To «κατηγορώ» του πρώτου από τους τέσσερις μηνυτές του για τις υποθέσεις ισάριθμων βιασμών, που τον οδήγησαν στο εδώλιο του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας, άκουσε σήμερα ο προφυλακισμένος τέως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρης Λιγνάδης.
Ο κατηγορούμενος με την έναρξη της διαδικασίας επανέλαβε την υπερασπιστική του θέση αρνούμενος το σύνολο των αξιοποίνων πράξεων που του αποδίδονται και δήλωσε αθώος ενώπιν των δικαστών και των ενόρκων που θα κρίνουν την υπόθεση.
Και αμέσως μετά στο βήμα ανέβηκε ο πρώτος μάρτυρας κατηγορίας, ένας 27χρονος άνδρας, ο οποίος το 2011 έπεσε θύμα βιασμού, όπως έχει περιγράψει από τον κατηγορούμενο. Ο νεαρός άνδρας, ο οποίος ζει και εργάζεται στη Σουηδία, τα τελευταία χρόνια ταξίδεψε προκειμένου να είναι παρών στο δικαστήριο και να περιγράψει τον «εφιάλτη « που ποτέ , όπως είπε δεν ξέχασε, όσο και αν προσπαθούσε να μην σκέφτεται όλα όσα είχαν γίνει και από «ντροπή» δεν είχε μιλήσει ούτε σε ένα πρόσωπο από το οικογενειακό ή φιλικό του περιβάλλον.
Ο μάρτυρας ξεκίνησε την κατάθεσή του μιλώντας στο δικαστήριο για το πως και κάτω από ποιες συνθήκες αποφάσισε μετά από τόσα χρόνια να καταγγείλει θεσμικά την αξιόποινη πράξη του κατηγορούμενου με θύμα τον ίδιο.
Όλα ξεκίνησαν μετά από μία συνέντευξη που του έστειλε ένας φίλος του ενός ανθρώπου που κατήγγειλε τον κατηγορούμενο.
«Μόλις είδα τη συνέντευξη νευρίασα παρά πολύ γιατί είχα περάσει κι εγώ κάτι παρόμοιο. Μου έστειλε τη συνέντευξη κι ένας εξάδελφός μου. Σκέφτηκα τι θα κάνω. Δεν περίμενα ότι θα γίνει κάτι με το συγκεκριμένο άτομο στη δημοσιότητα. Έδειξα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το θέμα και κατάλαβα ότι ο κατηγορούμενος είχε μια δράση από παλιά. Και ένιωσα ότι πρέπει να κάνω μια μήνυση γιατί πέρασα κι εγώ τα ίδια. Έψαξα να βρω δικηγόρο για να με βοηθήσει». Και έτσι έψαξε και βρήκε τον σημερινό πληρεξούσιο δικηγόρο του Γιάννη Βλάχου δια του οποίου έχει δηλώσει και παράσταση πολιτικής αγωγής στο δικαστήριο, προς υποστήριξη της κατηγορίας.
Το επόμενο κεφάλαιο της κατάθεσής του αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο ήρθε σε επαφή και γνωρίστηκαν με τον κατηγορούμενο.
«Το 2010 ο ξάδελφος μου, μου είπε ότι ήξερε έναν ηθοποιό που γνώρισε στην πλατεία του Αγίου Παύλου που έψαχνε νεαρά άτομα για να τα κάνει ηθοποιούς. Ήξερε ότι εγώ θέλω να γίνω ηθοποιός. Τον βρήκα στο Facebook και του έστειλα αίτημα φιλίας και το δέχτηκε άμεσα. Με πολλή χαρά είδα να μου απαντάει θετικά και να μου λέει ότι «είσαι πολύ όμορφος, είσαι κούκλος». Μου είπε να τα πούμε από κοντά να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε».
Οι δυο τους, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας είχαν μία χαλαρή επικοινωνία μέχρι και το καλοκαίρι που ταξίδεψε στην Αίγυπτο με τους γονείς του . Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, τον Σεπτέμβριο του 2010, τον μάρτυρα τον περίμεναν οι φίλοι του στο αεροδρόμιο , αλλά επειδή δεν υπήρχε τρόπος να επιστρέψουν στο σπίτι του στο Ολυμπιακό Χωριό κάλεσε τον Δημήτρη Λιγνάδη για να τους παραλάβει.
«Εγώ ήμουν χαρούμενος γιατί τον έβλεπα σαν μέντορά μου. Πήγαμε στο σπίτι μου, είχε φέρει κι ένα ποτό τζιν, εκείνος μας μιλούσε για τις εμπειρίες του, τα μέρη που είχε πάει. Μας έλεγε να πάμε να τον δούμε σε παράσταση. Τους κέρασα γλυκά. Έπειτα από 2 έφυγαν οι φίλοι μου κι εκείνος παρέμεινε» είπε ο μάρτυρας.
Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι ντρεπόταν γιατί είχα μπροστά του έναν πολύ γνωστό ηθοποιό και περιέγραψε την πρώτη προσπάθεια σεξουαλικής συνεύρεσης εκ μέρους του κατηγορούμενου , όταν έμειναν οι δυο τους στο σπίτι του. Ο μάρτυρας του του έδειξε ότι δεν συμφωνούσε και ο ηθοποιός , που «φάνηκε ότι ξενέρωσε» έφυγε.
«Ένιωθα ντροπή. Είμαι από μια οικογένεια πολύ συντηρητική και δεν είχα γνώση τότε, δεν είχα σχέση, μια κοπέλα. Δεν ήξερα» ανέφερε ο μάρτυρας περιγράφοντας όσα ένιωσε.
Πρόεδρος: Φόβο νιώσατε;
Μάρτυρας: Ναι ένιωσα φόβο, αλλά δεν είπα σε κανένα τίποτα.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στις παραστάσεις με πρωταγωνιστή τον Δ. Λιγνάδη που παρακολούθησε από κοντά με πρωταγωνιστή τον κατηγορούμενο ηθοποιό όταν ανέβασε το έργο Αμαντέους.
Μετά το τέλος μίας παράστασης Δημήτρης Λιγνάδης προσκάλεσε τον μηνυτή και τους φίλους τους στο σπίτι του. Εκείνοι δέχτηκαν και πήγαν. Τους κέρασε φαγητό ποτά και τσιγάρα κάνναβης. «Δεν είχα ξανακάνει κάνναβη, αρχίσαμε να γελάμε με οτιδήποτε δεν πολυκαταλάβαινα τι γίνονταν. Μετά από λίγη ώρα και αυτό είναι κάτι που δεν ξεχνάω από αυτή τη νύχτα, είχε βάλει ένα ελατήριο ανάμεσα στη μύτη του και μας είπε να πάμε στο δωμάτιο μαζί του. Να κάνουμε σεξουαλικές πράξεις. Αυτό μου δημιούργησε ένα άβολο αίσθημα αποφασίσαμε να φύγουμε.
Και φτάνοντας στη μέρα του βιασμού είπε :
«Μπήκα στο σαλόνι, μου πρόσφερε κάτι να φάω και μου είπε ότι «ήρθε η ώρα να δούμε τι θα κάνουμε πως θα προχωρήσουμε και πότε θα πάμε στον Ρουβά». Μου βαλε κάτι να πιω και να καπνίσω. Στριφτά τσιγάρα ήταν πάντως. Ήπια το πότο έκανα και το τσιγάρο. Αυτή τη φορά όμως ήταν πολύ πιο διαφορετικό από άλλες φορές. ‘Ένιωθα σαν ταχυπαλμίες, ότι δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου. Βγήκα έξω στο μπαλκόνι και έγειρα, έπεσα, στον καναπέ. Γιατί ένιωθα πολύ κλειστός στο σαλόνι. Έκατσα στο καναπέ στο μπαλκόνι, έγειρα. Ο κατηγορούμενος γδύθηκε τελείως εγώ εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να σηκώσω ούτε χέρι ούτε πόδι. Ο κατηγορούμενος πήρε τα κεφάλι μου άνοιξε το στόμα μου και έβαλε το πέος του στο στόμα μου. Ήθελα να γυρίσω από την άλλη αλλά δεν μπορούσα. Ήθελα να μιλήσω αλλά δεν μπορούσα. Έχασα τις αισθήσεις μου μετά από αυτό. Παίζει να κράτησε ένα δυο, τρία λεπτά. Ξύπνησα την επόμενη ημέρα, με κάτω το παντελόνι και το εσώρουχό μου. Ήμουν έξω στο μπαλκόνι, ο κατηγορούμενος δεν ήταν. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα πολύ φόβο. Ήθελα να τρέξω να βρω έξω. Ντύθηκα πολύ γρήγορα, δεν τον είδα στο σαλόνι και άνοιξα την πόρτα και έφυγα. Πήγα στον φίλο μου, χτύπησα μου άνοιξε και μπήκα μέσα. Δεν είπα σε κανέναν τίποτα, δεν ήξερα τι είχε συμβεί. Θυμόμουν τα τελευταία λεπτά πριν λιποθυμήσω αλλά ήξερα ότι ο κατηγορούμενος με είχε βιάσει. Δεν με ρώτησε τίποτα. Μπήκα να κάνω μπάνιο».
Συνεχίζοντας ο μάρτυρας την κατάθεσή του είπε: «Μετά από ημέρες με πήρε και μου είπε «τι κάνεις πως είσαι;». Σαν να μην είχε γίνει κάτι. Του είπα με πολλά νεύρα «μη με ξαναπάρεις θα σου κάνω μήνυση. Μη με ενοχλήσεις άλλο». Μου ζήτησε να μη το κάνω αυτό και ότι θα πεθάνει γιατί έχει καρκίνο του λάρυγγα. Όμως μου έστελνε μηνύματα και εγώ του έστελνα και τον ρώταγα για τον καρκίνο και την μητέρα του που μου είχε πει ότι ήταν άρρωστη. Τότε εγώ δεν είχα τα κότσια να κάνω μήνυση. Οι γονείς μου ήταν μετανάστες, πρώτα θα σκότωναν εμένα και μετά τον ίδιο. Είπα να το κρατήσω μέσα μου. Έχω δικαιώματα, αλλά τότε δεν ήξερα πολλά. Γεννήθηκα σε μια χώρα που έβλεπα, ότι ο Έλληνας έχει περισσότερα κάποια πράγματα από ένα μετανάστη. Όταν ήθελα να ταξιδέψω να πάω στην Αίγυπτο περίμενα σε άλλη ουρά. Δεν θα μπορούσα τον φοβήθηκα. Ήθελα να τον σπρώξω μακριά.
Πρόεδρος: Στους φίλους σας γιατί δεν το είπατε;
Μάρτυρας: Ένιωθα ντροπή, δεν μπορούσα τότε.
Πρόεδρος: Τώρα που έχουν περάσει, τι σκέφτεστέ;
Μάρτυρας: Με εκμεταλλεύτηκε, μου δώσε το μικρό ψαράκι για να με τραβήξει έξω, εκμεταλλεύτηκε την αθωότητά μου. Δεν είχα εμπειρίες από τίποτα και προφανώς αυτό το είδε και ήμουν το κατάλληλο θύμα. Εγώ ήμουν σαφής με τον κατηγορούμενο, του είχα πει δεν είμαι ομοφυλόφιλος. Το μόνο πράγμα που είχα με τον κατηγορούμενο ήταν ότι θα με βοηθούσε επαγγελματικά. Του είχα πει ότι μου άρεσε μια κοπέλα…
Γ. Βλάχος (συνήγορος πολιτικής αγωγής): Δεν νιώσατε έκπληξη ότι ένας τόσο μεγάλος ηθοποιός είχε σχέση με παιδιά;
Μάρτυρας: Ο φίλος μου, μου είχε πει ότι έπαιζε συχνά ποδόσφαιρο με παιδιά στην πλατεία Αγίου Παύλου Έψαχνε για νεαρά ταλέντα όπως μου είχε πει ο φίλος μου και αυτό ήταν και η αφορμή να τον αναζητήσω και εγώ.
Γ. Βλάχος: Εσείς γιατί δεν είσαστε καχύποπτος μετά το πρώτο περιστατικό;
Μάρτυρας: Του είπα ότι δεν με ενδιέφερε και νόμιζα ότι τα κατάλαβε.
Γ. Βλάχος: Από τη μήνυση μέχρι τώρα διαφέρετε νέες λεπτομέρειες; Περιγράψτε λίγο τον ψυχικό σας κόσμο…
Μάρτυρας: Όταν είδα τη φωτογραφία του ένιωσα πάρα πολλά πράγματα που τα απωθούσα και δεν ήθελα να τα σκέφτομαι. Ήταν ένας εφιάλτης που δεν ήθελα να το σκέφτομαι.