Η ρομαντική ιστορία γνωριμίας του Θανάση Βέγγου με τη συζύγό του, Ασημίνα Καρύδη, από το Καλαμίτσι Λευκάδας
- Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός
Ήταν κοντά στο 1947-48 όταν ο θείος της Ασημίνας Καρύδη από το Καλαμίτσι, ο Πάνος Μπώκος (απ τη Βόνιτσα) με την μεσολάβηση του αγαπητού μου φίλου Γιώργου Κρητικού (ο οποίος και μου εξιστόρησε μεγάλο μέρος από το δημοσίευμα αυτό), ζήτησε από τον πατέρα της (τον Χαράλαμπο Καρύδη) να την πάρει στην Αθήνα, να προσέχει τα παιδάκια του (έτσι γινόταν πολύ συχνά τότε) κάτι δηλαδή σαν ψυχοκόρη.
Η Ασημίνα συνοδεύτηκε από τη μάνα της μέχρι τη Χώρα όπου την παρέδωσε στον Ζώη το Μπαρμπούτα με το φορτηγό ο οποίος πήρε μαζί του το κορίτσι ( 11-12 χρόνων θα’ταν) και ξεκίνησαν για την Αθήνα. Ποιος ξέρει πόσες ώρες κάνανε αλλά πάντως όχι λιγότερες από 16-18 ώρες όταν πια το φορτηγό έφτασε στην οδό Ζήνωνος που ήταν το πρακτορείο και την παρέδωσε στον θείο της. Άντε τότε να βρεις τηλέφωνο με σύνδεση μέσω ΟΤΕ, να μπεις στο θάλαμο, να συνδεθείς και κυρίως να ακούς την άλλη γραμμή για να πεις «είναι καλά η κοπέλα, έφτασε», να ενημερώνει ο μπάρμπα Πάνος.
Ηρωικές εποχές για ήρωες πολίτες!! Τέλος πάντων η Ασημίνα έφτασε στο σπίτι του θειου της και ταχτοποιήθηκε εκεί κάπου, πάντως πολύ καλύτερα απ το φτωχικό της στο Καλαμίτσι. Πρόσεχε τα παιδιά, έκανε κάνα θέλημα μέχρι την ΕΒΓΑ της γειτονιάς κι όχι παραπέρα, αφήνοντας σημάδια μπας και χάσει το δρόμο της επιστροφής.
Όλοι τα κάναμε αυτά εξ άλλου όταν πρωτοπήγαμε στην Αθήνα. Θυμάμαι μάλιστα ότι όταν πρωτοπήγα Αθήνα το 1964 και έπρεπε να πάω στο καφενείο που εργαζόμουν σαν γκαρσονάκι στο υπόγειο Σταδίου 33 (στο ATENEE), είχα βάλει σημάδι στη γωνιά πανεπιστημίου και Κοραή ένα τσουβαλάκι διάφανο με μελιτζανάκι για γλυκό. Η αφετηρία από τη νέα Σμύρνη που μέναμε ήταν στην οδό Σίνα άρα έστριβα από εκεί και πήγαινα ντουγρού στην Σταδίου που ήταν το καφενείο, δίπλα στις τυρόπιτες «ΜΑΜ» που σου σπάγανε τη μύτη αλλά που να βρεις μια δραχμή (τόσο έκανε η μια) κι έτσι χόρταινες με τη μυρωδιά..
Ε, μέχρι να τελειώσει το τσουβαλάκι με τα μελιτζανάκια είχα μάθει το δρόμο. Έτσι κι η Ασημίνα, έμαθε τα γύρω από το σπίτι κατατόπια κι όλα κυλούσαν καλά μαθαίνοντας και τα καλά νέα απ το Καλαμίτσι καμιά φορά που λάβαινε κάνα γράμμα η ερχόταν κάνας χωριανός με κάνα καλάθι αμύγδαλα, μέλι και κάνα σταφύλι. Μπορεί και με κάνα ψάρι απ τα μπουρλότα που εύκολα έριχναν τότε εκεί γύρω…
Το γάλα όμως δεν το’χε τυποποιήσει ακόμα η ΕΒΓΑ και τα μοίραζαν οι γαλατάδες. Σε χοντρά μπουκάλια γυάλινα. Έτσι λοιπόν ερχόταν κάθε πρωί ένας πολύ σβέλτος νεαρός που με κοφτές κινήσεις, χαμόγελο, πλατιά καλημέρα και κάνα αστειάκι, παρέδιδε τα γάλατα στην Ασημίνα. Είχε καραφλίτσα και μουστακάκι της εποχής αλλά ήταν πρόσχαρος και παρατηρητικός. Ήταν φυσικά ο Θανάσης, ο Βέγγος.
Παρατήρησε λοιπόν την Ασημίνα που ήδη ήταν στην εφηβεία της, του άρεσε και κάνα δυο χρόνια αργότερα της έκανε πρόταση να παντρευτούν. Ο θειος όμως αφού ρώτησε και τον πατέρα στη Λευκάδα, είπαν ΟΧΙ!! Εξ άλλου ήταν μικρή η Ασημίνα αλλά κι ο γαμπρός τι οικογένεια να ζήσει με δουλειές του ποδαρού, γάλατα μοίραζε, στις παράγκες στο Φάληρο έμενε, που θα δίνανε την κοπέλα..
Έτσι περνούσαν τα χρόνια ώσπου η Ασημίνα μεγάλωσε, ομόρφυνε (μη ξεχνάμε ότι το νερό της… στέρνας έβγαζε πάντα όμορφα κορίτσια στο Καλαμίτσι(!!) αλλά ο Θανάσης πήγε φαντάρος.
Επειδή όμως ήταν αριστερός (ο πατέρας του ήρωας της εθνικής αντίστασης Βασίλης Βέγκος), έτσι το’γραφε, τον έστειλαν στη Μακρόνησο μαζί με τόσους προοδευτικούς νέους αλλά και μεγαλύτερους. (Ο πατέρας του Θανάση Βέγγου είχε αριστερή δράση και μάλιστα στις τελευταίες μέρες της γερμανικής κατοχής βοήθησε αποφασιστικά τον ΕΛΑΣ και απέτρεψε την ανατίναξη του εργοστασίου της ηλεκτρικής στο οποίο δούλευε). Στη Μακρόνησο ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Κατράκης, ο δικός μας Τζαβαλάς Καρούσος, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Γιάννης Ρίτσος, πολλοί, πάρα πολλοί σημαντικοί άνθρωποι της διανόησης, όπως κι ο Νίκος Κούνδουρος. Ο Νίκος Κούνδουρος που δέθηκε από την εποχή εκείνη με μια μεγάλη φιλία με το Βέγγο και που ουσιαστικά αυτός ανέδειξε το ταλέντο του, αναφέρει χαρακτηριστικά τα παρακάτω:
«Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι.“Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε” μου είπαν και το μόνο που ζήτησα ήταν, να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό χωρίς φαΐ και χωρίς νερό, ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν.
Το δέχτηκαν! Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου.Ξάφνου, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέρια του και δυο τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο! «Τι κάνεις;» τον ρωτάω. «Θα πεθάνεις εδώ πάνω» απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μεσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό, μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω.
Ήταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα.
»Τρία υπαίθρια θέατρα χτίστηκαν στη Μακρόνησο από το 1947 μέχρι το 1950. Τα έχτισαν οι ίδιοι οι εξόριστοι για την «ιδεολογική αναμόρφωσή τους» με πέτρες που έσπαγαν μόνοι τους από το βραχώδες έδαφος. Έμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου. Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός θεάτρου -ήμουν τριτοετής της αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω: «Αυτόν το μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε». Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με το Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωση μας και το χαμόγελό μας»
Φεύγουν από τη Μακρόνησο οι αριστεροί, τελειώνουν τα μαρτυρία τους ψάχνει ο Θανάσης για δουλειά αλλά πρώτα για την Ασημίνα. Δεν την ξέχασε. Ήταν η ελπίδα της επιστροφής του στη ζωή! Συνεχίζει με δουλειές του ποδαρού αλλά τον καλεί κι ο Κούνδουρος κι αρχίζει να μπαίνει στα πλατό για γυρίσματα. Το ταλέντο του ήδη είχε φανεί στη Μακρόνησο. Συμμετέχει σε 2-3 ταινίες κι έτσι ανεβασμένος πλέον πάει πάλι στο μπάρμπα Μπώκο και ζητάει πάλι την Ασημίνα. Τώρα έχει δουλειά, είναι ηθοποιός!!
Η οικογένεια συσκέφτεται, εξετάζει ότι τώρα μπορεί να’χει μια δουλειά, λέει το ναι κι η Ασημίνα και έτσι γίνεται γυναίκα του Θανάση με παπά και με κουμπάρο, όπως βλέπουμε στη φωτογραφία.
Μένουν στην αρχή εκεί κοντά στο πατρικό του στο Φάληρο αλλά αργότερα που τα οικονομικά είναι καλύτερα, αλλάζουν σπίτι. Κάνουν οικογένεια, ευτυχισμένη οικογένεια. Με δυο γιους. Τον Βασίλη και τον Χάρη (το όνομα του πάππου απ το Καλαμίτσι) και εγγονάκια που ο Θανάσης υπεραγαπούσε και δεν το έκρυβε.
Εκεί, στο Καλαμίτσι αγοράζει 2 σπίτια παλιά, κάνει ένα μεγάλο σπίτι πολύ γερό απ’ ότι λένε, σαν φρούριο, στο κέντρο του χωριού, ακριβά πληρωμένο γιατί τα υλικά μεταφερόταν με τα χέρια επειδή δεν πήγαινε αυτοκίνητο ή μπετονιέρα αλλά δεν μένει καθόλου η οικογένεια σ’ αυτό το σπίτι το οποίο αργότερα το πουλάει..
Κάνει ταινίες ο Θανάσης, τρέχει παντού και για όλα, μπαίνει στο κλίμα, πληρώνεται καλά αλλά κάποιοι τον σπρώχνουν στην παράγωγη ταινιών την γνωστή εταιρία «ΘΒ ταινίες γέλιου» κι εκεί ως γνωστόν χάνει ότι είχε και δεν είχε. Σε μια μάλιστα ταινία του παίζει το ρόλο του κατατρεγμένου με μπανταρισμένο χέρι κι ο πεθερός του Βέγγου, ο σχωρεμένος ο μπάρμπα Χαράλαμπος Καρύδης. Η ταινία λέγεται «Πάρε κόσμε» κι έκανε την εποχή 1966-67, 150.000 εισιτήρια, πολύ καλό νούμερο για την εποχή του.
Πολλοί θυμούνται το Θανάση Βέγγο να έρχεται εδώ στη Λευκάδα για λίγες μέρες, απλός, προσιτός και χαμογελαστός, να βλέπει τους συγγενείς μαζί με την Ασημίνα του και να… πληρώνει την ανέγερση του σπιτιού.
Ένα σπίτι σε μια γειτονιά που όπως μου’πε ο Γιώργος ο Κρητικός , ήταν κοντά στο παλιό σχολείο του χωριού που είχε κι αρκετούς μαθητές που όπως λέει χαρακτηριστικά «έκαναν μάθημα μερικές φορές το χειμώνα μες το λιουτρουβιό που’χε ζέστα ή τις ζεστές μέρες κάτω απ’ τα κυπαρίσσια του νεκροταφείου για να’χουν ίσκιο»..
Ο Θανάσης Βέγγος αγάπησε τη Λευκάδα, τους απλούς ανθρώπους, τους συγγενείς της γυναίκας του, το χωριό της, έπαιξε θέατρο εδω (στο Κάστρο) και τιμήθηκε από το δήμο Λευκάδας κατασυγκινημένος.
Υπήρξε πάντα ο καλός κι αγαθός Θανάσης που αγαπήσαμε μέσα από τις ταινίες του, τις κωμικές αλλά κυρίως τις θλιβερές καταθέσεις ψυχής που έκανε και που στ’ αυτιά μας για πάντα έχει μείνει το «καλέ μου άνθρωπε»…
Παναγιώτης Σκληρός , Σεπτέμβρης 2020
ΥΓ. Προφανώς και δεν είναι η βιογραφία του Θανάση Βέγγου αυτό που έγραψα (είναι πολλές φορές γραμμένη από άλλους που συνέλεξαν στοιχεία κι ήταν και ειδικοί σ’ αυτό) αλλά μια σύνδεση της ζωής του με τη Λευκάδα και το Καλαμίτσι, το χωριό της γυναίκας του.
Πηγή: aromalefkadas.gr