Ξεκίνησε η συστηματική δειγματοληψία του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών, για τη διερεύνηση των επιπτώσεων της πετρελαιοκηλίδας του «Αγία Ζώνη ΙΙ». Η λήψη δειγμάτων πραγματοποιείται σήμερα από τη Βούλα μέχρι την Ανάβυσσο, καθώς μέχρι τη Γλυφάδα η απαγόρευση για το κολύμπι είναι σε ισχύ.
Μία πρώτη δειγματοληψία πάντως έδειξε ότι πιθανότατα υπάρχει ρύπανση και στη Σαρωνίδα, αλλά δεν μπορεί να εκτιμηθεί επαρκώς, αν δεν βγουν τα αποτελέσματα της λεπτομερούς ανάλυσης. «Είδαμε ότι κάποια δείγματα τα οποία πήραμε από τη Σαρωνίδα την Πέμπτη είναι επιβαρυμένα. Όχι όπως είναι στη Γλυφάδα, αλλά υπάρχει επιβάρυνση. Η συγκεκριμένη δειγματοληψία έγινε μετά από τηλεφώνημα που δεχθήκαμε από κάποιους πολίτες οι οποίοι μένουν κοντά στην περιοχή», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο διευθυντής Ερευνών του ΕΛΚΕΘΕ, Γιάννης Χατζηανέστης.
Για το αν οι κάτοικοι μπορούν να κολυμπήσουν στην περιοχή, ο κ. Χατζηανέστης επιφυλάσσεται να απαντήσει μετά την επεξεργασία των αποτελεσμάτων της δειγματοληψίας. «Θα δούμε και εργαστηριακά τα νούμερα, αλλά αν δεν υπάρχει εμφανώς ρύπανση, δηλαδή μαύρες κηλίδες ή ιριδισμός στο νερό, τότε κατά την άποψη μου δεν υπάρχει πρόβλημα με την κολύμβηση. Πρέπει φυσικά να δούμε και τα ακριβή αποτελέσματα».
Πάντως, την τραγική κατάσταση που επικρατεί στις ακτές του Σαρωνικού και της Αττικής, ανέλυσε ο Δημήτρης Κουρέτας, καθηγητής και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Τοξικολογίας, τονίζοντας ότι: «Είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζουμε τέτοια ρύπανση κοντά σε κατοικημένη περιοχή. Είναι διαφορετικό από ό,τι στο πέλαγος».
Μιλώντας στον ΑΝΤ1 ο καθηγητής επεσήμανε ότι “Το βασικότερο ζήτημα, πέραν της ενημέρωσης των πολιτών, είναι η εξ αρχής αντιμετώπιση της μόλυνσης, κάτι που δεν έγινε”.
Όπως εξήγησε, είναι σημαντικό να ληφθούν μέτρα τις πρώτες μέρες, αφού στη συνέχεια «περίπου το 20% του πετρελαίου κάθεται στον πυθμένα της θάλασσας».
«Έπρεπε να ζητηθεί η βοήθεια ειδικών εξ αρχής, κάτι που άργησε να γίνει», τόνισε και πρόσθεσε πως «τέτοιου είδους φαινόμενα χρειάζονται 3 μήνες μετρήσεων, για να παρακολουθήσουμε τι γίνεται».
Μάλιστα διευκρίνισε πως «για να επανέλθει το σύστημα στην πρότερη κατάσταση θα χρειαστούν δύο χρόνια». Μάλιστα υπενθύμισε ότι στην περίπτωση διαρροής που είχε γίνει στον Ευβοϊκό Κόλπο, η οποία ήταν μικρότερης έκτασης και χρειάστηκε 1,5 με 2 χρόνια για την επαναφορά.
Όσο για τις συνέπειες στην ανθρώπινη υγεία από την κολύμβηση στα μολυσμένα νερά, εξήγησε ότι το πιο επικίνδυνο στάδιο είναι η ώρα της επαφής, ακόμα και με το περπάτημα, «γιατί υπάρχει εξάτμιση, που μπορεί να προκαλέσει προβλήματα σε άτομα με αναπνευστικά προβλήματα ή εγκύους».
Για το ζήτημα των ψαριών που κινούνται στις μολυσμένες περιοχές, σημειώνοντας πως έπρεπε να είχε υπάρξει πρόβλεψη και ενημέρωση των καταναλωτών.
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Τοξικολογίας, επιπλέον, κατήγγειλε πως παρά το ότι ο Οργανισμός συμμετέχει στο Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων της Κομισιόν και εκλήθη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εκτιμήσει την κατάσταση, κάτι τέτοιο δεν έγινε από ελληνικής πλευράς, παρά το ότι έχει σταλεί και σχετικό έγγραφο στη Βουλή, τόνισε πως δεν έχει ζητηθεί βοήθεια από τη χώρα.