«Για τη χώρα μας, που δοκιμάστηκε σκληρά τα τελευταία χρόνια και κρατήθηκε όρθια, χάρη στις θυσίες του ελληνικού λαού και την ευρωπαϊκή της ένταξη, η Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι μια ξεχωριστή ευκαιρία» τόνισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου κατά την ομιλία της στην κεντρική εκδήλωση της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, που πραγματοποιήθηκε στον αρχαιολογικό χώρο του Ναού του Ολυμπίου Διός.
Όπως υπογράμμισε η κυρία Σακελλαροπούλου, «η χώρα μας έχει την ευκαιρία να αναδείξει την ευρωπαϊκή της ταυτότητα και πρόοδο και να συμβάλει, ειδικά τώρα, στη σφυρηλάτηση της κοινής ευρωπαϊκής μας πορείας και την έξοδο από μια ακόμα κρίση», ενώ υποστήριξε ότι «η απάντηση της Ευρώπης στις δυσκολίες του καιρού μας δεν πρέπει να είναι μόνον οικονομική ή διαχειριστική. Προϋποθέτει και την επιστροφή μας στα θεμελιώδη που οραματίζονταν οι πατέρες της, όπως ο Jean Monnet: οι βασικές ευρωπαϊκές αποφάσεις, αυτές που ανοίγουν τον δρόμο και διευρύνουν τους ορίζοντές μας πρέπει να είναι κατεξοχήν πολιτικές».
Αναφερόμενη στον ρόλο του Συμβουλίου της Ευρώπης στην εποχή της πανδημίας και στις νέες προκλήσεις για τη δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου, επισήμανε ότι η πανδημία αναπροσδιορίζει τις προτεραιότητες του Συμβουλίου, όπως και τις θεματικές της Ελληνικής Προεδρίας. «Ως κεντρικό της θέμα έχει επιλεγεί «η προστασία της ανθρώπινης ζωής και της δημόσιας υγείας σε συνθήκες πανδημίας του κορονοϊού, καθώς και η αποτελεσματική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης με πλήρη σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των αρχών της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου». Ένα θέμα που, «σε αυτές τις έκτακτες συνθήκες, συμβαδίζει πλήρως με τις αξίες και την αποστολή του Συμβουλίου της Ευρώπης» συμπλήρωσε.
Παράλληλα, υπογράμμισε, ότι «η πανδημία έρχεται να οξύνει τις αντιθέσεις» και υπενθύμισε ότι ανά την Ευρώπη εντείνεται η ανησυχία για τη δημόσια υγεία και την ευημερία των λαών. Στο πλαίσιο αυτό, παρατήρησε ότι «η προστασία της ανθρώπινης υγείας και ζωής είναι η βάση του Κοινωνικού μας Συμβολαίου, η θεμελιώδης συμφωνία ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους πολίτες, στην οποία στηρίζεται ο πολιτικός και κοινωνικός μας βίος. Ο ιός μας υπενθύμισε την αξία και την καθολικότητα της δημόσιας υπηρεσίας. Το Κράτος επέστρεψε στη συνείδηση όλων μας ως η πιο ισχυρή εγγύηση της ελευθερίας και της ζωής μας».
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στον τρόπο που διαχειρίστηκε η χώρα μας την πανδημία, τονίζοντας ότι «έγινε διεθνές πρότυπο διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης». Όπως είπε χαρακτηριστικά «εμπιστευθήκαμε τους ειδικούς, οργανώσαμε και ενισχύσαμε το Εθνικό Σύστημα Υγείας και, με τις άοκνες προσπάθειες του ιατρικού και του νοσηλευτικού προσωπικού, περιορίσαμε, στο μέτρο του δυνατού, τις ανθρώπινες απώλειες».
Παρατήρησε, επίσης, ότι «το καλό παράδειγμα δεν έδωσε μόνο το Κράτος, αλλά συνολικά η κοινωνία μας, με την πειθάρχηση όλων μας στα αυστηρά μέτρα, την αλληλεγγύη στις ευπαθείς ομάδες και την αυταπάρνηση των εργαζομένων που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή».
Περιγράφοντας την εμπειρία από την πανδημία, σημείωσε ότι « ήταν και είναι ένα ηθικοπολιτικό μάθημα: αντιληφθήκαμε ότι κάθε πράξη μας, σε μια τέτοια κατάσταση ανάγκης, δεν αφορά μόνον τον εαυτό μας, αλλά περικλείει τον άλλον, τον προστατεύει. Ότι, όταν το Κράτος δρα με φρόνηση και σχέδιο, δικαιώνει τις προσδοκίες μας και συσπειρώνει το έθνος, μας ενώνει μπροστά στον συλλογικό σκοπό».
Σχετικά με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ – ΜΠΕ, η ΠτΔ τόνισε πως δοκιμάστηκαν σκληρά στην πανδημία και σημείωσε ότι ο Covid-19 έκανε φανερή την ανάγκη του διεθνούς και υπερεθνικού συντονισμού για τη διαχείριση της κρίσης. Αναφορικά με την επόμενη ημέρα σημείωσε ότι «το νέο πακέτο χρηματοδότησης δεν είναι μόνο μια ένεση ρευστότητας, αλλά αλληλεγγύης και αισιοδοξίας για το ευρωπαϊκό μας μέλλον. Μια κίνηση που διαψεύδει όσους έσπευσαν να προεξοφλήσουν, ακόμη μια φορά, την κατάρρευση της Ευρώπης και να υποτιμήσουν την ισχύ της και τη δυναμική των ευρωπαϊκών μας δεσμών». Μάλιστα, υποστήριξε ότι «την επόμενη μέρα προτεραιότητα είναι η διασφάλιση της υλικής αυτονομίας των πολιτών και η άμβλυνση των ανισοτήτων. Η δική μας θεραπεία, η πολιτική θεραπεία στις επιπτώσεις της πανδημίας, πρέπει να είναι η αναζωογόνηση του πνεύμονα της δημοκρατίας μας, η διαφύλαξη της κοινωνικής κινητικότητας των ευρωπαίων πολιτών. Ιδίως των νέων, που βλέπουν τις προοπτικές της ζωής τους να συρρικνώνονται ή να ματαιώνονται εξαιτίας της ανεργίας και της χαμηλής ανάπτυξης. Η Ευρώπη δεν αντέχει άλλη μια μακρόχρονη ύφεση».
Επισήμανε, ακόμη, ότι οι κύριοι στόχοι της Ελληνικής Προεδρίας φέρουν έντονα αυτό το δημοκρατικό πρόσημο, καθώς έχουν σαφή αναπτυξιακό και κοινωνικό χαρακτήρα και σηματοδοτούν την ισχυρή πολιτική βούληση για τη στήριξη και την ώθηση στις νέες γενιές, αυτές που θα κυοφορήσουν το ευρωπαϊκό μας μέλλον.
Επιπροσθέτως, ανέφερε, ότι υπάρχουν επίσης γύρω μας οι κοινωνικά ευάλωτοι συμπολίτες μας, αυτοί που υφίστανται το μεγαλύτερο κόστος της πανδημίας και των μέτρων περιορισμού της ελευθερίας τους, φυσικής και επαγγελματικής, εν τέλει κοινωνικής και πρόσθεσε ότι «σε κομβικό στόχο της Ελληνικής Προεδρίας αναδεικνύεται η καταπολέμηση των διακρίσεων: του δημόσιου ή ιδιωτικού λόγου που εκτρέπεται, άμεσα ή έμμεσα, σε ρατσιστικό, της ενδοοικογενειακής βίας που επιτείνεται σε συνθήκες περιορισμού, του στιγματισμού, με πρόσχημα την πανδημία, των μειονοτήτων».
Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε ότι η ίση πρόσβαση στα δημόσια αγαθά και η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, σε μια κοινωνία ήδη ταλαιπωρημένη από την οικονομική κρίση, συνιστούν το κρίσιμο δίκτυ ασφαλείας για τους πολλούς και εγγυώνται την κοινωνική μας συνοχή.
Όπως είπε «πρόκειται εξάλλου για ζητήματα ευρωπαϊκά, πρώτης γραμμής. Για τον λόγο αυτό στόχος της Ελληνικής Προεδρίας είναι η ανάδειξη της εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Καθώς η κρίση εξελίσσεται, οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών, όπως του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, είναι δυσοίωνες: η παγκόσμια ανεργία θα ανέλθει σε υψηλότερα επίπεδα από εκείνη της κρίσης του 2008».
Ακολούθως, επισήμανε ότι «ο κόσμος μας μετά τον Covid-19 δεν μπορεί να είναι ο κόσμος των μεγάλων ανισοτήτων, του χάσματος ανάμεσα στους ψηφιακά καλλιεργημένους και τους ηλεκτρονικά αναλφάβητους. Αντιθέτως, η Ευρώπη πρέπει να λειτουργήσει συμπεριληπτικά και ενοποιητικά, να γεφυρώσει τις αντιθέσεις και να τις συνθέσει».
Υποστήριξε μάλιστα, ότι η πρόκληση για την Ευρώπη και την ελληνική προεδρία είναι και θεσμική, υπενθυμίζοντας ότι «Η ανεξαρτησία των θεσμών και ειδικότερα της δικαιοσύνης βρίσκεται στην καρδιά του κράτους δικαίου και στις υψηλές προτεραιότητες του ελληνικού εξαμήνου. Η Ευρώπη είναι, πρώτα απ ́ όλα, μια ένωση δικαίου, με δικαιοσύνη αποτελεσματική και αμερόληπτη. Η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία δεν νοούνται χωρίς το Κράτος Δικαίου, τα ανεξάρτητα δικαστήρια και τα θεσμικά αντίβαρα που εγγυώνται την προστασία των μειονοτήτων και αποτρέπουν την τυραννία της πλειοψηφίας».
Όπως εξήγησε «έτσι προάγεται η ποιότητα της δημοκρατίας και η εμπιστοσύνη των πολιτών στο Κράτος και συνολικά στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη που μοιράζεται κοινούς κανόνες και αξίες. Η δικαστική εξουσία συνομιλεί με την πολιτική μέσα από τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, αλλά δεν εξαρτάται από αυτήν, ούτε από τις σκοπιμότητές της: παραμένει ο φύλακας της νομιμότητας και της κοινωνικής μας ειρήνης. Η ανεξαρτησία των δικαστικών οργάνων είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή και συνιστά ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και της δίκαιης δίκης».
Υπογράμμισε δε, ότι «ο διορισμός και η θητεία των μελών της Δικαιοσύνης, ιδίως των ανωτάτων δικαστηρίων, η αυτόνομη άσκηση των καθηκόντων τους και η στεγανότητα των δικαστικών οργάνων έναντι εξωτερικών συμφερόντων δεν εξασφαλίζουν μόνο την απονομή της δικαιοσύνης: θωρακίζουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και την αναπαράστασή τους στους πολίτες».
Επικαλούμενη την πολυετή της εμπειρία ως ανώτατη δικαστής και πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, διαβεβαίωσε ότι «για τους πολίτες η δικαιοσύνη δεν είναι μια αφηρημένη λειτουργία, ούτε απλά το στόμα του νόμου, όπως έλεγε ο Μοντεσκιέ, ενός νόμου συχνά πολύπλοκου ή ακόμη και ανορθολογικού, που πολλές φορές οι πολίτες αγνοούν».
Ειδικότερα, τόνισε ότι «η δικαιοσύνη είναι το τελευταίο καταφύγιό τους για μια αμερόληπτη και δίκαιη κρίση, ο θεσμός στον οποίο εναποθέτουν, όταν θίγονται, την ελπίδα τους για ισότητα και ελευθερία. Η πανδημία θα φέρει -ήδη το έχει κάνει, σε νομοθετικό επίπεδο- νέες προκλήσεις και για τους δικαστές που θα κληθούν να αποφανθούν για το δίκαιο του Covid-19, το δίκαιο της υγειονομικής, αυτή τη φορά, ανάγκης. Και είναι σαφές, ότι απέναντι στους λαϊκισμούς της εποχής μας, κάθε πολιτικής απόχρωσης, η δικαιοσύνη διατηρεί το πλεονέκτημα της νηφαλιότητας και της αναφοράς στον κανόνα. Το Κράτος Δικαίου και η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι μια ιστορική και πολιτική κατάκτηση της Ευρώπης και σε αυτήν έχουν συμβάλει καθοριστικά τα ανώτατα δικαστήριά της, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υπερασπιζόμενα τις αξίες της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία της, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου σημείωσε ότι «η πανδημία δεν είναι μόνο μια πρωτοφανής, για όλους μας, υγειονομική κρίση. Είναι μια μείζων πολιτική δοκιμασία που επιτάχυνε τα προβλήματα, θεσμικά και κοινωνικά, της Ευρώπης, και ανέδειξε τις πλέον ευάλωτες και εύθραυστες όψεις της συμβίωσής μας» και πρόσθεσε ότι «Η κρίση έγινε ο καταλύτης εξελίξεων, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών, που ακόμη δεν μπορούμε με βεβαιότητα να εκτιμήσουμε, ούτε να προβλέψουμε την έκβασή τους.
Η καθυστέρηση στην πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, το δημοκρατικό έλλειμμα, η κρίση του Κοινωνικού Κράτους ήταν ήδη εδώ, πολύ πριν από τον ιό». Ωστόσο, τόνισε ότι «τώρα είναι ακόμη πιο επιτακτική η μετάβαση σε ένα νέο παράδειγμα για την ευρωπαϊκή μας συνύπαρξη, με πιο στέρεο και ευρύ τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και την ανοικτή, όχι μόνον οικονομικά, αλλά και πολιτισμικά κοινωνία. Την ευρωπαϊκή κοινωνία των ίσων ευκαιριών και της ενσωμάτωσης, όχι των αποκλεισμών και των διαιρέσεων. Μέσα από το κύμα της πανδημίας θα αναδυθεί μια νέα Ευρώπη. Μπορεί σήμερα να φυσά άνεμος απαισιοδοξίας απέναντι στην ευρωπαϊκή προοπτική και να ηχούν πιο δυνατά οι φωνές της αντίδρασης και της εσωστρέφειας, όμως όλοι γνωρίζουμε ότι η Ευρώπη παραμένει ένας προνομιακός τόπος και τρόπος ζωής στον πλανήτη μας».
Τέλος, διαβεβαίωσε ότι η Προεδρία της Δημοκρατίας θα στηρίξει ενεργά, με κάθε πρόσφορο μέσο, την Ελληνική Προεδρία, τις δράσεις και τις εκδηλώσεις της αυτό το εξάμηνο. Όπως επισήμανε «είναι το ελάχιστο χρέος όλων μας να συμβάλουμε στο έργο του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην προαγωγή των αξιών, των κανόνων και του θεσμικού του κεκτημένου, σε αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι για το ευρωπαϊκό μας μέλλον».
H ομιλία της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου στην Κεντρική Εκδήλωση της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρώπης:
“Το Συμβούλιο της Ευρώπης στην εποχή της πανδημίας: νέες προκλήσεις για τη δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου”
Έχω την ιδιαίτερη χαρά να ανοίγω σήμερα την εκδήλωση της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρώπης. Μια εκδήλωση που έχουμε, μετά από μήνες περιορισμών, επίσης τη χαρά να τελείται διά ζώσης, με τη φυσική παρουσία των πρεσβευτών των Κρατών-μελών του Συμβουλίου.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης κατέχει ξεχωριστή θέση στην εμπέδωση της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων και του Κράτους Δικαίου στη μεταπολεμική Ευρώπη. Η Ελλάδα έγινε μέλος του τον Αύγουστο του 1949, τρεις μόλις μήνες μετά την ίδρυσή του, και, με εξαίρεση την περίοδο της δικτατορίας, συνεργάζεται αδιάλειπτα με τα θεσμικά του όργανα. Η εκπροσώπηση της χώρας μας από διακεκριμένες προσωπικότητες στα ανεξάρτητα όργανα του Συμβουλίου, στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, την Επιτροπή της Βενετίας, συγκροτεί έναν ουσιαστικό δίαυλο επικοινωνίας και διάδρασης στην πολιτική και το δίκαιο. Εποικοδομητική και επωφελής είναι και η σταθερή συνεργασία με τις Επιτροπές του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, την καταπολέμηση των διακρίσεων και του ρατσισμού και τις πολιτικές κατά της διαφθοράς.
Η Ελληνική Προεδρία έχει την ευτυχή συγκυρία να συμπέσει, στις 4 Νοεμβρίου, με τον εορτασμό των 70 χρόνων από την υπογραφή του πιο εμβληματικού κειμένου του Συμβουλίου της Ευρώπης, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Πριν από το Σύνταγμα του 1975, η Σύμβαση παρέμενε στο περιθώριο της ελληνικής έννομης τάξης. Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, η Σύμβαση ενσωματώθηκε σταδιακά στον δικανικό συλλογισμό και έγινε αναπόσπαστο μέρος της νομικής μας πρακτικής. Ο διάλογος του εθνικού δικαστή με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ανέδειξε μείζονα ελλείμματα στο δίκαιό μας, ιδίως στην απονομή της δικαιοσύνης, την ελευθερία της έκφρασης, τις συνθήκες κράτησης, την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Η Σύμβαση αναδιαμόρφωσε διοικητικές πρακτικές, επέδρασε στον ρόλο του νομοθέτη, μετέβαλε άτυπα ακόμη και το συνταγματικό μας κείμενο. Ενίσχυσε πολιτισμικά τη σχέση μας με την Ευρώπη και λειτούργησε παιδαγωγικά στον σεβασμό των μειονοτήτων και των ταυτοτήτων, σε μια σειρά από όψεις του προσωπικού αυτοκαθορισμού: στο φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ιδιωτική ζωή. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο στα δικαιώματα έγινε και δικό μας. Αλλά και η Ελλάδα συνετέλεσε, με τις συνταγματικές της ιδιαιτερότητες, στον εμπλουτισμό και τον πλουραλισμό της έννομης τάξης του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Η πανδημία αναπροσδιορίζει τις προτεραιότητες του Συμβουλίου, όπως και τις θεματικές της Ελληνικής Προεδρίας. Ως κεντρικό της θέμα έχει επιλεγεί «η προστασία της ανθρώπινης ζωής και της δημόσιας υγείας σε συνθήκες πανδημίας του κορωνοϊού, καθώς και η αποτελεσματική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης με πλήρη σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των αρχών της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου». Ένα θέμα που, σε αυτές τις έκτακτες συνθήκες, συμβαδίζει πλήρως με τις αξίες και την αποστολή του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Οι αλλεπάλληλες κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας κλονίζουν τα ισχυρά θεμέλια της δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου στην Ευρώπη. Η οικονομική κρίση έπληξε κυρίως τα κοινωνικά δικαιώματα, τις παροχές του Κράτους στην υγεία, την παιδεία, την κοινωνική ασφάλιση. Η νέα μεγάλη ευρωπαϊκή ύφεση έθρεψε τον λαϊκισμό και τον ευρωσκεπτικισμό. Η μεταναστευτική και προσφυγική κρίση, με τη σειρά της, έφερε ξανά στο προσκήνιο διαλυτικές τάσεις και ενίσχυσε τον εθνικισμό. Τα ρήγματα στον ευρωπαϊκό κοσμοπολιτισμό βαθαίνουν και το ιδανικό της ενωμένης Ευρώπης ξεθωριάζει μπροστά στην ψευδαίσθηση της ασφάλειας που προκαλεί ο εθνικός προστατευτισμός. Πολλοί υποτιμούν καίρια τη φιλελεύθερη δημοκρατία, αυτήν που μας κληροδότησε η Ευρώπη του διαφωτισμού και υπηρετούν οι θεσμοί της, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Η πανδημία έρχεται να οξύνει τις αντιθέσεις. Ανά την Ευρώπη εντείνεται η ανησυχία για τη δημόσια υγεία και την ευημερία των λαών. Η προστασία της ανθρώπινης υγείας και ζωής είναι η βάση του Κοινωνικού μας Συμβολαίου, η θεμελιώδης συμφωνία ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους πολίτες, στην οποία στηρίζεται ο πολιτικός και κοινωνικός μας βίος. Ο ιός μας υπενθύμισε την αξία και την καθολικότητα της δημόσιας υπηρεσίας. Το Κράτος επέστρεψε στη συνείδηση όλων μας ως η πιο ισχυρή εγγύηση της ελευθερίας και της ζωής μας.
Η χώρα μας έγινε διεθνές πρότυπο διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης: εμπιστευθήκαμε τους ειδικούς, οργανώσαμε και ενισχύσαμε το Εθνικό Σύστημα Υγείας και, με τις άοκνες προσπάθειες του ιατρικού και του νοσηλευτικού προσωπικού, περιορίσαμε, στο μέτρο του δυνατού, τις ανθρώπινες απώλειες. Το καλό παράδειγμα δεν έδωσε μόνο το Κράτος, αλλά συνολικά η κοινωνία μας, με την πειθάρχηση όλων μας στα αυστηρά μέτρα, την αλληλεγγύη στις ευπαθείς ομάδες και την αυταπάρνηση των εργαζομένων που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή. Η εμπειρία της πανδημίας ήταν και είναι ένα ηθικοπολιτικό μάθημα: αντιληφθήκαμε ότι κάθε πράξη μας, σε μια τέτοια κατάσταση ανάγκης, δεν αφορά μόνον τον εαυτό μας, αλλά περικλείει τον άλλον, τον προστατεύει. Ότι, όταν το Κράτος δρα με φρόνηση και σχέδιο, δικαιώνει τις προσδοκίες μας και συσπειρώνει το έθνος, μας ενώνει μπροστά στον συλλογικό σκοπό.
Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δοκιμάστηκαν σκληρά στην πανδημία. Η ιερότητα της ζωής είναι το αδιαπραγμάτευτο κεκτημένο του πολιτισμού μας και κάθε απώλεια έχει τη μοναδικότητά της. Οι χώρες της Ευρώπης δεν πληγώθηκαν όλες το ίδιο. Η Ιταλία και η Ισπανία, με τα χιλιάδες θύματα και τον υψηλό ρυθμό διασποράς και κρουσμάτων, βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα. Οι σπαρακτικές, όμως, εικόνες των νοσοκομείων, τα απεγνωσμένα πρόσωπα και οι άταφες σοροί δεν είναι μόνον εικόνες ιταλικές ή ισπανικές, είναι ευρωπαϊκές εικόνες, είναι εικόνες όλων μας.
Η πανδημία έκανε φανερή την ανάγκη του διεθνούς και υπερεθνικού συντονισμού για τη διαχείριση της κρίσης. Η κοινή μας αδυναμία μπροστά στον ιό ανέδειξε τις ανεξάντλητες δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ των Κρατών και των διεθνών οργανισμών. Η επιστημονική κοινότητα από την πρώτη στιγμή ένωσε τις δυνάμεις της στον ακάματο αγώνα της για τη θεραπεία και το εμβόλιο. Η διακρατική και διεθνής εγρήγορση εξασφάλισε την απρόσκοπτη κυκλοφορία τροφίμων, φαρμάκων και υγειονομικού υλικού. Η Ευρωζώνη επέδειξε έγκαιρα τα αναγκαία θεσμικά αντανακλαστικά για την ανακούφιση των Κρατών σε υλικό επίπεδο. Οι κανόνες δημοσιονομικής αυστηρότητας χαλάρωσαν. Το νέο πακέτο χρηματοδότησης δεν είναι μόνο μια ένεση ρευστότητας, αλλά αλληλεγγύης και αισιοδοξίας για το ευρωπαϊκό μας μέλλον. Μια κίνηση που διαψεύδει όσους έσπευσαν να προεξοφλήσουν, ακόμη μια φορά, την κατάρρευση της Ευρώπης και να υποτιμήσουν την ισχύ της και τη δυναμική των ευρωπαϊκών μας δεσμών. Την επόμενη μέρα προτεραιότητα είναι η διασφάλιση της υλικής αυτονομίας των πολιτών και η άμβλυνση των ανισοτήτων. Η δική μας θεραπεία, η πολιτική θεραπεία στις επιπτώσεις της πανδημίας, πρέπει να είναι η αναζωογόνηση του πνεύμονα της δημοκρατίας μας, η διαφύλαξη της κοινωνικής κινητικότητας των ευρωπαίων πολιτών. Ιδίως των νέων, που βλέπουν τις προοπτικές της ζωής τους να συρρικνώνονται ή να ματαιώνονται εξαιτίας της ανεργίας και της χαμηλής ανάπτυξης. Η Ευρώπη δεν αντέχει άλλη μια μακρόχρονη ύφεση.
Οι κύριοι στόχοι της Ελληνικής Προεδρίας φέρουν έντονα αυτό το δημοκρατικό πρόσημο. Έχουν σαφή αναπτυξιακό και κοινωνικό χαρακτήρα και σηματοδοτούν την ισχυρή πολιτική βούληση για τη στήριξη και την ώθηση στις νέες γενιές, αυτές που θα κυοφορήσουν το ευρωπαϊκό μας μέλλον. Στο νέο περιβάλλον της πανδημίας, τα μέτρα πρόληψης και περιορισμού της φυσικής μας ελευθερίας επενεργούν οριζόντια: στην εργασία, την εκπαίδευση, την επικοινωνία. Το κράτος και η κοινωνία μετασχηματίζονται και εισέρχονται ταχύτατα στην ψηφιακή εποχή. Η ελληνική προεδρία δεν είναι μόνο μια ψηφιακή τεχνικά προεδρία, η οποία θα κάνει έξυπνη χρήση των διαδικτυακών εκδηλώσεων και τηλεδιασκέψεων. Η ψηφιακή τεχνολογία είναι το πιο ισχυρό αντίβαρό μας στην κρίση. Βασική προτεραιότητα της Προεδρίας είναι η εξοικείωση, με την εκμετάλλευση όλων των σύγχρονων ψηφιακών δυνατοτήτων, των παιδιών και των νέων με τις θεμελιώδεις αξίες της Ευρώπης και τον δημοκρατικό πολιτισμό. Η παιδεία συνιστά την κινητήρια δύναμη της δημοκρατίας και της συμμετοχής στην ιδιότητα του πολίτη. Αυτό όμως προϋποθέτει την παροχή στους νέους μας των κατάλληλων γνωστικών εργαλείων, την ανάπτυξη του πληροφοριακού τους αυτοκαθορισμού. Ο δημοκρατικός πλουραλισμός και η ανοικτή δημόσια σφαίρα δεν σημαίνουν ανοχή στην παραπληροφόρηση και στα fake news που πληθαίνουν, ειδικά σε περιόδους κρίσης, και αποπροσανατολίζουν τον δημόσιο διάλογο.
Η εκπαιδευτική πολιτική συνιστά μέρος ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού προγράμματος για την προστασία των ανηλίκων ως ευάλωτης ομάδας. Προστασία απέναντι στη φτώχεια, τη βία, την εμπορία, την αναγκαστική εργασία και κάθε εκμετάλλευση. Η Ελλάδα έχει επωμιστεί το κύριο βάρος για την υποδοχή των μεταναστευτικών και των προσφυγικών ροών, μεταξύ των οποίων και πολλών ασυνόδευτων ανηλίκων. Παιδιά που έχουν υποστεί τραυματικές εμπειρίες από την εγκατάλειψη και τον πόλεμο στις πατρίδες τους και οφείλουμε να στηρίξουμε υλικά και ψυχικά, σε κατάλληλες δομές φιλοξενίας. Όπως οφείλουμε να εκμεταλλευθούμε την ψηφιακή ευκαιρία της κρίσης για να επιταχύνουμε τις διαδικασίες καταγραφής και ασύλου, να περιορίσουμε τον χρόνο της έκθεσης των παιδιών και των μεταναστών στις συνθήκες κράτησής τους.
Την εμβάθυνση της κοινής μας ευρωπαϊκής συνείδησης υπηρετεί και η διαφύλαξη της πλούσιας πολιτιστικής μας κληρονομιάς απέναντι σε μια άλλη σύγχρονη απειλή, μια «πανδημία σε αργή κίνηση», όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί: την κλιματική αλλαγή. Οι αρχαιολογικοί χώροι, τα πολιτιστικά σύμβολα που αναπαριστούν τις καταβολές μας και την κοινή μας διαδρομή στον ευρωπαϊκό χώρο και χρόνο, εκτίθενται σε ακραία κλιματικά συμβάντα, με δική μας ευθύνη. Η ακεραιότητα των μνημείων και των ιστορικών τόπων κινδυνεύει – και μαζί της θρυμματίζεται η συλλογική μας μνήμη.
Οι επιστήμονες και οι διεθνείς περιβαλλοντικοί οργανισμοί μας προειδοποιούν: η κλιματική αλλαγή, σε συνδυασμό με άλλες περιβαλλοντικές διαταραχές, μπορεί να δημιουργήσει το έδαφος για την ανάπτυξη νέων λοιμωδών νοσημάτων όπως ο Covid-19, και να μεταβάλει τα μοντέλα μετάδοσής τους. Δεν υπάρχει πλέον χρόνος για την περιβαλλοντική μας αφύπνιση. Όλοι μας γίναμε μάρτυρες στην απομόνωση και την ερήμωση της πανδημίας, της προσωρινής αποφόρτισης του πλανήτη μας από τους ρύπους και της αναζωογόνησης των υδάτων. Η πανδημία μας επανέφερε, έστω με τον δραματικό της τρόπο, σε μια ζωή με λιγότερη ενεργειακή σπατάλη. Οι πολιτικές της καθαρής και αειφόρου ανάπτυξης δεν εγγυώνται μόνο την υλική υπόσταση των μνημείων μας ή τη βιωσιμότητα του πλανήτη μας, αλλά και την άυλη διάσταση της καθημερινότητάς μας, τη μορφή ζωής του πολιτισμού μας. Η πράσινη Ευρωπαϊκή Συμφωνία είναι ο χάρτης της πορείας μας για μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη το 2050. Με δράσεις αποκατάστασης της βιοποικιλότητας και μείωσης της ρύπανσης και με αποδοτική χρήση των πόρων, ώστε να πετύχουμε τη μετάβαση σε μια καθαρή, κυκλική οικονομία.
Είναι αλήθεια ότι στην πανδημία είμαστε όλοι εκτεθειμένοι. Όμως, κάποιοι από εμάς είναι πιο ευάλωτοι. Οι ευπαθείς ομάδες, ωστόσο, δεν καθορίζονται μόνο από τον βιολογικό παράγοντα, την ηλικία ή τα υποκείμενα νοσήματα των ανθρώπων που βιώνουν με μεγαλύτερη ένταση αυτή την εξαιρετική κατάσταση διακινδύνευσης. Σε εκείνους είναι προσηλωμένη -και ορθώς, με απόλυτη προτεραιότητα- η μέριμνα του συστήματος υγείας, ώστε να μηδενίσουμε, ει δυνατόν, τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Όμως, υπάρχουν επίσης γύρω μας οι κοινωνικά ευάλωτοι συμπολίτες μας, αυτοί που υφίστανται το μεγαλύτερο κόστος της πανδημίας και των μέτρων περιορισμού της ελευθερίας τους, φυσικής και επαγγελματικής, εν τέλει κοινωνικής. Σε κομβικό στόχο της Ελληνικής Προεδρίας αναδεικνύεται η καταπολέμηση των διακρίσεων: του δημόσιου ή ιδιωτικού λόγου που εκτρέπεται, άμεσα ή έμμεσα, σε ρατσιστικό, της ενδοοικογενειακής βίας που επιτείνεται σε συνθήκες περιορισμού, του στιγματισμού, με πρόσχημα την πανδημία, των μειονοτήτων. Εξίσου σημαντική είναι η θωράκιση του Κοινωνικού Κράτους. Το Κράτος πρόληψης, με τα τεστ ανίχνευσης του ιού και τα μέτρα περιορισμού της κίνησης, υπήρξε η πρώτη απάντηση στο ξέσπασμα της κρίσης. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, πρέπει να συμπληρωθεί από το παροχικό Κράτος Πρόνοιας. Προέχει η στοχευμένη στήριξη στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες: στους ανέργους και τους άπορους, τις μονογονεϊκές οικογένειες, τα άτομα με αναπηρίες, τους κατοίκους απομακρυσμένων ορεινών ή νησιωτικών περιοχών. Η τόνωση στις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους που δεν διαθέτουν εναλλακτικές λύσεις στη φυσική αποστασιοποίηση, η υποστήριξη στον τουρισμό και τις εποχικές εργασίες. Η ίση πρόσβαση στα δημόσια αγαθά και η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, σε μια κοινωνία ήδη ταλαιπωρημένη από την οικονομική κρίση, συνιστούν το κρίσιμο δίκτυ ασφαλείας για τους πολλούς και εγγυώνται την κοινωνική μας συνοχή.
Πρόκειται εξάλλου για ζητήματα ευρωπαϊκά, πρώτης γραμμής. Για τον λόγο αυτό στόχος της Ελληνικής Προεδρίας είναι η ανάδειξη της εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Καθώς η κρίση εξελίσσεται, οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών, όπως του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, είναι δυσοίωνες: η παγκόσμια ανεργία θα ανέλθει σε υψηλότερα επίπεδα από εκείνη της κρίσης του 2008. Η κοινωνική προστασία συνδέεται όχι μόνο με την προσαρμογή και εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας αλλά και με τον βιώσιμο μετασχηματισμό της οικονομίας και τη χρήση του ψηφιακού μοντέλου της εξ αποστάσεως εργασίας προς όφελος της κοινωνίας, των επιχειρήσεων και των εργαζομένων. Οι ευκαιρίες και οι προκλήσεις που ανοίγονται μπροστά μας είναι πολλές: τα νέα δίκτυα ψηφιακών και ενεργειακών υποδομών, η ανάπτυξη των ηλεκτρονικών υπηρεσιών όπως της παραγωγής λογισμικού για απομακρυσμένη εργασία, το ηλεκτρονικό χρήμα και η ψηφιακή υπογραφή, και άλλα πολλά. Το κοινωνικό Κράτος επανιδρύεται στο ψηφιακό τρίπτυχο εργασίας-υγείας-παιδείας, με την ώθηση της τηλεργασίας, της βιογενετικής, της τεχνητής νοημοσύνης και της τηλεκπαίδευσης. Ο κόσμος μας μετά τον Covid-19 δεν μπορεί να είναι ο κόσμος των μεγάλων ανισοτήτων, του χάσματος ανάμεσα στους ψηφιακά καλλιεργημένους και τους ηλεκτρονικά αναλφάβητους. Αντιθέτως, η Ευρώπη πρέπει να λειτουργήσει συμπεριληπτικά και ενοποιητικά, να γεφυρώσει τις αντιθέσεις και να τις συνθέσει.
Η πρόκληση της Ευρώπης και της ελληνικής προεδρίας είναι όμως και θεσμική. Η ανεξαρτησία των θεσμών και ειδικότερα της δικαιοσύνης βρίσκεται στην καρδιά του κράτους δικαίου και στις υψηλές προτεραιότητες του ελληνικού εξαμήνου. Η Ευρώπη είναι, πρώτα απ ́ όλα, μια ένωση δικαίου, με δικαιοσύνη αποτελεσματική και αμερόληπτη. Η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία δεν νοούνται χωρίς το Κράτος Δικαίου, τα ανεξάρτητα δικαστήρια και τα θεσμικά αντίβαρα που εγγυώνται την προστασία των μειονοτήτων και αποτρέπουν την τυραννία της πλειοψηφίας. Έτσι προάγεται η ποιότητα της δημοκρατίας και η εμπιστοσύνη των πολιτών στο Κράτος και συνολικά στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη που μοιράζεται κοινούς κανόνες και αξίες. Η δικαστική εξουσία συνομιλεί με την πολιτική μέσα από τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, αλλά δεν εξαρτάται από αυτήν, ούτε από τις σκοπιμότητές της: παραμένει ο φύλακας της νομιμότητας και της κοινωνικής μας ειρήνης. Η ανεξαρτησία των δικαστικών οργάνων είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή και συνιστά ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και της δίκαιης δίκης. Ο διορισμός και η θητεία των μελών της Δικαιοσύνης, ιδίως των ανωτάτων δικαστηρίων, η αυτόνομη άσκηση των καθηκόντων τους και η στεγανότητα των δικαστικών οργάνων έναντι εξωτερικών συμφερόντων δεν εξασφαλίζουν μόνο την απονομή της δικαιοσύνης: θωρακίζουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και την αναπαράστασή τους στους πολίτες. Έχοντας διατελέσει για πολλά χρόνια ανώτατη δικαστής και Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, σας διαβεβαιώ ότι για τους πολίτες η δικαιοσύνη δεν είναι μια αφηρημένη λειτουργία, ούτε απλά το στόμα του νόμου, όπως έλεγε ο Μοντεσκιέ, ενός νόμου συχνά πολύπλοκου ή ακόμη και ανορθολογικού, που πολλές φορές οι πολίτες αγνοούν. Η δικαιοσύνη είναι το τελευταίο καταφύγιό τους για μια αμερόληπτη και δίκαιη κρίση, ο θεσμός στον οποίο εναποθέτουν, όταν θίγονται, την ελπίδα τους για ισότητα και ελευθερία. Η πανδημία θα φέρει -ήδη το έχει κάνει, σε νομοθετικό επίπεδο- νέες προκλήσεις και για τους δικαστές που θα κληθούν να αποφανθούν για το δίκαιο του Covid-19, το δίκαιο της υγειονομικής, αυτή τη φορά, ανάγκης. Και είναι σαφές, ότι απέναντι στους λαϊκισμούς της εποχής μας, κάθε πολιτικής απόχρωσης, η δικαιοσύνη διατηρεί το πλεονέκτημα της νηφαλιότητας και της αναφοράς στον κανόνα. Το Κράτος Δικαίου και η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι μια ιστορική και πολιτική κατάκτηση της Ευρώπης και σε αυτήν έχουν συμβάλει καθοριστικά τα ανώτατα δικαστήριά της, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υπερασπιζόμενα τις αξίες της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας.
Η πανδημία δεν είναι μόνο μια πρωτοφανής, για όλους μας, υγειονομική κρίση. Είναι μια μείζων πολιτική δοκιμασία που επιτάχυνε τα προβλήματα, θεσμικά και κοινωνικά, της Ευρώπης, και ανέδειξε τις πλέον ευάλωτες και εύθραυστες όψεις της συμβίωσής μας. Η κρίση έγινε ο καταλύτης εξελίξεων, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών, που ακόμη δεν μπορούμε με βεβαιότητα να εκτιμήσουμε, ούτε να προβλέψουμε την έκβασή τους. Η καθυστέρηση στην πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, το δημοκρατικό έλλειμμα, η κρίση του Κοινωνικού Κράτους ήταν ήδη εδώ, πολύ πριν από τον ιό. Τώρα είναι ακόμη πιο επιτακτική η μετάβαση σε ένα νέο παράδειγμα για την ευρωπαϊκή μας συνύπαρξη, με πιο στέρεο και ευρύ τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και την ανοικτή, όχι μόνον οικονομικά, αλλά και πολιτισμικά κοινωνία. Την ευρωπαϊκή κοινωνία των ίσων ευκαιριών και της ενσωμάτωσης, όχι των αποκλεισμών και των διαιρέσεων. Μέσα από το κύμα της πανδημίας θα αναδυθεί μια νέα Ευρώπη. Μπορεί σήμερα να φυσά άνεμος απαισιοδοξίας απέναντι στην ευρωπαϊκή προοπτική και να ηχούν πιο δυνατά οι φωνές της αντίδρασης και της εσωστρέφειας, όμως όλοι γνωρίζουμε ότι η Ευρώπη παραμένει ένας προνομιακός τόπος και τρόπος ζωής στον πλανήτη μας.
Για τη χώρα μας, που δοκιμάστηκε σκληρά τα τελευταία χρόνια και κρατήθηκε όρθια, χάρη στις θυσίες του ελληνικού λαού και την ευρωπαϊκή της ένταξη, η Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι μια ξεχωριστή ευκαιρία. Ευκαιρία να αναδείξει την ευρωπαϊκή της ταυτότητα και πρόοδο και να συμβάλει, ειδικά τώρα, στη σφυρηλάτηση της κοινής ευρωπαϊκής μας πορείας και την έξοδο από μια ακόμα κρίση. Η απάντηση της Ευρώπης στις δυσκολίες του καιρού μας δεν πρέπει να είναι μόνον οικονομική ή διαχειριστική. Προϋποθέτει και την επιστροφή μας στα θεμελιώδη που οραματίζονταν οι πατέρες της, όπως ο Jean Monnet: οι βασικές ευρωπαϊκές αποφάσεις, αυτές που ανοίγουν τον δρόμο και διευρύνουν τους ορίζοντές μας πρέπει να είναι κατεξοχήν πολιτικές.
Η Προεδρία της Δημοκρατίας θα στηρίξει ενεργά, με κάθε πρόσφορο μέσο, την Ελληνική Προεδρία, τις δράσεις και τις εκδηλώσεις της αυτό το εξάμηνο. Είναι το ελάχιστο χρέος όλων μας να συμβάλουμε στο έργο του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην προαγωγή των αξιών, των κανόνων και του θεσμικού του κεκτημένου, σε αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι για το ευρωπαϊκό μας μέλλον”.