της Δάφνης Γρηγοριάδη
Toν Ιούνιο : Θα καθοριστεί – ανάλογα με τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο και τα επίπεδα ανάπτυξης- η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία υπολογίζεται πως θα είναι της τάξεως του 5%.
Ποιοι επηρεάζονται: Η αύξηση θα επηρεάσει κυρίως τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης του ιδιωτικού τομέα αλλά και όσους εργάζονται με μερική απασχόληση καθώς εξαρτώνται ευθέως από το ύψος του κατώτατου μισθού. Επίσης θα αυξήσει μια σειρά βασικών επιδομάτων. Για άλλη μια φορά το κλειδί είναι η ανάπτυξη καθώς αυτή καθορίζει το πόσο και το πότε θα αυξηθούν οι μισθοί, ανάλογα με το πόσο γρήγορα και σε τι ποσοστό αυξάνεται ο ρυθμός του ΑΕΠ της χώρας.
Πόσο θα επηρεάσει την κατανάλωση η νέα αύξηση: Mπορεί ο νέος κατώτατος να μην αυξάνεται σε μεγάλο ποσοστό, όμως θα έχει θετικό αντίκτυπο στην τσέπη των πολιτών αλλά και των επιχειρήσεων σε συνδυασμό με τις μειώσεις στην φορολογία και τις ασφαλιστικές εισφορές. Εφεξής , το διαθέσιμο εισόδημα θα είναι μεγαλύτερο και οι υποχρεώσεις προς το κράτος λιγότερες. Αυτό έρχεται σε αντιδιαστολή με τα προηγούμενα έτη όπου οι μνημονιακές πολιτικές επιβάρυναν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών το οποίο μάλιστα μειώθηκε κατά μέσο όρο 34%.
Tα προηγούμενα έτη : Περίπου 570.000 εργαζόμενοι, δηλαδή το 1/5 του εργατικού δυναμικού στον ιδιωτικό τομέα, αμείβονταν με λιγότερα από 500 ευρώ, ενώ 250.000 εργαζόμενοι με λιγότερα από 250 ευρώ. Μάλιστα δε η αύξηση της ημιαπασχόλησης στο χρονικό διάστημα 2010-2018 σχεδόν τετραπλασιάστηκε. Από το 2010 όπου άρχισε η κρίση, μέχρι και το 2018 οι εργαζόμενοι έχασαν το 30% των μισθών τους. Λίγο πριν έρθει η κρίση στην Ελλάδα (αρχές 2008) ο μέσος μηνιαίος μισθός ενός υπαλλήλου ήταν στα 1.250 ευρώ ενώ το 2018 ο μέσος μισθός ενός εργαζόμενου ήταν στα 800 ευρώ.
Σήμερα: O μέσος μηνιαίος μισθός έχει ήδη αυξηθεί για τους μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα από τον Φεβρουάριο του 2019 σε ποσοστό 11%. Μια αύξηση η οποία χαρακτηρίζεται σημαντική ωστόσο δεν ελάφρυνε την τσέπη των πολιτών καθώς οι φόροι και εισφορές τους εξακολουθούσαν να είναι σε υψηλά επίπεδα και οι επιχειρηματίες επιβαρύνθηκαν με παραπάνω εργοδοτικές εισφορές λόγω της αύξησης.
Η μείωση των εργοδοτικών εισφορών έγινε μήνες αργότερα, ενώ θα έπρεπε να είχε γίνει ταυτόχρονα ώστε να μην υπάρχει επιβάρυνση των επιχειρήσεων. Η ανεργία αποκλιμακώνεται σταθερά κατά μια ποσοστιαία μονάδα κάθε έτος και η ελαστική μορφή εργασίας έχει αρχίσει να περιορίζεται. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό θα έχει και η μείωση του ορίου για όσους αμείβονται με τίτλο κτήσης όπου από τα 10.000 ευρώ το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο θα μειωθεί στο μισό ή και η χαμηλότερα. Έτσι οι εργοδότες θα αναγκάζονται να προσλάβουν τους υπαλλήλους τους κανονικά με σύμβαση εργασίας.
πηγή: economico.gr