Το πρωτοφανές καιρικό φαινόμενο του Μεσογειακού κυκλώνα «Ιανού» ήταν ακραίο, κυρίως όσον αφορά στα ύψη βροχής, αναφέρουν οι επιστήμονες του meteo του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ) Κ. Λαγουβάρδος, B. Κοτρώνη και Σ. Ντάφης σε σχετική δημοσίευση τους στην ιστοσελίδα της υπηρεσίας.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με το δίκτυο των μετεωρολογικών σταθμών του ΕΑΑ/meteo.gr, στο Περτούλι μετρήθηκαν 317 χιλιοστά βροχής, ενώ στην Καρδίτσα και το Μουζάκι μετρήθηκαν περισσότερα από 200 χιλιοστά σε διάστημα μικρότερο των 24 ωρών. Συγκριτικά, όπως τονίζουν, το μέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης στην Αθήνα δεν ξεπερνά τα 400 χιλιοστά. Επίσης σημειώνουν τη μεγάλη γεωγραφική έκταση που δέχθηκε μεγάλα ύψη βροχής, με αποτέλεσμα την αυξημένη πιθανότητα πλημμύρας στις περιοχές αυτές.
Ακόμη ένα ακραίο στοιχείο του Ιανού ήταν η μεγάλη του διάρκεια με τροπικά χαρακτηριστικά καθώς και η έντασή του, που τον κατατάσσουν ως έναν από τους πιο ισχυρούς Μεσογειακούς Κυκλώνες που έχουν καταγραφεί από το 1969, από την αρχή δηλαδή των δορυφορικών παρατηρήσεων.
Ο Μεσογειακός κυκλώνας (medicane) είναι ένα βαθύ βαρομετρικό χαμηλό, το οποίο αντλεί την ενέργειά του μέσω της μεταφοράς θερμότητας από τα θερμά νερά της Μεσογείου και της έκλυσης θερμότητας κατά τη διάρκεια καταιγίδων κοντά στο κέντρο του. Μπορεί να εμφανιστεί ένα ανέφελο «μάτι» στο κέντρο του, παρόμοιο με τους τυφώνες, ενώ τα χαρακτηριστικά του είναι υβριδικά, παρουσιάζοντας ομοιότητες με τους τροπικούς και τους εξωτροπικούς κυκλώνες.
Σύμφωνα με τους ερευνητές του ΕΑΑ-meteo, στη Μεσόγειο τέτοιου είδους βαρομετρικά συστήματα εμφανίζονται κατά μέσο όρο ενάμισι φορές ανά έτος, δηλαδή ένας έως δύο Μεσογειακοί Κυκλώνες μέσα σε ένα έτος, ενώ άλλα έτη μπορεί να μην δημιουργηθούν. Στην περιοχή της Ελλάδας, από το 1982 έχουν καταγραφεί έξι Μεσογειακοί Κυκλώνες, εκ των οποίων οι τέσσερις στο διάστημα 2016 – 2020. Αν και δεν πρόκειται για πρωτόγνωρο καιρικό φαινόμενο στην περιοχή μας, ανησυχία προκαλεί η αυξητική τάση της εμφάνισής τους κατά την τελευταία δεκαετία, καθώς και η αύξηση της έντασής τους.
Οι καταρρακτώδεις βροχές στη Θεσσαλία και ανατολική Στερεά συνδέονταν άμεσα με τον Ιανό, κατά το meteo. Ο Ιανός λειτούργησε σαν μια αντλία εξαγωγής υδρατμών από τα θερμά νερά της Μεσογείου, μεταφέροντας ακραίες ποσότητες υδρατμών ψηλά στην ατμόσφαιρα. Επήλθε έτσι κορεσμός της ατμόσφαιρας σε υδρατμούς και ως αποτέλεσμα εκδηλώθηκαν ραγδαίες βροχοπτώσεις.
Επιπροσθέτως, ο Ιανός, σε συνδυασμό με τις υψηλότερες ατμοσφαιρικές πιέσεις γύρω του στην Αν. Μεσόγειο, αύξησε σημαντικά την ταχύτητα των ανέμων, ακόμη και μακριά από το κέντρο του.
Όπως αναφέρει το ΑΠΕ – ΜΠΕ, είναι επίσης οι συγκλίσεις των αερίων μαζών που κινήθηκαν με μεγάλη ταχύτητα πάνω στο ορεινό ανάγλυφο της κεντρικής ηπειρωτικής χώρας, εκείνες που δημιούργησαν τις συνθήκες για το σχηματισμό των βροχοφόρων νεφών και της παραμονής τους στις περιοχές αυτές για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τέλος, η παρατεταμένη διάρκεια των ισχυρών βροχοπτώσεων σε Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα οφείλονται άμεσα στην αργή κίνηση του Ιανού την Παρασκευή και το Σάββατο.
Το φαινόμενο ήταν προβλέψιμο σε μεγάλο βαθμό, αναφέρει το meteo, σύμφωνα με το οποίο «η μοναδική αστοχία της πρόγνωσης αφορούσε τις βροχοπτώσεις της Αθήνας το μεσημέρι/απόγευμα της Παρασκευής 18/9, οι οποίες καθυστέρησαν κατά ένα 12ωρο».
Για την καλύτερη παρακολούθηση των έντονων καιρικών φαινομένων όπως ο Ιανός, οι ερευνητές επισημαίνουν πως υπάρχει τεχνογνωσία σε εθνικό επίπεδο, αλλά απαιτείται επένδυση σε μετρητικές υποδομές και ολοκλήρωσή τους σε συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης. Επίσης αναφέρουν την «έλλειψη ενός εθνικού δικτύου μετεωρολογικών ραντάρ για την λεπτομερή παρακολούθηση των καιρικών φαινομένων, κάτι που θα βελτιώσει τον χρόνο αντίδρασης και προειδοποίησης για ακραία φαινόμενα. Επίσης θα πρέπει να καλυφθούν αρκετές ακόμη περιοχές της χώρας μας με μετεωρολογικούς σταθμούς».