Το ελληνικό δημόσιο «βλέπει» τη φονική πυρκαγιάς στο Μάτι που άφησε πίσω της 104 νεκρούς και δεκάδες εγκαυματίες, ως «ανωτέρα βία» και με αυτό το σκεπτικό ασκεί έφεση στην απόφαση που προέβλεπε αποζημίωση στους συγγενείς θυμάτων.
Λίγες ημέρες μετά την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Μάτι, το ελληνικό δημόσιο κατέθεσε την έφεση στην απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου της Αθήνας, που επιδίκαζε αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης σε πέντε συγγενείς μιας 77χρονης γυναίκας – θύματος της φονικής πυρκαγιάς, ύψους 300.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους.
Εισαγγελική έρευνα
Στο μεταξύ σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται νέα εισαγγελική έρευνα για την υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, καθώς ο εισαγγελέας της έδρας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας, απέστειλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών κατάσταση με ονόματα εγκαυματιών, οι οποίοι δεν είχαν καταθέσει στις δικαστικές αρχές και εμφανίστηκαν στο δικαστήριο. Άμεσα διατάχθηκε προκαταρκτική εξέταση και σύμφωνα με πληροφορίες οι εγκαυματίες έχουν αρχίσει να καλούνται για κατάθεση. Μετά την ολοκλήρωση των καταθέσεων θα ακολουθήσει η κλήση των «υπόπτων» και η απόδοση ποινικών ευθυνών από τις εισαγγελικές αρχές.
Η έφεση
Σύμφωνα με πληροφορίες, το ελληνικό δημόσιο στο αίτημα που κατέθεσε στη διοικητική δικαιοσύνη, επικαλείται έξι λόγους για την άσκηση της έφεσης και μεταξύ πολλών άλλων χαρακτηρίζει τη φονική πυρκαγιά «περιστατικό ανωτέρας βίας».
Συγκεκριμένα, στους λόγους έφεσης το ελληνικό Δημόσιο επικαλείται το γεγονός ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το αίτημα του περί έκδοσης προδικαστικής απόφασης με σκοπό τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης καθώς υποστηρίζει πως προέκυψαν ζητήματα για τα οποία απαιτούνται ειδικές επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Μερικά από αυτά τα ζητήματα τα οποία κατά πληροφορίες επικαλείται το δημόσιο είναι «αιφνίδια μεταβολή του καιρού», «σπανιότητα και ιδιαιτερότητα της τόσο ραγδαίας αύξησης της έντασης των ανέμων σε τοπικό επίπεδο», «αντικειμενική αδυναμία πτήσης των εναέριων μέσων κατά τις απογευματινές ώρες του ένδικου δυστυχήματος λόγω καιρικών συνθηκών», «αντικειμενική αδυναμία κατάσβεσης του πύρινου μετώπου από τις εναέριες και επίγειες δυνάμεις λόγω της έντασης και του μεγέθους (πλάτους, ύψους) της πυρκαγιάς».
Παράλληλα, το Δημόσιο αναφέρει πως «κακώς το Πρωτοδικείο δέχθηκε τον αναπόδεικτο ισχυρισμό των αντιδίκων ότι η έλλειψη εισήγησης για εκκένωση προκάλεσε το ένδικο τραγικό αποτέλεσμα», αναφέροντας πως «από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι τυχόν εισήγηση του ΠΣ για οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση των κατοίκων θα μπορούσε χρονικά και τεχνικά να πραγματοποιηθεί και να ολοκληρωθεί πριν την έλευση του θερμικού κύματος που προηγείτο της φωτιάς, δηλαδή με ασφαλή και αίσια κατάληξη για τους κατοίκους».
Υποστηρίζει μάλιστα πως έλαβε μέτρα «άκρας επιμέλειας», ισχυριζόμενο πως «η πυροσβεστική υπηρεσία δεν αδράνησε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, αλλά αντιθέτως επιστράτευσε άμεσα όλη τη διαθέσιμη δύναμη για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς. Παρά ταύτα, δεδομένου του τεράστιου πλήθους των ταυτόχρονων εστιών φωτιάς που εκδηλώνονταν σε διάφορα σημεία στην επίδικη περιοχή και λόγω της ταχύτητας εναέριας και επίγειας μεταφοράς καυτρών, δεν κατέστη δυνατή αντικειμενικά η αντιμετώπιση όλων των περιστατικών…».
Σύμφωνα με πληροφορίες αναφέρει ακόμα ότι και αν το ΠΣ εισηγείτο την εκκένωση των πολιτών, δεν είναι βέβαιο ότι θα ολοκληρωνόταν επιτυχώς. « Είναι βέβαιο ότι και στην περίπτωση αυτή τα κρατικά όργανα Θα κατηγορούνταν για την εκκένωση, όπως σήμερα κατηγορούνται για την μία κένωση. Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη επίσης κοιτάξεις ιδιαίτερα στοιχεία, τα οποία καθιστούσαν την κενού σε όλους επικίνδυνη και των λόγω ισχυρισμό των εναγόντων αβάσιμο : Δεν είχε υλοποιηθεί το σύστημα ειδοποιήσεις το 112, οι οδοί εντός και πέριξ των οικισμών Είναι μικρή και δαιδαλώδεις (χωρίς ρυμοτομία και με αδιέξοδα), Η πυρκαγιά εξαπλωνόταν με μεγάλη ταχύτητα κι από μεγάλο ύψος μέσω καυτρών (που δημιουργούσαν εστίες φωτιάς προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις εκκένωσης), η απόσταση από το μέτωπο της πυρκαγιάς έως την ακτογραμμή ήταν μόλις 5 χιλιόμετρα, οι άνεμοι έπνεαν με εντάσεις 10 και 11 μποφόρ, δεν υπήρχε ασφαλές καταφύγιο για τον πληθυσμό εκτός από τις οικίες και τα κτίσματα τα οποία θα εκκενώνονταν (με δεδομένο ότι δεν θα ήταν δυνατόν όλος ο πληθυσμός να χωρέσει στις ακτές)» τονίζει το δημόσιο.
Επιπλέον αναφέρει πως εκ μέρους του Δημοσίου υπήρξε ενημέρωση προς τους φορείς και τους πολίτες τόσο για τον επικείμενο κίνδυνο (δελτίο τύπου ΓΓΠΠ της 22.07.2018) όσο και για τα μέτρα αντιμετώπισης του (οδηγίες δημοσιευμένες μέσω της ιστοσελίδας civil protection και των ΜΜΕ) τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν ακολουθήθηκαν, όπως η οδηγία «μην εγκαταλείπετε το κτίριο εκτός αν η διαφυγή σας είναι πλήρως εξασφαλισμένη».
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της οικογένειας, Δημήτρης Σκύφτας, τονίζει: «Με την υπ’ αριθμ 17030/2022 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως είναι γνωστό, επιδικάστηκε η πρώτη αποζημίωση στους εντολείς μας – συγγενείς θύματος από την τραγική φωτιά στην περιοχή της Ανατολικής Αττικής (Ν. Βούτζας – Μάτι) τον Ιούλιο του 2018, για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν.
Κατά της απόφασης αυτής το Ελληνικό δημόσιο ήγειρε έφεση προκειμένου να οδηγηθεί η υπόθεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (έχει εκ του νόμου την υποχρέωση).
Στο εφετήριό του το ελληνικό δημόσιο, πέραν των νομικών λόγων, επαναλαμβάνει τη θέση του ότι τα θύματα έχουν ποσοστό συνυπαιτιότητας λόγω της μη πληροφόρησής τους από τα ΜΜΕ ή από το διαδίκτυο (site πολιτικής προστασίας) για το πως να αυτοπροστατευθούν
Επιπροσθέτως το ελληνικό δημόσιο αναφέρεται εκ νέου στην «άναρχη» δόμηση της περιοχής και στην ύπαρξη αυθαιρέτων, καίτοι αυτά ήταν γνωστά στις αρχές και στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε κανένα ζήτημα αυθαιρέτου (όλα νόμιμα).
Τέλος, κατά το ελληνικό δημόσιο, η επιδικασθείσα αποζημίωση από το Δικαστήριο, κρίνεται υπερβολική και επικουρικά ζητά τη μείωσή της.
Σημειώνω ότι η υπόθεση αυτή δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα προς εκδίκαση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου».
Η πρωτόδικη δικαστική απόφαση
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθμόν 17030/2022 απόφασή του (29ο Τριμελές, Πρόεδρος: Ελένη Αγγέλη, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ, Εισηγήτρια: Ευαγγελία Παυλίδου, Πρωτοδίκης Δ.Δ) αναγνωρίζει ευθεία ευθύνη του δημοσίου που συνδέεται με τον θάνατο του θύματος και επιδικάζει χρηματική αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης σε πέντε συγγενείς μιας 77χρονης γυναίκας – θύματος ύψους 300.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους. Η πρώτη δικαστική απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο θάνατος της γυναίκας συνδέεται αιτιωδώς με την παράλειψη της Πυροσβεστικής, ως όφειλε, να εισηγηθεί την εκκένωση της περιοχής στα αρμόδια όργανα της περιφέρειας και του δήμου.
Το δικαστήριο απέρριψε , τον ισχυρισμό του δημοσίου που επιχείρησε να διακόψει τον αιτιώδη σύνδεσμο «λόγω της ενέργειας της ίδιας της θανούσας να αποχωρήσει αυτοβούλως, πεζή, από την οικία της, που, εν τέλει, παρέμεινε αλώβητη, οπότε εάν αυτή είχε παραμείνει εκεί, θα ήταν ασφαλής». Σύμφωνα με τους δικαστές ο ισχυρισμός αυτός είναι «απορριπτέος, καθώς, εν προκειμένω, δεν επέφερε διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου η προσπάθεια του θύματος να αποχωρήσει από την οικία του, εν όψει του κινδύνου της εξελισσόμενης πυρκαγιάς. Και τούτο διότι πρόκειται για ενέργεια αναμενόμενη, ιδίως εφόσον το πρόσωπο δεν είχε επαρκή πληροφόρηση για τον βαθμό του κινδύνου στον οποίον εκτίθεται».
Σημειώνω ότι η υπόθεση αυτή δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα προς εκδίκαση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου».