Αν είχε εφαρμοστεί ο Γενικός Κανονισμός Κυκλοφορίας το δυστύχημα στα Τέμπη θα είχε αποφευχθεί, λέει πρώην διευθύνων σύμβουλος του ΟΣΕ
Με την εξέταση μαρτύρων ξεκίνησε η σημερινή συνεδρίαση της Εξεταστικής Επιτροπής που ερευνά τα αίτια του δυστυχήματος των Τεμπών. Ο πρώτος μάρτυρας, ήταν ο Κωνσταντίνος Γιαννακός, διευθύνων σύμβουλος του ΟΣΕ την περίοδο 2001-2005 ο οποίος μέσα από την εμπειρία του απάντησε στις ερωτήσεις της Επιτροπής.
Απαντώντας στο ερώτημα αν θα μπορούσε να αποφευχθεί το δυστύχημα απάντησε πως θα ήταν εφικτό αν είχε τηρηθεί πιστά ο Γενικός Κανονισμός Κυκλοφορίας. Και εξήγησε πως ο σταθμάρχης έδωσε στον μηχανοδηγό της επιβατικής αμαξοστοιχίας το «πράσινο φως» για να αναχωρήσει στη γραμμή καθόδου, χωρίς να τηρήσει όμως τις υπόλοιπες προβλεπόμενες διαδικασίες.
Οι μηχανοδηγοί της επιβατικής αμαξοστοιχίας δεν έκαναν αναγγελία ότι το τρένο εισέρχεται σε ρεύμα καθόδου και διευκρίνισε ότι η ύπαρξη ηλεκτρικής σηματοδότησης δεν καταργεί την υποχρέωση του σταθμάρχη να ζητήσει γραμμή ελευθέρας, θα έπρεπε δηλαδή να το είχε ανακοινώσει.
Η επιπλέον δικλείδα ασφαλείας στην οποία αναφέρθηκε ο πρώην Διευθύνων Σύμβουλος του ΟΣΕ είναι η παρουσία του προϊσταμένου αμαξοστοιχίας, ο οποίος υπήρχε την περίοδο της δικής του θητείας, ωστόσο καταργήθηκε με τον τελευταίο Γενικό Κανονισμό Κυκλοφορίας, ο οποίος υπεγράφη επί υπουργίας Χρήστου Σπίρτζη.
Σύμφωνα με την εμπειρία και την επιστημονική κατάρτιση του μάρτυρα, το σύστημα ERTMS, που περιλαμβάνει τηλεδιοίκηση, ραδιοεπικοινωνίες και σηματοδότηση, δεν αρκεί για να αποτρέψει συγκρούσεις. «Κάθε σύστημα θέλει και τον ανθρώπινο παράγοντα για να αποτρέψει τη σύγκρουση. Από μόνο του δεν είναι αρκετό» ανέφερε χαρακτηριστικά και έφερε ως παράδειγμα την Γερμανία όπου με εγκατεστημένο το σύστημα συνέβη θανατηφόρο δυστύχημα.
Ο κ. Γιαννακός χαρακτήρισε επαρκή τα άτομα που βρίσκονταν επί του πεδίου για να αποτρέψουν το δυστύχημα και να εφαρμόσουν τον Γενικό Κανονισμό Κυκλοφορίας, ωστόσο, με την προϋπόθεση ότι ο καθένας έκανε σωστά τη δουλειά του.
Σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα, ο βασικός μάρτυρας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην υπόθεση των Τεμπών, ο πρώην Διευθυντής Ηλεκτροκίνησης, Σηματοδότησης και Τηλεδιοίκησης και Εγκατάστασης στον ΟΣΕ κ. Παναγιώτου, είχε προχωρήσει σε αβάσιμες καταγγελίες εναντίον του ίδιου και άλλων 10 ατόμων για τη σηματοδότηση-ηλεκτροκίνηση στον Προαστιακό στο τμήμα Πειραιάς-Αθήνα- Τρεις Γέφυρες. Τότε, η υπόθεση εξετάστηκε από την επιτροπή Βαλυράκη, παραπέμφθηκε στον Εισαγγελέα και μάλιστα στη δίκη αθωώθηκαν πανηγυρικά και οι 11 κατηγορούμενοι.
Ο κ. Γιαννακός κατέθεσε και για το ρόλο των Κατσιούλη, πατέρα και υιού. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Ιωάννης Κατσιούλης, πατέρας του Χρήστου, αφού εργάστηκε επί 15ετία στον ΟΣΕ, παραιτήθηκε για να εργαστεί σε έναν εκ των εργολάβων των έργων (Bombardier). Σημειώνεται ότι η Bombardier ήταν η εταιρεία τα συστήματα της οποίας εγκαθιστούσαν και έπρεπε να αντικατασταθούν ως μη συμβατά με τα ευρωπαϊκών προδιαγραφών ασφαλείας που εγκαταστάθηκαν με την 717 και τη ΣΣΕ. Ο Χρήστος Κατσιούλης δούλευε για ένα διάστημα ως επιβλέπων στην ΕΡΓΟΣΕ. «Μπορείτε εύκολα να βρείτε αν είχαν προσωπικό όφελος οι πατέρας και υιός Κατσιούλης» ανέφερε χαρακτηριστικά ο μάρτυρας.
Απαντώντας στις ερωτήσεις των μελών της εξεταστικής επιτροπής, σχετικά με την κατάτμηση των έργων, είπε ότι γίνεται με βάση τη διεθνή πρακτική, σύμφωνα με την οποία οι γραμμές παραδίδονται ανά 100-150 χλμ ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για μια σιδηροδρομική γραμμή άνω των 500 χλμ.
Κατά τον μάρτυρα, η ελληνική νομοθεσία έχει ενσωματώσει πλήρως τις κοινοτικές οδηγίες σε σχέση με τις συμβάσεις δημοσίων και άρα σιδηροδρομικών έργων, η οποία αποδέχεται μεταβολές προϋπολογισμού ή προθεσμιών υπό συγκεκριμένους όρους. «Όταν υπήρχαν διαφωνίες από πλευράς ΕΕ, που είχε τη δυνατότητα ελέγχου, γινόταν σεβαστές από την ΕΡΓΟΣΕ» κατέθεσε ο κ. Γιαννακός προσθέτοντας ότι επί 20 χρόνια συμβάσεις για τηλεδιοίκηση δεν ολοκληρώνονταν.
Οι προσπάθειες για εγκατάσταση τηλεδιοίκησης και ηλεκτροκίνησης ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1990, με αποσπασματικές συμβάσεις, που συνολικά κόστισαν 64 εκατ. Κατά την εκτίμηση του μάρτυρα, ο διαχωρισμός ΟΣΕ-ΕΡΓΟΣΕ προκάλεσε προβλήματα, κυρίως σε έργα με παράλληλη κυκλοφορία ενώ υπάρχουν τα λεγόμενα «παράθυρα κυκλοφορίας», για να γίνονται οι εργασίες από τον ανάδοχο. Υπεύθυνος για την κυκλοφορία ήταν ο ΟΣΕ, με βάση τα προβλεπόμενα από τον Γενικό Κανονισμό Κυκλοφορίας ενώ η ΕΡΓΟΣΕ, σύμφωνα με τον μάρτυρα, «δεν ασχολείται με την κυκλοφορία».
Ο δεύτερος μάρτυρας, πρώην διευθυντής της ΕΡΓΟΣΕ, Χρήστος Τσίτουρας, συμφώνησε με την άποψη του κ. Γιαννακού ότι αν τηρούνταν οι κανόνες «σαν ευαγγέλιο» τότε θα μπορούσε να αποφευχθεί το τραγικό δυστύχημα. Τόνισε, παράλληλα, ότι ο ανθρώπινος παράγοντας είναι βασικός και ο οποιοσδήποτε εξοπλισμός ή τεχνολογία δρομολογείται από ανθρώπινα χέρια. «Ο ανθρώπινος παράγοντας συμμετέχει σε όλες τις δομές ασφαλείας», υπογράμμισε.