Ελεγκτικό Συνέδριο: Η απόφαση για τις συντάξεις των δικαστών δεν αφορά μόνο στους τρεις, αλλά έναν «ευρύτερο κύκλο προσώπων»

Μία μεγάλη συζήτηση άνοιξε η πρόσφατη απόφαση (σ.σ. της 4ης Οκτωβρίου) της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία δικαιώθηκαν οι συνταξιούχοι δικαστές και οι περικοπείσες συντάξεις τους επανέρχονται στα επίπεδα που ίσχυαν προ του 2012.

 

Οι συντάξεις των απόμαχων δικαστών, μετά την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, πρέπει πλέον να προσδιοριστούν σε επίπεδα άνω του 60% των αποδοχών των ενεργεία συναδέλφων τους, όπως έχει αποφανθεί το Μισθοδικείο. Σύμφωνα με πληροφορίες του protothema.gr, το ύψος των συντάξεων των δικαστών θα καθοριστεί μεταξύ του 70%-80% των αποδοχών των εν ενεργεία συναδέλφων τους, χωρίς όμως να έχει ληφθεί οριστική κυβερνητική απόφαση, λόγω του μεγάλου κόστους επιβάρυνσης που θα υπάρξει.

«Αναγνωρίζοντας» ακριβώς αυτό το πρόβλημα της επιβάρυνσης που θα προκύψει για τα κρατικά ταμεία, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, έσπευσε  να «προλάβει» τις εξελίξεις, προαναγγέλλοντας την ανάληψη, από την κυβέρνηση, νομοθετικής πρωτοβουλίας, η οποία ως βασικό της άξονα «θα έχει την προστασία του ασφαλιστικού συστήματος από νέα ελλείμματα, των οποίων θύματα θα ήταν τελικά οι φορολογούμενοι και οι υπόλοιποι συνταξιούχοι».

Η επισήμανση αυτή, ωστόσο, από τον κ. Χατζηδάκη, έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με όσα υποστήριζε τις προηγούμενες 48 ώρες η κυβέρνηση. Και αυτό, καθώς κυβερνητικά στελέχη είχαν επιδοθεί σε μία επιχειρηματολογία ότι δεν συντρέχουν λόγοι ανησυχίας, καθώς η απόφαση αφορούσε τρία πρόσωπα που προσέφυγαν: Τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ, Χρήστο Ράμμο, τον πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ρωμύλο Κεδίκογλου και τον πρώην πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Νικόλαο Αγγελάρα.

«Δεν υπάρχει ζήτημα σεβασμού συνολικά στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Αφορά δύο προσφεύγοντες και μόνο αυτούς, άρα δεν υπάρχει ζήτημα επέκτασης» έλεγε χαρακτηριστικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, ενώ ο υπουργός Εργασίας, Άδωνις Γεωργιάδης, υπογράμμιζε ότι «δεν θα εφαρμοστεί για όλους, δεν υπάρχουν τα λεφτά».

Τι άλλαξε, ωστόσο, σήμερα Παρασκευή, «υποχρεώνοντας» τον Κωστή Χατζηδάκη να προαναγγείλει νομοθετική πρωτοβουλία, ώστε να μην τεθεί εν κινδύνω η συνετή δημοσιονομική πορεία της χώρας; Το σημείο καμπής ήταν η επίσημη ανακοίνωση της απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκδόθηκε νωρίτερα την Παρασκευή.

Σε αυτήν ξεκαθαρίζεται πως η απόφαση της Ολομέλειας για την επαναφορά των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών, στα επίπεδα πριν από το 2012, είναι πιλοτική -δεν αφορά, δηλαδή, μόνο τους τρεις προσφεύγοντες πρώην ανώτατους δικαστές.

«Υπενθυμίζεται ότι με τις πιλοτικές δίκες ως οι ανωτέρω επιλύονται ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων και όχι διαφορές που αφορούν ειδικώς τον συγκεκριμένο διάδικο, το δικόγραφο του οποίου, φέροντας τα εν λόγω χαρακτηριστικά, έδωσε απλώς λαβή για την επίλυση των εν λόγω ζητημάτων» τονίζει συγκεκριμένα το Ελεγκτικό Συνέδριο στη σχετική ανακοίνωση, «αδειάζοντας», στην ουσία, την κυβέρνηση και «αναγκάζοντας» τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών να… σπεύσει να προλάβει, νομοθετικά, τις εξελίξεις.

Αναλυτικά η ανακοίνωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 1330, 1331, 1332/2023

Με τρείς πιλοτικές της αποφάσεις (1330/2023, 1331/2023 και 1332/2023), η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου επέλυσε ζητήματα που εγέρθηκαν σχετικά με την εκτέλεση των
255/2021 και 2/2022 αποφάσεων του ειδικού κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστηρίου (Μισθοδικείου).

Το ειδικό αυτό Δικαστήριο1 έκρινε στις εν λόγω αποφάσεις του ότι η υπαγωγή για τον υπολογισμό των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών στη νομοθεσία περί ΕΦΚΑ είναι
αντισυνταγματική λόγω του υπερβολικά χαμηλού ποσοστού αναπλήρωσης που προκύπτει και ότι, μετά τη θέση εκποδών ως αντισυνταγματικής της εν λόγω νομοθεσίας, εφαρμόζεται
για τον υπολογισμό των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών η προϊσχύσασα νομοθεσία2.

Υπενθυμίζεται ότι με τις πιλοτικές δίκες ως οι ανωτέρω επιλύονται ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων και όχι διαφορές που αφορούν ειδικώς τον συγκεκριμένο διάδικο, το δικόγραφο του οποίου, φέροντας τα εν λόγω χαρακτηριστικά, έδωσε απλώς λαβή για την επίλυση των εν λόγω ζητημάτων.

Ασκώντας την παρακολουθηματικού χαρακτήρα έναντι του ειδικού κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστηρίου δικαιοδοσία του, το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε τα εξής στο
πλαίσιο των ήδη επιλυθέντων από το ειδικό αυτό Δικαστήριο ζητημάτων:

Η εκ του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος υποχρέωση για παροχή πλήρους δικαστικής προστασίας από την προσβολή των συνταξιοδοτικής φύσης δικαιωμάτων των δικαστικών
λειτουργών και η εντεύθεν διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαιώματος του οποίου η προσβολή διαγνώστηκε με απόφαση του ειδικού Δικαστηρίου, επιβάλλει όπως η συνταξιοδοτική Διοίκηση, μετά τη δικαστική διάγνωση της αντισυνταγματικότητας μειώσεων σε σύνταξη δικαστικού λειτουργού, προβεί, εφ’ όσον τούτο ζητηθεί και ανεξαρτήτως αν η απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου αφορούσε στον ίδιο τον αιτούντα, σε νέο, σύμφωνο με το Σύνταγμα, υπολογισμό της σύνταξης, εκδίδοντας νέα εκτελεστή διοικητική πράξη· τυχόν δε άρνηση να ενεργήσει σχετικώς αποτελεί απορριπτική εκτελεστή διοικητική πράξη που προσβάλλεται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Σε υποθέσεις συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών, το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται κατά το Σύνταγμα να σέβεται τις επί νομικών ζητημάτων κρίσεις του ειδικού Δικαστηρίου,
που έχει τη σχετική πρωτογενή εκ του Συντάγματος δικαιοδοσία. Μη νόμιμη και ακυρωτέα η σιωπηρή άρνηση της συνταξιοδοτικής Διοίκησης για επανακανονισμό της σύνταξης
δικαστικού λειτουργού, αφού αυτή όφειλε να υπολογίσει τη σύνταξή του μη εφαρμόζοντας τις κριθείσες αρμοδίως ως αντισυνταγματικές ρυθμίσεις, αλλά τις προϊσχύσασες αυτών.

Εφαρμοστέες για τον κανονισμό της σύνταξης των δικαστικών λειτουργών εκκαλούντος είναι οι προϊσχύσασες του ν. 4387/2016 διατάξεις, ενώ το καταβλητέο ποσό της σύνταξής τους υπόκειται μόνο στις περικοπές και τις κρατήσεις που δεν αντίκεινται σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, σύμφωνα με όσα έχουν κριθεί από το εν λόγω ειδικό Δικαστήριο και το
Ελεγκτικό Συνέδριο.

Το ζήτημα της συμπερίληψης στις αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και συντάξιμων αποδοχών, του ποσού της
αποζημίωσης λόγω της συμμετοχής δικαστικών λειτουργών στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ανήκει, ως εκ της φύσης του ζητήματος και ενόψει του ότι δεν έχει αυτό επιλυθεί με
προηγούμενη απόφασή του, στην αρμοδιότητα του κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος ειδικού Δικαστηρίου.

1 Το ειδικό κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστήριο, όταν δικάζει μεταξύ άλλων διαφορές από συντάξεις δικαστικών λειτουργών, συγκροτείται κατά πλειοψηφία από μη δικαστικούς λειτουργούς.

2 Σε προηγούμενη απόφασή του (1/2018) το ως άνω Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η αναπλήρωση σε ποσοστό ίσο ή κατώτερο του 60% σε σύνταξη δικαστικού λειτουργού είναι επίσης αντίθετη στο Σύνταγμα.