Στην εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης τα μέλη της οποίας δραστηριοποιούνταν στη διάπραξη ηλεκτρονικών απατών αναφέρθηκε σήμερα ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, Ταξίαρχος Δημήτρης Δάβαλος, και η εκπρόσωπος Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας, Κωνσταντία Δημογλίδου.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις, για την υπόθεση συνελήφθησαν πρωινές ώρες της Παρασκευής (21/10) στο Ζευγολατιό Κορινθίας και στο Ζεφύρι Αττικής, έξι μέλη της οργάνωσης, ενώ παράλληλα ταυτοποιήθηκαν και αναζητούνται επιπλέον πέντε άτομα. Μέχρι στιγμής έχουν εξιχνιαστεί 262 περιπτώσεις, ενώ τα μέλη της οργάνωσης κατάφεραν να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος 2.000.000 ευρώ.
Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία -κατά περίπτωση- για τα αδικήματα της διεύθυνσης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, της απάτης και απάτης με υπολογιστή κατά συναυτουργία και κατ΄εξακολούθηση, της πλαστογραφίας, της παράνομης πρόσβασης σε συστήματα πληροφοριών ή και σε δεδομένα, καθώς και παράβαση της νομοθεσίας σχετικά με την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Όπως προέκυψε από την έρευνα, τουλάχιστον από τις αρχές Νοεμβρίου του έτους 2021, τα μέλη της ενώθηκαν και εντάχθηκαν στην εγκληματική οργάνωση, χρησιμοποιώντας ως κέντρο δράσης οικήματα στην περιοχή του Ζευγολατιού Κορινθίας. Σε αυτούς τους χώρους είχαν εγκαταστήσει επιχειρησιακό-τηλεφωνικό κέντρο, μέσω του οποίου πραγματοποιούσαν σε καθημερινή βάση εκατοντάδες κλήσεις πανελλαδικά, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη επιμονή έως ότου επιτύχουν τον εγκληματικό σκοπό τους.
Ως προς τον τρόπο δράσης τους, προέκυψε ότι, προσέλκυαν το ενδιαφέρον των υποψήφιων θυμάτων τους και τους προσέγγιζαν, υποδυόμενοι διάφορους ρόλους όπως πωλητή, αγοραστή ή πελάτη, με ειδικά διαμορφωμένα «σενάρια».
Εμφανίζονταν ως επιφανείς πολίτες, προσδίδοντας με αυτόν τον τρόπο υπόσταση στον χαρακτήρα που υποδύονταν, ενώ έπειθαν για την φερεγγυότητά τους, αποστέλλοντας φωτογραφίες πλαστών ταυτοτήτων, σφραγίδων, διαφημιστικών καρτών και τιμολογίων, που είχαν επεξεργαστεί προηγουμένως.
Ενδεικτικά σενάρια που χρησιμοποιούσαν ήταν να προσποιούνται:
- τους πωλητές οχημάτων ή αντικειμένων, σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές, ώστε να δημιουργήσουν την ιδέα της συμφέρουσας αγοράς,
- τους αγοραστές και αφού εντόπιζαν πρόσφατες αγγελίες κάθε είδους, με το πρόσχημα της άμεσης αγοράς και της άμεσης καταβολής χρημάτων, έπειθαν τα υποψήφια θύματά τους, και
- τους πελάτες σε ξενοδοχειακές μονάδες ή άλλες επιχειρήσεις όπου χρησιμοποιούσαν το τέχνασμα της μεγάλης παραγγελίας ή της κράτησης μεγάλης διάρκειας, προφασιζόμενοι άμεσα προκαταβολή, ώστε να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των θυμάτων τους.
Μετά την αρχική προσέγγιση, χρησιμοποιούσαν τρεις μεθοδολογίες για να αποσπάσουν χρήματα:
– Στις περιπτώσεις αγοραπωλησίας οχημάτων, έπειθαν τα θύματά τους να καταβάλουν προκαταβολή ως «καπάρο» και στη συνέχεια προφασιζόμενοι φορολογικούς και λογιστικούς λόγους ζητούσαν μεγαλύτερο ποσό, τάζοντας δήθεν καλύτερη τιμή λόγω της παρεξήγησης που δημιουργήθηκε.
Αν τα θύματα ήταν δύσπιστα, έθεταν ένα μελετημένο τέχνασμα σε εφαρμογή, με δήθεν μεταφορά χρημάτων από την πλευρά τους ως διευκόλυνση προς τον αγοραστή, ώστε στη συνέχεια να του αποσπάσουν τον τραπεζικό του λογαριασμό και να του αποστείλουν δήθεν απόκομμα-απόδειξη της μεταφοράς χρημάτων από άλλο τραπεζικό ίδρυμα. Έτσι ο αγοραστής θεωρώντας ότι η μεταφορά θα πραγματοποιούνταν μετά από κάποιες μέρες, προέβαινε από μέρους του στην καταβολή των χρημάτων που θεωρούσε ότι του είχαν πιστωθεί προηγουμένως.
– Αποσπούσαν με διάφορα τεχνάσματα πληροφορίες ηλεκτρονικής τραπεζικής και αποκτούσαν πρόσβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς των θυμάτων τους, μέσω διαδικτύου. Λόγω του ότι αυτά τα τεχνάσματα δεν πετύχαιναν πάντα, ανακάλυψαν έναν άλλο τρόπο ώστε να αποσπούν από τα θύματά τους τα στοιχεία ηλεκτρονικής εφαρμογής συγκεκριμένης τράπεζας, μέσω της αυτοματοποιημένης διαδικασίας ανάκτησης κωδικού πρόσβασης και χρήσης κωδικού μιας χρήσης.
– Κατάρτιζαν και απέστελλαν στα υποψήφια θύματά τους κατάλληλα σχεδιασμένα γραπτά μηνύματα (SMS), τα οποία εμφαίνονταν ότι προέρχονταν από την τράπεζά τους και περιείχαν υπερσύνδεσμο – link , ο οποίος οδηγούσε σε κατάλληλα διαμορφωμένο περιβάλλον, που προσομοίαζε με την αρχική ιστοσελίδα τράπεζας, όπου τους ζητούνταν να κάνουν σύνδεση συμπληρώνοντας το όνομα χρήστη (username) και τον κωδικό πρόσβασης (password).
Συμπληρώνοντας τα στοιχεία τους για την είσοδο στο e-banking, τα μέλη της οργάνωσης αποκτούσαν άμεση πρόσβαση στους λογαριασμούς τους και προέβαιναν στην άμεση μεταφορά χρηματικών ποσών.
Περαιτέρω, για τη μεταφορά των χρημάτων που αποσπούσαν από τα θύματά τους, χρησιμοποιούσαν τραπεζικούς λογαριασμούς, τους οποίους προμηθεύονταν έναντι αμοιβής από άτομα, τα λεγόμενα money mules, που βρίσκονται σε οικονομική ανάγκη, με την αμοιβή τους να κυμαίνεται από 200 έως 500 ευρώ. Παράλληλα, φρόντιζαν μέσω των κατόχων των λογαριασμών να έχουν ενεργοποιηθεί τα μέγιστα όρια αναλήψεων που τους παρείχαν τα τραπεζικά ιδρύματα, έτσι ώστε ο κάθε λογαριασμός να είναι στο μέγιστο βαθμό αξιοποιήσιμος.
Επιπρόσθετα, μετά την ολοκλήρωση της πράξης, τα μέλη της οργάνωσης ενημέρωναν τους ανωτέρω δικαιούχους των λογαριασμών που χρησιμοποιήθηκαν, να δηλώσουν την απώλεια ή την κλοπή της τραπεζικής κάρτας που συνδέεται με τον λογαριασμό.
Επίσης, στις περιπτώσεις που είχαν αποκτήσει παρανόμως πρόσβαση σε λογαριασμό θύματος, ο οποίος δεν διέθετε χρήματα, τον καθιστούσαν ως «ενδιάμεσο σταθμό» μεταφοράς χρημάτων που προέρχονταν από άλλες ηλεκτρονικές απάτες.
Με την ολοκλήρωση της απόσπασης-αφαίρεσης των χρηματικών ποσών από τα υποψήφια θύματα τους, ενημέρωναν τα μέλη, τα οποία είχαν επιφορτιστεί με την ανάληψη των χρημάτων από Α.Τ.Μ. και πραγματοποιούσαν άμεσα τις αναλήψεις, λαμβάνοντας μέτρα προστασίας (μάσκες, κουκούλες κλπ).
Άλλα μέτρα προστασίας που χρησιμοποιούσαν, ήταν να διατηρούν την ανωνυμία τους μέσα από ψεύτικους λογαριασμούς σε διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εφαρμογές του διαδικτύου, ενώ για τις επικοινωνίες με τα θύματά τους, καθώς και για τις μεταξύ τους επικοινωνίες χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά «επιχειρησιακές» συνδέσεις (Ghostnumbers) που έχουν εκδοθεί σε τρίτα πρόσωπα ή αλλοδαπούς υπηκόους (αχυράνθρωπους), καθώς και διαδικτυακές εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο των μέτρων προστασίας που λάμβανε η οργάνωση για να μην αποκαλυφθεί η δράση της, συνεννοούνταν με κωδικοποιημένες λέξεις – φράσεις και χαρακτηριστική διάλεκτο ενώ όπως διαπιστώθηκε, χρησιμοποίησαν 48 συσκευές κινητής τηλεφωνίας και 153 τηλεφωνικές συνδέσεις.
Στο πλαίσιο των ερευνών που πραγματοποιήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή του Ζευγολατιού Κορινθίας και στο Ζεφύρι Αττικής, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
- πλήθος τραπεζικών καρτών και εγγράφων,
- πλήθος τηλεφωνικών καρτών SIM ,
- πλήθος ηλεκτρονικών συσκευών,
- 4 επιχειρησιακά αυτοκίνητα της οργάνωσης,
- το χρηματικό ποσό των 4.500 ευρώ,
- κάρτες μελών τυχερών παιγνίων,
- πλήθος κοσμημάτων και
- κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης.
Οι συλληφθέντες, οδηγήθηκαν στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή, ενώ η έρευνα για την ταυτοποίηση και άλλων μελών ή περιπτώσεων απάτης, συνεχίζεται.