Συνεχίζεται η δίκη για την φονική πυρκαγιά στο Μάτι με καταθέσεις ανθρώπων που έχασαν αγαπημένους τους μέσα στις φλόγες.
Στην διαδικασία σήμερα, υπήρξε αντίδραση από συνήγορο υπεράσπισης για την κίνηση συγγενών θυμάτων που χθες τοποθέτησαν φωτογραφίες των ανθρώπων που έχασαν στις θέσεις του κοινού.
Ο εκ των συνηγόρων υπεράσπισης, διδάκτωρ Νομικής Θρασύβουλος Κονταξής αναφερόμενος στην «ανοχή του δικαστηρίου» στη χθεσινή ενέργεια των θυμάτων, έκανε λόγο «για δικονομική εκτροπή». Ο ποινικολόγος ανέφερε προς τους δικαστές πως «κλονίζεται η αμεροληψία σας έναντι των κατηγορουμένων. Δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας», αφού το δικαστήριο δεν επέδειξε όπως αρμόζει «ψυχραιμία και απάθεια”». Ο κ. Κονταξής είπε επίσης πως «Θα ενημερώσω την πρόεδρο του Αρείου Πάγου και τα αρμόδια όργανα», ενώ δήλωσε προς στην πρόεδρο ότι «ζητώ να δηλώσετε αυτοεξαίρεση. Έχετε εγγράψει υποθήκη για αγωγή κακοδικίας. Δεν είμαστε στα λαϊκά δικαστήρια της Τεχεράνης».
Πρόεδρος: Δεν καταλαβαίνω γιατί γίνεται όλο αυτό. Αυτό έγινε εχθές. Σήμερα δεν έγινε κάτι.
Κονταξής: Και τι με αυτό; Δεν καταλαβαίνω γιατί έγινε όλο αυτό χθες.
Πρόεδρος: Δόθηκε η αίσθηση ότι μεροληπτεί το δικαστήριο;
Κοντάξης: Ο ορισμός της αίσθησης αυτής.
Το δικαστήριο αφού διέκοψε την διαδικασία για λίγο, προκειμένου να διασκεφτεί, επανήλθε με την πρόεδρο να ανακοινώνει ότι «δεν τίθεται για κανένα μέλος της σύνθεσης ζήτημα αποχής ή αυτοεξαίρεσης. Ο καθένας από εμάς μπορεί να ασκήσει αμερόληπτα τα καθήκοντά του».
Στο βήμα του μάρτυρα βρέθηκαν δύο γυναίκες που έχασαν οικείους τους χωρίς να μπορέσουν να κάνουν το παραμικρό για να αποτρέψουν τους θανάτους, αφού, όπως είπαν, ουδείς τους ενημέρωσε για την επικινδυνότητα της φωτιάς.
Η κ. Ευανθία Σιδέρη, που έχασε την μητέρα και το σύζυγο της από την φωτιά, περιέγραψε την κατάσταση με τους απανθρακωμένους ανθρώπους σαν «Πομπηία», ενώ όπως ανέφερε μετά από αυτά που βίωσε «και που σώθηκα είναι σαν να έχω πεθάνει».
«Γύρω στις έξι παρά βλέπω καπνό. Τρέχω στο κομπιούτερ, κλειστό. Είχε κοπεί το ρεύμα. Η κόρη μου μυρίζει καπνό και επειδή είχε μια παλαιότερη εμπειρία παθαίνει κρίση πανικού. “Θα καούμε, θα πεθάνουμε!”. Εγώ πάγωσα. Βγαίνουμε έξω. Αυτοκίνητα παντού. Έτρεχε μπροστά η κόρη μου η Περσεφόνη, πίσω εγώ και η μητέρα μου και πιο πίσω ο άντρας μου. Κάποια στιγμή τον χάσαμε. Μπήκαμε στο μονοπάτι. Η μαμά μου εκείνη την ώρα μου λέει “δε θα τα καταφέρω, άφησε με”. Της λέω πάμε. Φτάνουμε στα σκαλοπατάκια και ξαφνικά η κόρη μου φωνάζει “μαμά καίγεσαι!”. Πετάω ρούχα και πέφτω στη θάλασσα, βλέπω δευτερόλεπτα πριν την κόρη μου να αρπάζει τη μάνα μου και να την τραβάει στη θάλασσα. Τις έχασα. Έπεσε μαύρο πέπλο παντού. Βρήκα μια ξέρα και κάθισα. Ούρλιαζα για ώρες. Και που σώθηκα είναι σαν να έχω πεθάνει. Καμένα μωρά, καμένες μανάδες. Καίγανε τα πάντα. Ήταν ένα πράγμα ασύλληπτο. Ήμασταν μόνοι μας τελείως. Μετά από ώρες ήρθε ένα μεγάλο καΐκι. Να γίνεται χαμός. “Τους καμένους πρώτα!” να φωνάζουν. Ήρθε ο άντρας μου κατάμαυρος, μου λέει “αγάπη μου” και λιποθύμησε. Παίρνω την κόρη μου τηλέφωνο, μου λέει δε βρίσκω τη γιαγιά. Άρχισα να ψάχνω σε ξέρες, μέσα στη θάλασσα. Τα είδα όλα. Πτώματα σε κατάσταση Πομπηίας. Τη χάσαμε τη μητέρα μου και ο άντρας μου, μερικούς μήνες μετά κατέρρευσε από αυτό και πέθανε στο νοσοκομείο. Ζητώ δικαίωση για τη μνήμη της μητέρας μου, του αντρούλη μου, της Χρύσας Σπηλιώτη που ήταν φίλη μου για όλους όσους χάθηκαν άδικα», είπε.
Στη δική της κατάθεση η κ. Μαγδαληνή Τσέκου, που άνοιξε την σημερινή διαδικασία, περιέγραψε πως είδε για τελευταία φορά τον πατέρα της όταν χωρίστηκαν έξω από το σπίτι τους στο Μάτι για να σωθούν.
Η γυναίκα που το σπίτι της είναι μόλις 200 μέτρα κοντά στην Λεωφόρο Μαραθώνος κατέθεσε ότι πήρε τους γονείς της να φύγουν όταν είδε να μαυρίζει ο ουρανός και φλόγες να πλησιάζουν. «Ο αέρας ήταν πολύ δυνατός. Έμοιαζε να πηγαίνει Νέα Μάκρη. Η φωτιά δεν περνάει ποτέ τη Μαραθώνος, λέγαμε. Η φωτιά δυναμώνει. Ένα κουκουνάρι περνάει την Μαραθώνος. Ο πατέρας μου φωνάζει “φεύγουμε τώρα!”. Μαζέψαμε χαρτιά. Είχε κοπεί το ρεύμα. Κάποια στιγμή οι φλόγες έρχονται πιο κοντά. “Μπροστά εσύ με τη μαμά κι εγώ από πίσω σας με το αμάξι”, μου λέει. Ραντεβού στη Ραφήνα..Φεύγω με το αμάξι και τη μητέρα μου. Ο δρόμος είναι γεμάτος φωτιά. Ένας άνθρωπος πηδάει στο καπό του αυτοκινήτου. Τον έβαλα μέσα. Μπροστά μας φωτιά. Μου λέει “πέρνα θα καούμε”. Του λέω “αν περάσω με το αμάξι θα πάρουμε φωτιά”. Πήδηξε κι έφυγε με κατεύθυνση στη θάλασσα. Δεν ξέρω τι απέγινε. Εγώ έκανα αναστροφή, βγήκα στο αντίθετο ρεύμα της Μαραθώνος κι αρχίζω να καλώ τον πατέρα μου. Δεν το σηκώνει. Κόσμος φωνάζει. “Η φωτιά θα σας κάψει, τρέξτε μη μένετε εδώ!”. Σε όλη τη διαδρομή δεν έχω δει κανέναν υπεύθυνο. Καμία σειρήνα, καμία καμπάνα, κάτι! Μόνο άνθρωποι φώναζαν. Στη διασταύρωση με τη Ραφήνα, παίρνω ξανά τον πατέρα μου. Δεν το σηκώνει», κατέθεσε.
Όπως είπε η μάρτυρας, κάποια στιγμή επειδή διασώστης απάντησε στο τηλέφωνο του πατέρα της, έμαθαν πως τον πήγαν στον Ευαγγελισμό. «Είχε 85% εξωτερικά εγκαύματα και 35% εσωτερικά, ήταν από τις χειρότερες περιπτώσεις. Τον διασωλήνωσαν. Μας είπαν να περιμένουμε. Ο πατέρας μου έφυγε στις 27 Ιουλίου. Από εκείνο το απόγευμα που φύγαμε από το σπίτι, δεν κατάφερα να του ξαναμιλήσω ποτέ. Ο πατέρας μου προσπάθησε να βοηθήσει μια οικογένεια που είχαν ένα ανάπηρο άνθρωπο. Εγκλωβίστηκαν μέσα στο αμάξι, που είχε πάρει φωτιά. Ο πατέρας μου σύρθηκε στο έδαφος. Αυτό συνέβη στις 19.30 και μέχρι τις 21.00 κείτονταν κάτω. Τα ξέρω αυτά, γιατί η γειτόνισσα κατάφερε να επιβιώσει και έδωσε συνέντευξη και τα έμαθα. Ο ανάπηρος σύζυγός της απανθρακώθηκε μαζί με την τετραμελή οικογένεια στης οποίας το αμάξι βρισκόταν. Αργότερα πέθανε κι εκείνη από επιπλοκές».