Υπόθεση Μάτι: «Δεν βοηθηθήκαμε, δεν υπήρχε σχέδιο, το κράτος ήταν απών»

Μαρτυρίες γεμάτες πόνο για την άδικη απώλεια και το μαρτυρικό χαμό των δικών τους ανθρώπων διατυπώθηκαν και σήμερα στην αίθουσα του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκδικάζεται η υπόθεση για τη φονική πυρκαγιά τις Μάτι με τους 104 νεκρούς.

Ιδιαίτερα συγκινητική ήταν η στιγμή όταν στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ο ηλικιωμένος Χρήστος Πολίτης ο οποίος έχασε τη σύζυγό του και ο ίδιος μεταφέρθηκε με σοβαρά εγκαύματα στο νοσοκομείο.

Ο μάρτυρας περιέγραψε όσα έζησε ως εξής:

Στο σπίτι ήμουν με τη γυναίκα μου. Έχουμε γυρίσει από το μπάνιο και μάθαμε για πυρκαγιά στην Κινέτα. Κάποια στιγμή αντιληφθήκαμε ότι η φωτιά της Πεντέλης έφτασε στο Βουτζά και μετά από πέντε λεπτά σε εμάς. Είμαι εγώ και η γυναίκα μου, η συγχωρεμένη η Ευγενία, οδοντίατρος.

Αλλά κι εμείς που μείναμε… ο άνθρωπος που σας μιλάει έχει εγκαύματα τρίτου βαθμού. Ήμουν καμμενος ο μισός.

Όταν έφτασε η φωτιά και καιγόμαστε. Η γυναίκα μου ήταν στο δίπλα σπίτι και δεν πρόλαβε να βγει. Η φωτιά μας είχε κουλουριάσει. Σκέφτηκα ότι ίσως προλάβω να πάω στους αξιωματικούς και να βρω βοήθεια. Βγήκα στη Μαραθωνος και είχε φωτιά παντού. Άρχισα να πηγαίνω προς τη θάλασσα. Μια διαδρομή πέντε λεπτών με το αυτοκίνητο, την έκανα μια ώρα. Έφτασα στη θάλασσα. Δεν ήταν δυνατό να κατέβω από τα σκαλάκια που υπήρχαν, προχώρησα κι άλλο και βρέθηκα στη θάλασσα. Εκεί με τη βοήθεια ενός ανθρώπου που τον ευχαριστώ μπόρεσα να περάσω να βγω και με πήρε ένα αμάξι της πυροσβεστικής με πήγε στη Ραφήνα και από εκεί στο Σισμανόγλειο.

Έμεινα 3 εβδομάδες στο Σισμανόγλειο. Δεν μπόρεσα να πάω στη κηδεία της γυναικας μου. Δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο από το μεγάλο πόνο. Οι άνθρωποι δε γυρίζουν. Αυτός είναι ο μεγάλος καημός που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Δεν βοηθήθηκαμε, δεν υπήρχε σχέδιο, το κράτος ήταν απών.

Μολις τελείωσε η κατάθεση του, ο κατηγορούμενος που τον είχε βοηθήσει μετά την πυρκαγιά τον πλησίασε και συνομίλησαν για λίγα λεπτά μαζί και με την κορη του.

Νωρίτερα είχε καταθέσει η Αλεξάνδρα Νιτσοτόλη 

Έχασα τη μητέρα μου 65 ετών.Την ημέρα εκείνη βρισκόμουν στο γραφείο μου.Με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου και μου είπε ότι είχε πιάσει φωτιά .Ήταν μόνη της στο σπίτι και μου ζήτησε να γυρίσω σπίτι γιατί ήταν μόνη της στο σπίτι Όταν μπήκα στη Μαραθώνος δεν είδα περιπολικά,πυροσβεστικά σειρήνες. εν υπήρχε κινητοποίηση.

Ούτε εναέρια μέσα άκουσα . Κάποια στιγμή μίλησα μαζί της και μου είπε Κλείσε κλείσε να προλάβω να ντυθώ να φύγω Και αυτή ήταν η τελευταία συνομιλία που είχα με τη μαμά μου .
Επιστρέφοντας στο σπίτι της τράκαρε το αυτοκίνητο της κάποιος και βλέποντας τη φωτιά να έχει φτάσει στα δέντρα η φωτιά. Μπήκε σε ένα άλλο αυτοκίνητο μάλλον πυροσβεστικό.

Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ αποπνικτική . Μπήκα στο ξενοδοχείο κοντά στη θάλασσα.Και εκεί η κατάσταση ήταν κατάσταση πανικού.

Βγήκα να δω τι γίνεται και οι δύο κολπίσκοι ήταν γεμάτοι από κόσμο.Μετα στο ξενοδοχείο είπαν η φωτιά πέρασε τη Μαραθώνος πρέπει να εκκενωσουμε.

Η λογική η δική μου λέει ότι πρέπει να πάω στη Νέα Μάκρη.Με οτο στοπ πήγα στην Νέα Μάκρη.Ο Γολγοθάς μου ήταν να συνεχίσω να ψάχνω να βρω τη μαμά μου.Τα τηλεφωνήματα ήταν συνεχή.

Δεν μπορούσα να βρω πουθενά τη μαμά μου.Μετα με φιλικά προσπάθεια γυρίσαμε σπίτι για να βρω τη μαμά μου.Ειδα το αυτοκίνητο ολοσχερώς καμένο Πλησιάζω τρέμοντας…. Δεν ήταν στο σπίτι.

Φευγουμε ξανά γιατί υπήρχαν και άλλες εστίες φωτιάς.Στη διαρκεια της νύχτας γυρίσαμε ξανά. Οι συγγενείς μου είχαν πάει σε όλα τα εφημερεύοντα νοσοκομεία. Μετα πήγα στο λιμάνι της Ραφήνας και περίμενα τις βάρκες μήπως βρω τη μητέρα μου.Το χάραμα πήγα στο σπίτι ξανά όπου είχα πάει άλλες τρεις φορές όλο το βραδυ.Εκει βρήκα τη μαμά μου.

Πομπηία… Καμένα μωρά, καμένες μανάδες»

 

Με την έναρξη της διαδικασίας η υπεράσπιση του κατηγορούμενου δημάρχου Ραφήνας για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι έθεσε θέμα αμεροληψίας του δικαστηρίου γιατί επέτρεψε την ανάρτηση των φωτογραφιών των νεκρών από την πύρινη λαίλαπα.

“Η κίνηση της ανοχής του δικαστηρίου με την ανάρτηση των φωτογραφιών παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας και κλονίζεται η αμεροληψία σας έναντι των κατηγορουμένων. Σας υπεβλήθη αίτημα στο δικαστήριο να αποφασίσετε και δεν απαντήσατε και αυτό σημαίνει έλλειψη ακροάσεως. Δεν υπήρξε απαθές το δικαστήριο σας. Ενημέρωσα την προϊσταμένη σας και ζητώ να δηλώσετε αποχή από τα καθήκοντα σας.Εχετε εγγράψει υποθήκη για αγωγή κακοδικιας και αίτηση εξαίρεσης. Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στο πρόσωπο σας” είπε ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου Θρασύβουλος Κονταξής.

Η πρόεδρος του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών Μαρία Γκιαούρη, η οποία διευθύνει τη διαδικασία διέκοψε για λίγο τη συνέδριαση και αμέσως μετά ανακοίνωσε με ψυχραιμία και νηφαλιότητα ότι για το δικαστήριο “δεν τίθεται κανένα ζήτημα γιατί ο καθένας από εμάς μπορεί να ασκήσει αμερόληπτος τα καθήκοντα του και γι’αυτό βρισκεται εδώ”.

“Μπράβο” ακούστηκε από το ακροατήριο και αμέσως μετά ανέβηκε στο βήμα η πρώτη μάρτυρας Μαγδαληνή Τσέκου , η οποία έχασε τον πατέρα της.

“Ο αέρας ήταν πολύ δυνατός και βλέπαμε τη φωτιά να έρχεται .Αρχιζουμε και μαζεύουμε ο,τι μπορούμε για να φύγουμε.Οι φλόγες έρχονταν κοντά μας. Φεύγουμε ο μπαμπάς μου είπε πάρε τη μαμά σου και φύγετε. Εγώ Θα έρθω με το δεύτερο αυτοκίνητο. Προσπαθούσε να λύσει τα σκυλιά. Δώσαμε ραντεβού στη Ραφήνα”..

Με λυγμούς η μάρτυρας περιέγραψε πώς κατάφεραν μετά από ώρες να εντοπίσουν τον πατέρα της στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός όπου είχε μεταφερθεί με εκτεταμένα εγκαύματα και κατέληξε στις 27/7/2018. Φεύγουμε για τον Ευαγγελισμό. Μετά έμαθαν από μια κυρία που σώθηκε ότι ο πατέρας της φεύγοντας από το σπίτι σταμάτησε για να βοηθήσει μια οικογένεια που είχε έναν ανάπηρο .”Εγκλωβίστηκαν από τη φωτιά. Αυτό συνέβη στις επτάμισι και έμεινε εκεί μέχρι τις εννέα το βράδυ. Η γειτόνισσα επέζησε και εξηγούσε όλη την κατάσταση. Δυστυχώς ο ανάπηρος σύζυγος της απανθρακώθηκε μαζί με την τετραμελή οικογένειά του. Ούτε εκείνη όμως κατάφερε να ζήσει. Κάθε μέρα που περνούσε ελπίζαμε ότι θα ζούσε και θα τον βοηθούσαμε εμείς”.

Στη συνέχεια κατέθεσε η Ευανθία Σιδέρη η οποία έχασε τη μητέρα της και το σύζυγό της.

Περιέγραψε την κατάσταση με τους απανθρακωμένους ανθρώπους σαν «Πομπηία», ενώ όπως ανέφερε μετά από αυτά που βίωσε «και που σώθηκα είναι σαν να έχω πεθάνει».

«Γύρω στις έξι παρά βλέπω καπνό. Τρέχω στο κομπιούτερ.. κλειστό. Είχε κοπεί το ρεύμα. Η κόρη μου μυρίζει καπνό και επειδή είχε μια παλαιότερη εμπειρία παθαίνει κρίση πανικού. “Θα καούμε, θα πεθάνουμε!”. Εγώ πάγωσα. Βγαίνουμε έξω. Αυτοκίνητα παντού .. Έτρεχε μπροστά η κόρη μου η Περσεφόνη, πίσω εγώ και η μητέρα μου και πιο πίσω ο άντρας μου. Κάποια στιγμή τον χάσαμε. Μπήκαμε στο μονοπάτι.

Η μαμά μου εκείνη την ώρα μου λέει “δε θα τα καταφέρω, άφησε με”. Της λέω πάμε. Φτάνουμε στα σκαλοπατάκια και ξαφνικά η κόρη μου φωνάζει “μαμά καίγεσαι!”. Πετάω ρούχα και πέφτω στη θάλασσα, βλέπω δευτερόλεπτα πριν την κόρη μου να αρπάζει τη μάνα μου και να την τραβάει στη θάλασσα. Τις έχασα. Έπεσε μαύρο πέπλο παντού. Βρήκα μια ξέρα και κάθισα. Ούρλιαζα για ώρες. Και που σώθηκα είναι σαν να έχω πεθάνει.. Καμένα μωρά, καμένες μανάδες. Καίγανε τα πάντα. Ήταν ένα πράγμα ασύλληπτο.

Ήμασταν μόνοι μας τελείως. Μετά από ώρες ήρθε ένα μεγάλο καΐκι. Να γίνεται χαμός. “Τους καμένους πρώτα!” να φωνάζουν. Ήρθε ο άντρας μου κατάμαυρος, μου λέει “αγάπη μου” και λιποθύμησε. Παίρνω την κόρη μου τηλέφωνο, μου λέει δε βρίσκω τη γιαγιά. Άρχισα να ψάχνω σε ξέρες, μέσα στη θάλασσα. Τα είδα όλα. Πτώματα σε κατάσταση Πομπηίας. Τη χάσαμε τη μητέρα μου και ο άντρας μου, μερικούς μήνες μετά κατέρρευσε από αυτό και πέθανε στο νοσοκομείο.. Ζητώ δικαίωση για τη μνήμη της μητέρας μου, του αντρούλη μου, της Χρύσας Σπηλιώτη που ήταν φίλη μου για όλους όσους χάθηκαν άδικα».