ΠΕΦ: Δραματικές οι πιέσεις στην φαρμακευτική δαπάνη - Επιπτώσεις στους ασθενείς και στην φαρμακοβιομηχανία

Δραματικές χαρακτηρίζει ο επιστημονικός διευθυντής της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας Μάρκος Ολλανδέζος τις πιέσεις που δέχεται η φαρμακευτική δαπάνη στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια με αποτέλεσμα οι Έλληνες ασθενείς να δικαιούνται φαρμακευτική δαπάνη κατά 30% μειωμένη σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.

Η κατά κεφαλήν δαπάνη, σημειώνει, περιορίζεται τώρα στα 183 ευρώ ανά άτομο κατ΄ έτος όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι τα 285 ευρώ, τη στιγμή που η φαρμακευτική περίθαλψη, υποκαθιστά εν μέρει και την πρωτοβάθμια περίθαλψη που στην πραγματικότητα δεν είναι ανεπτυγμένη στην Ελλάδα.

Την ίδια στιγμή η πρόσβαση των ασθενών ακόμη και στην πιο φθηνή μορφή εξωνοσοκομειακής φροντίδας περιορίζεται, με τη δραματική αύξηση της συμμετοχής στην αγορά φαρμάκων, που κατά περιόδους έχει ξεπεράσει και το 30%. Η πολιτική που ακολουθείται όμως δεν έχει εισάγει ακόμη μέτρα ελέγχου της κατανάλωσης ή της προώθησης της χρήσης γενοσήμων όπου είναι εφικτό, με αποτέλεσμα οι μειώσεις που έχουν προκύψει στη συνολική φαρμακευτική δαπάνη, να προέρχονται από δραματικές μειώσεις των τιμών των φαρμάκων, σε επίπεδο που να απειλείται η βιωσιμότητα της αγοράς.  Και επιπλέον αυτού, οι υπερβολικές εκπτώσεις που απαιτούνται από τη φαρμακοβιομηχανία σε συνδυασμό με τα  clawback  που επιβάλλονται για κάθε υπέρβαση της προβλεπόμενης δαπάνης του ΕΟΠΥΥ, δημιουργούν ένα επιχειρηματικό περιβάλλον, τοξικό.

Ο κ. Ολλανδέζος, σημειώνει, όπως αναφέρεται σε ρεπορτάζ της ιστοσελίδας  healthmag.gr, ότι ακόμη και το ισχύον όριο της φαρμακευτικής δαπάνης στα 2 δισεκατομμύρια ευρώ, δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ασθενών, οι οποίες συνεχώς αυξάνονται λόγω της οικονομικής κρίσης την ίδια στιγμή που το διαθέσιμο εισόδημα των ασθενών μειώνεται. Και επίσης δεν αναγνωρίζεται ότι οι φαρμακευτικές αγωγές υποκαθιστούν εξωνοσοκομειακή περίθαλψη στη χώρα καθώς οι υπάρχουσες δομές είναι ελλιπείς.

Σε ότι αφορά την ελληνική φαρμακοβιομηχανία υπογραμμίζεται ότι το “τοξικό” επιχειρηματικό περιβάλλον δυναμιτίζει την βιωσιμότητα της αγοράς, ενώ η διοικητική αναποτελεσματικότητα στρεβλώνει την αγορά, παρεμποδίζει δηλαδή τον ανταγωνισμό μέσα από καθυστερήσεις στις εθνικές άδειες κυκλοφορίας στην αγορά, στην τιμολόγηση, στην συμμετοχή των ασφαλιστικών ταμείων, στην πρόσβαση στην αγορά και την εφαρμογή των θεραπευτικών πρωτοκόλλων που μπορούν να ελέγξουν τη συνταγογράφηση.

Επιπλέον παρατηρούνται καθυστερήσεις στην εφαρμογή των διαρθρωτικών μέτρων για την αντιμετώπιση της υπερσυνταγογράφησης και του ελέγχου της κατανάλωσης, αλλά και την προώθηση της χρήσης των γενοσήμων.

Η ελληνική αγορά φαρμάκου, χαρακτηρίζεται επίσης από ανεπαρκή έλεγχο σε θεραπείες υψηλού κόστους, και διαθεσιμότητα δεδομένων για τον έλεγχο της κατανάλωσης και την ανάπτυξη υποστηρικτικών πολιτικών. Όσο για τα νοσοκομειακά φάρμακα, το αναποτελεσματικό σύστημα ηλεκτρονικής υποβολής προσφορών, οδηγεί σε ελλείψεις και πιθανούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία.

Με αφορμή τα αναμενόμενα μέτρα για τις μειώσεις τιμών των φαρμάκων στο 50% της αρχικής τιμής των πρωτοτύπων και στο 32,5% των γενοσήμων τους, η ΠΕΦ απαντά, ότι ήδη σήμερα με όλες τις περιστολές, επιστροφές κλπ, τα γενόσημα κυμαίνονται στο 25-27% της τιμής του προϊόντος αναφοράς.

Η ΠΕΦ σε αριθμούς

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΠΕΦ, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία διατηρεί το 16% της αγοράς σε αξίες και το 25% σε τεμάχια. Αποτελείται από 27 εγκαταστάσεις παραγωγής με απόλυτη συμμόρφωση στα ευρωπαϊκά και αμερικανικά πρότυπα ποιότητας παραγωγής κατά τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων – EMA και τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων – FDA.

Η παραγωγή της καλύπτει όλους τους βασικούς θεραπευτικούς τομείς, με αποτέλεσμα να υπάρχει δυνατότητα άμεσης κάλυψης του 70% της εξωνοσοκομειακής φαρμακευτικής ανάγκης και του 50% των νοσοκομειακών φαρμακευτικών αναγκών. Παράλληλα, διαθέτει τεχνογνωσία στους τομείς της Στρατηγικής, Σχεδιασμού και Στόχευσης προϊόντων, Επιχειρηματικής Ανάπτυξης & Αδειοδότησης, Έρευνας και Ανάπτυξης, Ρυθμιστικών Θεμάτων, διπλώματα ευρεσιτεχνίας και πνευματικής ιδιοκτησίας.

 

Τα προϊόντα της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας εξάγονται σε 85 χώρες (όλες οι χώρες της ΕΕ, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική, Αυστραλία). Το γεγονός αυτό, την φέρνει 4η σε κατάταξη από πλευράς μεριδίου στις εξαγωγές της συνολικής μεταποιητικής βιομηχανίας και στην 3η θέση των συνολικών εξαγωγών της χώρας.

Οι ελληνικές φαρμακευτικές βιομηχανίες παρέχουν το 50% των θέσεων εργασίας στον τομέα του φαρμάκου, απασχολώντας  άμεσα 10.800 άτομα και έμμεσα 13.360 άτομα, εκ των οποίων οι 900 είναι υψηλής ειδίκευσης – άριστα καταρτισμένοι επιστήμονες.

Η Ελληνική φαρμακοβιομηχανία έχει να επιδείξει σημαντικά επενδυτικά προγράμματα σε υποδομές και συστήματα ελέγχου διαδικασίας και ποιότητας την τελευταία δεκαετία, καλύπτοντας το 95% των παραγωγικών επενδύσεων του τομέα και προωθώντας 85 ερευνητικά προγράμματα που βρίσκονται σε εξέλιξη, σε συνεργασία με ελληνικά και διεθνή πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα.

Η φαρμακευτική παραγωγή στην Ελλάδα σηματοδότησε τον υψηλότερο μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης μεταξύ των χωρών της ΕΕ τα έτη 2000-2010, με αποτέλεσμα να έχει χαρακτηριστεί ως ανερχόμενο αστέρι, λόγω της δυνατότητάς της να συμβάλλει στην απασχόληση και την οικονομική ανάπτυξη μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Πηγή:healthmag.gr