά, την επιλογή μικρότερου χρονικού διαστήματος για να απαντήσουν οι φοιτητές, τις ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής (multiple choice), καθώς εκτός του περιορισμένου χρόνου, υπεισέρχεται και η κρίση του φοιτητή».